Μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου για τον γάμο ομόφυλων ζευγαριών, αναδύθηκε
στην επιφάνεια το επόμενο ερώτημα, το οποίο αφορά στο βάπτισμα ή όχι των παιδιών,
που τα ζεύγη αυτά θα αποκτούν διά τεκνοθεσίας (η πρώην και ακόμη ισχύουσα υιοθεσία).
Από πλευράς Εκκλησίας της Ελλάδος επίσημη θέση δεν υπάρχει ακόμη. Ακούστηκαν
βεβαίως κάποιες απόψεις υπέρ της τελέσεως του βαπτίσματος με την ενηλικίωση. Οι
απόψεις όμως αυτές ούτε υπαγορεύονται από το συμφέρον του τέκνου ούτε συμβαδίζουν
με τους ιερούς κανόνες, συνιστούν όμως μία προσπάθεια να αποφευχθεί η θεσμοθετημένη
συμμετοχή των ομόφυλων γονέων στην όλη γραφειοκρατική διαδικασία του βαπτίσματος.
Ας δούμε λοιπόν ψύχραιμα το θέμα τόσο από την πλευρά την κανονική, που
αποτελεί την βάση για την Εκκλησία όσο και από την πλευρά την νομική, που αποτελεί την
βάση για την Πολιτεία και επηρεάζει όμως και την Εκκλησία.
Το βάπτισμα, κατά τον ορισμό του πάλαι ποτέ Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής των
Αθηνών Χρήστου Ανδρούτσου (βλ. Χ. Ανδρούτσου, Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής
Εκκλησίας, εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου του «Κράτους», 1907, 318) είναι «ἡ
θεοσύστατος τελετή, δι’ ἧς καταδυόμενός τις ἐν ὕδατι ἀναγεννᾶται πνευματικώς». Κατά τον
ίδιο Καθηγητή (ο.π. 320), το βάπτισμα επενεργεί διττώς. Από την μία πλευρά απαλλάσσει
τον βαπτιζόμενο ή την βαπτιζόμενη τόσο από την αρχέγονη αμαρτία όσο και από τις
προσωπικές αμαρτίες, όχι απλώς αίροντας την ενοχή και την ποινή αλλά εκριζώνοντας
παντελώς το σώμα της αμαρτίας. Από την άλλη πλευρά, ζωοποιεί την ψυχή των
βαπτιζομένων, ενισχύοντας και ενδυναμώνοντας την πίστη, την ελπίδα και την αγάπη τους
προς τον Θεό, καθιστώντας τους μέλη του μυστικού σώματος του Κυρίου και κληρονόμους
της αιώνιας ζωής.
Το βάπτισμα, για να είναι κανονικό, δηλαδή έγκυρο, και να να παράξει τα κανονικά
αποτελέσματα του θα πρέπει να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις:
α) κύρια και βασική προϋπόθεση είναι, το προσερχόμενο για να βαπτισθεί πρόσωπο, να
έχει ελεύθερη και ανεμπόδιστη την βούληση του, για να βαπτισθεί, όπως απαιτεί ο 108 ος
κανόνας της Καρθαγένης «…Ἐν τούτῳ τῷ καιρῷ νόμος ἐδόθη, ἵνα ἐλευθέρᾳ προαιρέσει
ἕκαστος τῆς Χριστιανότητος τήν ἄσκησιν ἀναδέξηται». Σύμφωνη γνώμη με την κανονική
διάταξη διατυπώνουν και οι κανονολόγοι Ι. Ζωναράς, Θ. Βαλσαμών και Α. Αριστηνός στα
σχόλια τους υπό τον συγκεκριμένο κανόνα, τονίζοντας την αναγκαιότητα της ελεύθερης και
αυτεξούσιας προαιρέσεως, χωρίς άσκηση βίας ή πιέσεως (Βλ. Σύνταγμα. ΙΙΙ, 559-560). Υπό
το ίδιο πρίσμα ερμηνεύεται ο κανόνας και στο Πηδάλιον (αντίστοιχη αρίθμηση 119 ος
κανόνας), τονίζονας (308) «…ὅτι ὁ καθείς νά ἀναδέχεται τόν χριστιανισμόν μέ θεληματικήν
καί ἐλευθέραν προαίρεσιν. Ἐπειδή ἡ ἀρετή κατά τό ὄνομα της, πρέπει νά ᾖναι αἱρετή καί
ἑκούσιος, ὄχι βεβιασμένη, καί ἀναγκαστική. Τά γάρ βιαίως καί ἐξ ἀνάγκης γινόμενα, δέν
εἶναι βέβαια καί νόμιμα, ἀλλά πρόσκαιρα καί ὀλιγοχρόνια. Διό καί ὁ Κύριός φησιν∙ Ὅστις
θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν κτ΄». Συνεπώς, ο προσερχόμενος για να βαπτισθεί, πρέπει να
προσέρχεται, επειδή ο ίδιος το θέλει, χωρίς να οδηγείται στην απόφαση αυτή από αιτίες,
που αίρουν την ελεύθερη βούληση του, όπως είναι η περιπτώσεις: α) της πλάνης, όταν
δηλαδή νομίζει ότι βαπτίζεται χριστιανός, ενώ η τελούμενη διαδικασία δεν συνιστά
βάπτισμα συμφώνως προς τα θέσμια της Εκκλησίας, β) απάτη, όταν δηλαδή πείθεται, ότι
βαπτίζεται χριστιανός, ενώ στην ουσία δεν βαπτίζεται, διότι π.χ. ο κληρικός που τον
βαπτίζει δεν είναι πραγματικός κληρικός αλλά ενδεδυμένος σαν κληρικός, γ) απειλή, όταν
κάποιος πείθεται να βαπτισθεί, επ’ απειλή της ζωής του ιδίου ή προσφιλούς προσώπου
αυτού.
β) για την ορθή – δηλαδή κανονική – τέλεση του βαπτίσματος απαιτούνται τρία ουσιώδη
στοιχεία (Βλ. Πηδάλιον, σελ. 35-37, σχόλιο στον 50 ο κανόνα των Αποστόλων):
1) νερό αγιασμένο. Το νερό δύναται να είναι θερμό ή ψυχρό, καθαρό όμως και όχι
αναμεμειγμένο με αρωματικές ύλες και καθαγιασμένο με συγκεκριμένες ευχές και όχι δι’
εγχύσεως σ’ αυτό μεγάλου αγιασμού (βλ. Αρχ. Αποστόλου [Χριστοδούλου], Δοκίμιον
Εκκλησιαστικού Δικαίου, εν Κωνσταντινουπόλει 1896, 396).
2) τριτή κατάδυση και ανάδυση και
3) επίκληση των τριών υπερθέων υποστάσεων, του Πατρός, του Υιού και του Αγίου
Πνεύματος, των οποίων η σειρά – ως έχει – καθορίζεται από τον 49 ο κανόνα των
Αποστόλων: «Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, κατά τήν τοῦ Κυρίου διάταξιν μή βαπτίσῃ εἰς
Πατέρα καί Υἱόν καί ἅγιον Πνεῦμα,….» . Επικαλούμαι επιπροσθέτως και το σχόλιο υπό τον
κανόνα του Θ. Βαλσαμώνος (Σύνταγμα, ΙΙ, 66) «Ἡμεῖς δέ μίαν θεότητα πιστεύοντες ἐν τρισίν
ὑποστάσεσιν, ἕν βαπτιζόμεθα βάπτισμα, δι’ ἐπικλήσεως Πατρός, Υἱοῦ, καί ἁγίου
Πνεύματος».
Τα τρία αυτά στοιχεία είναι, όπως προαναφέρθηκε, απαραίτητα για την κανονικότητα και
συναφώς την εγκυρότητα του μυστηρίου του βαπτίσματος. Εάν ένα ή περισσότερα από τα
παραπάνω τρία στοιχεία παραλείπεται (π.χ. το νερό δεν είναι αγιασμένο) ή λαμβάνεται μεν
υπόψιν αλλά υπολείπεται των προβλέψεων των ιερών κανόνων (π.χ. γίνονται μέν τρεις
καταδύσεις και αναδύσεις αλλά μερικώς και όχι πλήρως, δηλαδή μόνο ως προς τα κάτω
άκρα και όχι όλο το σώμα), το βάπτισμα είναι αντικανονικό, δηλαδή άκυρο, και συνεπώς
δεν επιφέρει τις συνέπειες του, ο δε κληρικός που τέλεσε το άκυρο βάπτισμα καθαιρείται.
Έτσι, ο κληρικός (επίσκοπος ή πρεσβύτερος) που θα τελέσει βάπτισμα σε τρεις ανάρχους ή
τρεις υιούς ή τρεις παρακλήτους καθαιρείται (βλ. 49 ο των Αποστόλων), όπως επίσης και ο
κληρικός (επίσκοπος ή πρεσβύτερος) που θα τελέσει βάπτισμα με μία κατάδυση και
ανάδυση (βλ. 50 ο των Αποστόλων) «Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, μή τρία βαπτίσματα
μιᾶς μυήσεως ἐπιτελέσῃ, ἀλλ᾿ ἓν βάπτισμα, τό εἰς τόν θάνατον τοῦ Κυρίου διδόμενον,
καθαιρείσθω». Ως τρία βαπτίσματα εδώ νοούνται οι τρεις καταδύσεις και όχι στην
κυριολεξία τρία βαπτίσματα, κατά την ομόφωνη ερμηνεία των Ι. Ζωναρά, Θ. Βαλσαμώνος
και Α. Αριστηνού υπό τον 50 ο κανόνα των Αποστόλων (Σύνταγμα ΙΙ, 66-67).
γ) θα πρέπει το βάπτισμα να τελεσθεί από κληρικό, που έχει τον βαθμό του επισκόπου ή
του πρεσβυτέρου (βλ. 49 ο και 50 ο των Αποστόλων). Υπό αυτή την έννοια αποκλείονται και
δεν μπορούν να τελέσουν βάπτισμα οι διάκονοι (βλ. όμως Πράξεις Αποστόλων, η΄, 38, όπου
ο Διάκονος Φίλιππος τέλεσε βάπτιση «…καὶ ἐκέλευσε στῆναι τὸ ἅρμα, καὶ κατέβησαν
ἀμφότεροι εἰς τὸ ὕδωρ, ὅ τε Φίλιππος καὶ ὁ εὐνοῦχος, καὶ ἐβάπτισεν αὐτόν»), οι κατώτεροι
κληρικοί (π.χ. υποδιάκονοι, αναγνώστες πυλωροί κ.λ.π.) καθώς και οι μοναχοί και οι
μονάστριες (βλ. ερμηνεία Θ. Βαλσαμώνος υπό τον 49 ο κανόνα των Αποστόλων (Σύνταγμα, ΙΙ,
65-66) «Διά τοῦτο δέ ἐπισκόπων καί πρεσβυτέρων μόνον ἐμνήσθη ὁ κανών, διότι ἑτέρῳ τινί
οὐκ ἐφεῖται βαπτίζειν», καθώς και του Πηδαλίου, υπό τον ίδιο κανόνα, (σελ. 35),
«Σημείωσαι δὲ ὅλοι οἱ Κανόνες τῶν Ἀποστόλων ὁποῦ περὶ τοῦ βαπτίσματος ἀναφέρουσιν,
Ἐπισκόπων μόνον καὶ Πρεσβυτέρων κάμνουσιν ἐνθύμησιν. Ἐπειδὴ καὶ εἰς μόνους αὐτοὺς
εἶναι ἄδεια νά βαπτίζουν, καὶ ὄχι εἰς Διακόνους, ἢ ἄλλους τινὰς Κληρικούς». Όχι όμως και οι
ιερομόναχοι, ήτοι οι μοναχοί που χειροτονήθηκαν πρεσβύτεροι ή και επίσκοποι.
δ) το βάπτισμα πρέπει οπωσδήποτε να τελείται εντός ιερού ναού, δηλαδή καθαγιασμένου
χώρου προορισμένου και χρησιμοποιουμένου για δημόσια λατρεία και όχι εντός ευκτηρίου
οίκου, δηλαδή μικρού ναού εντός ιδιωτικού ακινήτου, προορισμένου να λειτουργεί ως
τόπος λατρείας του Θεού από περιορισμένο κύκλο ανθρώπων (Βλ. 59 ο κανόνα της
Πενθέκτης Οικουμενικής συνόδου). Πολλώ δε μάλλον σε χώρο, που δεν είναι ιερός ναός. Η
κανονική αυτή διάταξη φαίνεται να έρχεται με την προγενέστερη χρονικώς διάταξη του 31 ου
κανόνα της ίδιας συνόδου κατά την οποία «Τούς ἐν τοῖς εὐκτηρίοις οἴκοις, ἔνδον οἰκίας
τυγχάνουσι, λειτουργοῦντας, ἢ βαπτίζοντας κληρικούς, ὑπό γνώμην τοῦτο πράττειν τοῦ
κατά τόπον ἐπισκόπου, ὁρίζομεν». Στην πραγματικότητα, η συνδυαστική ερμηνεία των δύο
αυτών κανονικών διατάξεων μας οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι καταρχήν απαγορεύεται η
τέλεση βαπτίσματος εντός ευκτηρίου οίκου, εκτός αν υπάρχει σχετική ειδική άδεια του
οικείου επισκόπου, οπότε εγκύρως τελείται βάπτισμα και σε ευκτήριο οίκο (ιδιωτικό ναό).
Την άποψη αυτή καταγράφουν ομοφώνως και οι ερμηνευτές Ι. Ζωναράς, Θ. Βαλσαμών και
Α. Αριστηνός στα σχόλια τους υπό τον 59 ο κανόνα της Πενθέκτης (Βλ. Σύνταγμα, ΙΙ, 439-440),
καθώς και το Πηδάλιον (σελ. 155).
Σε περίπτωση που κληρικός τελέσει βάπτισμα, είτε εντός ευκτηρίου οίκου χωρίς την άδεια
του επιχωρίου επισκόπου είτε εκτός ιερού ναού, τότε επιβάλλεται η ποινή της
καθαιρέσεως. Στην περίπτωση που μετέχουν και λαϊκοί, αυτοί αφορίζονται (Βλ.
συνδυαστικώς 31 ο , 59 ο της Πενθέκτης και 12 ο της Πρωτοδευτέρας).
ε) το βάπτισμα τελείται καταρχήν επί προσώπων, τα οποία έχουν ενηλικιωθεί, οπότε είναι
και ευχερές να διαπιστωθεί και η προαναφερθείσα ελευθερία της βουλήσεως τους, να
βαπτισθούν.
Από πολύ νωρίς όμως τέθηκε το ζήτημα του βαπτίσματος των νηπίων (βλ. Πράξεις
Αποστόλων, όπου υπάρχουν αναφορές για τέλεση βαπτίσματος οικογενειών, στις οποίες
περιλαμβάνονται και νήπια, όπως του Κορνηλίου (ι΄, 48) και της Λυδίας (ιστ΄, 15)), το οποίο
από πλευράς κανονικής αντιμετώπισε αρχικώς η σύνοδος της Καρθαγένης και στη συνέχεια
και η Πενθέκτη Οικουμενική σύνοδος.
Καταρχήν, η σύνοδος της Καρθαγένης αντιμετώπισε το συχνό φαινόμενο νηπίων, των
οποίων το βάπτισμα δεν μπορούσε να αποδειχθεί, τόσον διότι τα ίδια, λόγω ηλικίας, δεν
είχαν την γνώση και την συνείδηση για να το βεβαιώσουν όσον και διότι δεν υπήρχαν
μάρτυρες, για να το επιβεβαιώσουν. Ούτως, με τον 72 ο κανόνα της η σύνοδος αποφάσισε,
ότι σ’ αυτήν την περίπτωση, δηλαδή εν αμφιβολία για την τέλεση ή μη του βαπτίσματος, τα
νήπια βαπτίζονται, ώστε η αμφιβολία αυτή να μη γίνει εμπόδιο στην σωτηρία τους
«Ὁμοίως ἤρεσε περί τῶν νηπίων, …, χωρίς τινος προσκόμματος ὀφείλειν ταῦτα
βαπτίζεσθαι, μή ποτε ὁ τοιοῦτος δισταγμός ἀποστέρησῃ αὐτά τῆς τοιαύτης τοῦ ἁγιασμοῦ
καθάρσεως·…».
Το ίδιο ζήτημα απασχόλησε και την Πενθέκτη Οικουμενική σύνοδο, η οποία με τον 84 ο
κανόνα της επανέλαβε τη λύση, που έδωσε η σύνοδος της Καρθαγένης «Τοῖς κανονικοῖς
τῶν Πατέρων θεσμοῖς κατακολουθοῦντες, ὁρίζομεν καί περί τῶν νηπίων· …· μή ποτε ὁ
τοιοῦτος δισταγμός ἀποστερήσῃ αὐτά τῆς τοιαύτης τοῦ ἁγιασμοῦ καθάρσεως».
Χαρακτηριστικό, δε, παράδειγμα εφαρμογής του κανόνα, όπως εκθέτει ο Θ. Βαλσαμών
στην ερμηνεία του υπό τον 84 ο κανόνα της Πενθέκτης, είναι η περίπτωση της αρπαγής και
αιχμαλωσίας νηπίων σε περίπτωση πολέμου από χριστιανική χώρα και πωλήσεως αυτών,
καθώς και νηπίων αιχμαλωτιζομένων από μη χριστιανική χώρα (βλ. το σχόλιο υπό τον
κανόνα, Σύνταγμα, ΙΙ, 497-498). Και στις δύο περιπτώσεις, εδημιουργείτο ιδιαιτέρως
σοβαρό ζήτημα, διότι δεν ήταν ευχερής η απόδειξη της τελέσεως ή όχι του μυστηρίου του
βαπτίσματος.
Περαιτέρω, η σύνοδος αυτή κλήθηκε να αντιμετωπίσει ένα επίσης συχνό – όπως φαίνεται –
φαινόμενο, αυτό των κληρικών που ηρνούντο, να βαπτίσουν νήπια εις άφεσιν αμαρτιών, με
το επιχείρημα ότι, αφού το βάπτισμα απελευθερώνει τον άνθρωπο από τις αμαρτίες, τα
βρέφη ως μη έχοντα ακόμη αμαρτίες, δεν χρειάζεται να βαπτίζονται (βλ. 110 ο κανόνα της
Καρθαγένης). Πράγματι, η σύνοδος επελήφθη του θέματος και το επέλυσε με δύο τρόπους.
Αφενός, κατέστησε σαφές, ότι κάθε άνθρωπος γεννάται επιβαρυμένος με την προπατορική
αμαρτία του Αδάμ, την οποία και φέρει ως «βάρος» ή φορτίο, από το οποίο
απελευθερώνεται με το βάπτισμα, ανεξαρτήτως εάν αμάρτησε εντωμεταξύ ή όχι.
Αφετέρου, αποφάσισε, να υφίστανται την ποινή του αφορισμού, όσοι συνεχίζουν να
αρνούνται το βάπτισμα των νηπίων.
Τα νήπια, βεβαίως, δεν έχουν δική τους βούληση, πολλώ δε μάλλον δεν έχουν ελεύθερη
βούληση. Αυτό δεν σημαίνει, ότι ο νηπιοβαπτισμός είναι αντικανονικός. Η αδυναμία του
νηπίου να εκφράσει την βούλησή του υποκαθίσταται από την βούληση του αναδόχου. Ο
θεσμός του αναδόχου εμφανίσθηκε ήδη από τους πρώτους αιώνες και παρείχε τις
αναγκαίες εγγυήσεις περί της ελεύθερης και σοβαρών προθέσεων αποφάσεως του
υποψηφίου για βάπτισμα να βαπτισθεί. Αναφορά, μάλιστα, υπάρχει στις Πράξεις των
Αποστόλων, όπου ο Απόστολος Πέτρος, πριν βαπτίσει τον εκατόνταρχο Κορνήλιο,
πληροφορείται από τους απεσταλμένους αυτού για το ποιόν του χαρακτήρα του (Βλ.
Πράξεις Αποστόλων, ι΄, 22). Εξελίχθηκε, δε, σε μία σχέση πνευματική, και ειδικότερα σε μία
συγγένεια πνευματική μεταξύ αναδόχου – πατέρα και αναδεκτού – τέκνου (βλ. το σχόλιο
του Θ. Βαλσαμώνος υπό τον 53 ο κανόνα της Πενθέκτης, Σύνταγμα , ΙΙ, 431) «…ἐπειδή οὐδέν
ἄλλο δύναται οὕτως εἰσαγαγεῖν πατρικήν διάθεσιν καί δικαίαν γάμου κώλυσιν, ὡς ὁ
τοιοῦτος δεσμός, δι’ οὗ, Θεοῦ μεσάζοντος, αἱ ψυχαί αὐτῶν συνάπτονται. Καί διεγνώσθη,
κεκωλυμένον εἶναι τό διαληφθέν συνάλλαγμα, ὡς οὐκ ἀναγόμενον εἰς πέμπτον βαθμόν·
διά τό προτιμᾶσθαι κατά τήν τοῦ τοιούτου νόμου περίληψιν, τήν πνευματικήν συγγένειαν
τῆς φυσικῆς, ἤτοι τῆς σαρκικῆς»), κατοχυρούμενος και στην κανονική νομοθεσία με τον 53 ο
κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής συνόδου, ο οποίος απαγορεύει τον γάμο του
αναδόχου και της μητέρας του αναδεκτού «Ἐπειδή μείζων ἡ κατά τό πνεῦμα οἰκειότης τῆς
τῶν σωμάτων συναφείας, ἔγνωμεν δέ ἔν τισι τόποις τινάς ἐκ τοῦ ἁγίου καί σωτηριώδους
βαπτίσματος παῖδας ἀναδεχομένους, καί μετά τοῦτο, ταῖς ἐκείνων μητράσι χηρευούσαις
γαμικόν συναλλάσσοντας συνοικέσιον, ὁρίζομεν, ἀπό τοῦ παρόντος μηδέν τοιοῦτον
πραχθῆναι). Ο ανάδοχος, λοιπόν, ως «πνευματικός πατέρας» ασκεί τα καθήκοντα του
πατέρα ως προς την πνευματική διάστασή τους, λειτουργώντας ως «πνευματικός
εκπρόσωπος» του έναντι της Εκκλησίας. Υπό αυτήν την ιδιότητα, είναι το πλέον «αρμόδιο»
πρόσωπο, για να διατυπώσει επ’ ονόματι του νηπίου την βούληση αυτού σε σχέση με το
μυστήριο του βαπτίσματος.
Αφού ολοκληρωθεί το βάπτισμα, ακολουθεί αμέσως το μυστήριο του χρίσματος,
όπως ορίζει ο 48 ος κανόνας της τοπικής συνόδου της Λαοδικείας «Ὅτι δεῖ τούς
φωτιζομένους μετά τό βάπτισμα χρίεσθαι χρίσματι ἐπουρανίῳ, καί μετόχους εἶναι τῆς
βασιλείας τοῦ Χριστοῦ».
Έχοντας ως αφετηρία τα ανωτέρω, συμπεραίνεται αβιάστως, ότι η Εκκλησία έχει
από αιώνων προκρίνει τον νηπιοβαπτισμό, προκειμένου το νήπιο να μην χάνει τον αγιασμό
της καθάρσεως εκ του προπατορικού αμαρτήματος, ιδίως στην περίπτωση που επέλθει
πιθανός θάνατος του νηπίου. Η δε αδυναμία διατυπώσεως από το νήπιο της κατά τα λοιπά
υφισταμένης βουλήσεως , καλύπτεται από την παρουσία του αναδόχου. Συνεπώς, η άποψη
που προκρίνει την τέλεση του βαπτίσματος των τέκνων ομοφύλων ζευγαριών μετά την
ενηλικίωση τους, στερεί αυτά από την αγιαστική δύναμη του βαπτίσματος και κατά τα
ανωτέρω προεκτεθέντα δύναται να χαρακτηρισθεί ως αντίθετη προς τους ιερούς κανόνες.
Ιδίως, αν προκύψει θάνατος προς της ενηλικιώσεως. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, η άποψη
αυτή είναι απορριπτέα.
Οπότε επιστρέφουμε καταρχήν στη λύση του νηπιοβαπτισμού. Η διαπίστωση όμως αυτή
γεννά ένα άλλο ερώτημα: Και πώς θα βαπτίσει η Εκκλησία νήπια, που οι γονείς τους είναι
ομόφυλο ζεύγος, τον γάμο των οποίων δεν αναγνωρίζει; Υπάρχει διέξοδος για την Εκκλησία
ή πλήρες αδιέξοδο; Θα σας απαντήσω αμέσως παρακάτω.
Όπως είχα γράψει και παλαιότερα σε σχετικό άρθρο μου, επ’ ευκαιρία του
βαπτίσματος εντός της Ιεράς Μητροπόλεως Γλυφάδος διδύμων τέκνων ομόφυλου ζεύγους
εξ Αμερικής από τον Σεβασμιώτατο Αρχιεπίσκοπο Αμερικής κ. Ελπιδοφόρο: «Άλλωστε, ας
μην ξεχνούμε, ότι σε μία βάπτιση πρωταγωνιστής είναι ο βαπτιζόμενος και εκ πλαγίου ο
ανάδοχος, όχι ο γονέας ή οι γονείς. Και με βάση αυτό το κριτήριο, νομίζω ότι πρέπει να
αντιμετωπισθούν οι σχέσεις μεταξύ ανθρώπων και οι σχέσεις μεταξύ γονέων και τέκνων.
Άλλωστε άπαντες οι εμπλεκόμενοι, ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής, ο Μητροπολίτης Γλυφάδος
και η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος έδειξαν με την συμπεριφορά τους, ότι
αναγνωρίζουν πως όντως ο πρωταγωνιστής σε μία βάπτιση είναι ο βαπτιζόμενος. Ουδείς
διανοήθηκε να αμφισβητήσει το κύρος της».
Αυτή την άποψη θα επαναλάβω και τώρα, προβάλλοντας και μία άλλη οπτική
γωνία αυτής. Για την Εκκλησία, η τέλεση του βαπτίσματος είναι απαραίτητη προϋπόθεση
για τη σωτηρία του ανθρώπου. Αυτό σημαίνει, ότι η μέριμνα της Εκκλησίας για την βάπτιση
ενός παιδιού, συμβαδίζει και είναι συνδεδεμένη με το συμφέρον του τέκνου. Συνεπώς, η
συμφωνία της Εκκλησίας για βάπτιση παντός παιδιού, του οποίου οι γονείς επιθυμούν να
βαπτισθεί, έχει ως βάση και ως κριτήριο το συμφέρον του τέκνου, επί του οποίου στην
περίπτωση αυτή συγκλίνουν αμφότεροι οι εμπλεκόμενοι, ήτοι οι γονείς και η Εκκλησία.
Εντός αυτού του πλαισίου, θα πρέπει, λοιπόν, να γίνει αποδεκτό, ότι καταρχήν η Εκκλησία
δεν μπορεί να αρνηθεί την βάπτιση ενός παιδιού, την οποία βάπτιση επιθυμούν και ζητούν
οι γονείς του, διότι έτσι η Εκκλησία αποκλείει ένα παιδί από την αγιαστική κάθαρση εκ της
προπατορικής αμαρτίας, φερόμενη από την πλευρά της ταυτοχρόνως και αντικανονικώς και
αντιθέτως προς το συμφέρον του τέκνου. Άρα, η μόνη επιλογή της Εκκλησίας είναι να
αποδεχθεί, να τελέσει το βάπτισμα τέκνου ομόφυλου ζεύγους, το οποίο ζεύγος μάλιστα
επιθυμεί την βάπτιση του τέκνου του.
Οπότε ανακύπτει το άλλο ερώτημα: Και πως θα δεχθεί η Εκκλησία την εκ του νόμου
υποχρεωτική και διαδικαστικώς – όχι ουσιαστικώς αφού στην βάπτιση πρωταγωνιστές
όπως είπαμε είναι ο ανάδοχος και το βαπτιζόμενο τέκνο – απαραίτητη σύμπραξη των
γονέων, όταν δεν αναγνωρίζει – και ορθώς κατά την άποψη μου – τον γάμο των ομόφυλων
γονέων του υπό βάπτισιν τέκνου; Με άλλα λόγια, πώς θα δεχθεί η Εκκλησία ως γονείς,
αυτούς που δεν δέχεται ως γονείς και ευρύτερα ως οικογένεια του υπό βάπτισιν τέκνου,
γιατί δεν αναγνωρίζει τον γάμο τους; Υπό αυτήν την οπτική, δεν μπορούν να υπογράψουν
ως γονείς και να προσκομίσουν ως γονείς τα απαραίτητα δικαιολογητικά, πάντοτε κατά την
Εκκλησία.
Υπάρχει, λοιπόν, αδιέξοδο; Όχι, υπάρχει λύση και είναι κατά τη γνώμη μου η εξής:
Η οικογένεια, που δημιουργείται πλέον κατά νόμον, από τον γάμο ομόφυλου
ζεύγους, ο οποίος γάμος κατά την εκπεφρασμένη εγγράφως άποψη μου είναι
αντισυνταγματικός ως αντίθετος προς τα άρθρα 3 και 21 του Συντάγματος, σαφώς δεν
πληροί τις προϋποθέσεις της οικογένειας, όπως αυτή ως θεσμός γίνεται δεκτή από την
Εκκλησία.
Στο αυτό καθεστώς, της μη δηλαδή σύμφωνης με την Ορθόδοξη Εκκλησία οικογένειας,
βρίσκονται και οι οικογένειες αλλοδόξων και αλλοθρήσκων, που δεν πληρούν σίγουρα τις
προϋποθέσεις μιας ορθόδοξης οικογένειας, τα τέκνα όμως των οποίων – εφόσον οι γονείς
τους το επιθυμούν να γίνουν χριστιανοί – γίνονται δεκτά προς βάπτιση από την Εκκλησία
της Ελλάδος με ανάδοχο Ορθόδοξο Χριστιανό. Όπως, μάλιστα, προκύπτει από την επίσημη
πληροφόρηση, που παρέχουν οι επίσημοι ιστότοποι Ιερών Μητροπόλεων, η διαδικασία
έχει ως εξής:
1. Ετερόδοξοι ή αλλόθρησκοι γονείς, υποβάλλουν σχετική αίτηση – Υπεύθυνη Δήλωση,
ξεχωριστή ο καθένας τους, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής, στον Εφημέριο της
Ενορίας της κατοικίας τους, στην οποία αναφέρουν ότι επιθυμούν το νήπιό τους να
βαπτισθεί.
2. Σε περίπτωση που στην προσκομιζόμενη Ληξιαρχική Πράξη Γεννήσεως σημειώνεται
συγκεκριμένο όνομα, ο Εφημέριος δεν επιτρέπεται να μεταβάλει το δοθέν όνομα, ούτε να
προσθέσει άλλο από το αρχικά δοθέν ή, σε περίπτωση δύο ονομάτων, να αφαιρέσει το ένα.
3. Σε περίπτωση που ο ένας μόνο γονέας επιθυμεί τήν Βάπτιση, απαιτείται Δικαστική
Απόφαση.
4. Απαραίτητα πρέπει να υπάρχει Ορθόδοξος Ανάδοχος, ο οποίος και θα αναλάβει
μεταβαπτισματικά την Κατήχηση του ανηλίκου».
Λοιπόν:
Α) Επειδή ο γάμος ενός ομόφυλου ζεύγους, δεν είναι γάμος κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία
και την διδασκαλία της όπως και ο γάμος αλλοδόξων και αλλοθρήσκων, που όμως δεν
αμφισβητείται από την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Γ) Επειδή ο γάμος ενός ομόφυλου ζεύγους είναι έγκυρος κατά την Πολιτεία, όπως ο γάμος
αλλοδόξων ή αλλοθρήσκων είναι έγκυρος κατά την δική τους θρησκεία ή και την δική τους
Πολιτεία και που δεν αμφισβητείται από την Εκκλησία.
Β) Επειδή η κατά νόμον οικογένεια των ομόφυλων ζευγαριών, δεν είναι επίσης οικογένεια
κατά τα πρότυπα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως ακριβώς και η οικογένεια αλλοδόξων και
αλλοθρήσκων, που όμως αυτή δεν αμφισβητείται από την Εκκλησία,
είναι δυνατόν αναλογικώς και κατ’ οικονομίαν να χρησιμοποιηθεί η διαδικασία, που
ακολουθείται για τα νήπια αλλοδόξων ή αλλοθρήσκων, και για την περίπτωση του
βαπτίσματος των υιοθετημένων τέκνων ομόφυλων ζευγαριών.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο η Εκκλησία, βαπτίζοντας τέκνα ομόφυλου ζεύγους:
Α) ούτε μπορεί να θεωρηθεί, ότι αναγνωρίζει ως γάμο και ως οικογένεια την ένωση δύο
ατόμων του ιδίου φύλου, που δημιουργεί το πρόσφατο νομοσχέδιο.
Β) ούτε πράττει αντιθέτως προς τους ιερούς κανόνες και προς το νομικώς κατοχυρωμένο
συμφέρον του προς βάπτισιν τέκνου, εξαιρώντας αυτό από την αγιαστική κάθαρση από το
προπατορικό αμάρτημα, που επέρχεται με το βάπτισμα.
Σε αντίθετη περίπτωση, εάν δηλαδή η Εκκλησία μας ταχθεί υπέρ του βαπτίσματος
των παιδιών αυτών μετά την ενηλικίωση τους – οπότε ποιος διασφαλίζει, ότι θα βαπτισθούν
– ουσιαστικώς θα προετοιμάσει το έδαφος για την δημιουργία ενός μικρού πληθυσμού
αβάπτιστων ενηλίκων Ελλήνων, αποξενούμενη σιγά – σιγά εν τοις πράγμασι από τον νεαρό
σε ηλικία ελληνικό πληθυσμό. Αποξένωση που θα σημαίνει αποχωρισμό εν τοις πράγμασι
της Εκκλησίας από τους Έλληνες και στο βάθος …….. ο αναμενόμενος και αναπόφευκτος
νομικός χωρισμός της Εκκλησίας από το Κράτος.
Είπαμε, το απίθανο του σήμερα, το σύνηθες του μεθαύριο.
Επιθυμεί η Εκκλησία της Ελλάδος κάτι τέτοιο; Όταν μάλιστα έχουμε και το δύο φορές
δημιουργηθέν «δεδικασμένο», με τις δύο ήδη τετελεσμένες και μη ακυρωθείσες βαπτίσεις
τέκνων ομόφυλων ζευγαριών. Υπό άλλο νομικό καθεστώς βεβαίως αλλά υπό το ίδιο
πραγματικό καθεστώς.
Δρ. Αναστάσιος Βαβούσκος
Δικηγόρος
Άρχων Ασηκρήτης της Μ.τ.Χ.Ε.