Του π. Ηλία Μάκου
Μία κακουργηματική πράξη, που φέρεται, δεν έχει τελεσιδικήσει η υπόθεση, να τέλεσε, όπως έγραψε ο τύπος, ένας παλαιοημερολογίτης ιερέας, και πολλοί αναρωτήθηκαν: “Μα είναι δυνατόν να κάνει τέτοια ένας παπάς; Τι παπάς είναι αυτός;”.
Ανάλογα ερωτήματα μπαίνουν και όταν κληρικοί της Ορθόδοξης Εκκλησίας υποπίπτουν σε διάφορα αδικήματα, μικρά ή μεγάλα δεν έχει σημασία. Εύλογα τα ερωτήματα, αλλά εύκολη φαίνεται, επί της ουσίας δεν είναι, και η απάντηση. Οι παπάδες ή για να το γενικεύσουμε οι λειτουργοί κάθε θρησκεύματος, δεν είναι άγιοι, είναι άνθρωποι με αδυναμίες και πάθη. Και φυσικά δεν εξαιρούμε τον εαυτό μας… Οφείλουμε, όμως, να καταλάβουμε ότι αυτά πρέπει να τα αποβάλλουμε, γιατί διαφορετικά μοιάζουμε να είμαστε ριγμένοι και χαμένοι σ’ έναν κόσμο άσχετο και χωρίς νόημα, μακριά από αυτόν, που ευαγγελίζεται η Εκκλησία!
Αν κάποιοι υποκριτικά “σκεπάζουμε” τις αδυναμίες και τα πάθη μας κάτω από τα ράσα μας και εμφανίζουμε ένα προφίλ αγιότητας και δίνουμε συμβουλές αφ’ υψηλού, θα έρθει η στιγμή, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα αποκαλυφθούμε και θα αποκαθηλωθούμε…
Και πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι οι απρέπειες των κληρικών δεν σχετίζονται σε καμία περίπτωση με την ουσία και το κύρος της Εκκλησίας, αλλά δείχνουν την αναξιότητα των προσώπων. Η Εκκλησία είναι άσπιλη, το ανθρώπινο στοιχείο της έχει σπίλους. Η Εκκλησία αποτελείται από άτομα, μεταξύ των οποίων και φανατικοί και θρησκόληπτοι και ψευδοευσεβείς, αλλά δεν είναι τα άτομα, είναι ο ίδιος ο Χριστός και η διδασκαλία του και οι αξίες, που απορρέουν από αυτή.
Οι κληρικοί οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε το ρόλο μας, που δεν είναι άλλος από το να αισθανθούν οι άνθρωποι ότι γίνονται Εκκλησία, ότι ανήκουν στην Εκκλησία, ότι συνάγονται σε μια νέα ζωή και πραγματικότητα και οτιδήποτε τους παρέχετε έχει την πηγή του σ’ έναν καινούργιο τρόπο διαχείρισης, ο οποίος οφείλεται στην παρουσία του Θεού στον κόσμο.
Είναι αλήθεια ότι μερικοί, δεν θα τους μετρήσουμε αν είναι λίγοι οι πολλοί, γιατί δεν μπορούμε να καταλἀβουμε τι κρύβει κανείς στην ψυχούλα του, εισέρχονται στον κλήρο είτε από επαγγελματική επιλογή. Είτε από στιγμιαίο ενθουσιασμό και πρόσκαιρο ζήλο. Είτε θεωρώντας ότι θα ζήσουν ευτυχισμένες στιγμές χωρίς κανένα προσωπικό κόστος και κόπο. Είτε από προσωπική σκοπιμότητα. Είτε για «βόλεμα». Είτε μη αξιολογώντας τα ανθρώπινα κενά, τα δικά τους και των άλλων. Είτε κάνοντας επιφανειακή θεώρηση της ιεροσύνης, επικαλούμενοι πάντοτε την πίστη, την οποία, βέβαια, όπως η πορεία δείχνει, δεν τη βλέπουν στην αληθινή της διάσταση, αλλά κομμένη και ραμμένη στα μέτρα τους. Ταυτίζουν την κοσμοθεωρία τους με την πίστη. Όταν βάζουμε τον εαυτό μας πάνω από το Θεό, αυτό δεν είναι πίστη, είναι απιστία.
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, που αποκλείονται από την ιεροσύνη ή αποθαρρύνονται να προσέλθουν ικανοί, όπως η συνέχεια δείχνει, και επιλέγονται ανίκανοι, όπως από την πράξη φαίνεται, για να υπηρετήσουν το Θυσιαστήριο. Βέβαια να διευκρινιστεί ότι η ικανότητα και η ανικανότητα έχουν να κάνουν καθαρά με υποκειμενικά κριτήρια, καθώς υπάρχουν περιπτώσεις, που από ορισμένους οι εμφανιζόμενοι ως ικανοί θεωρούνται ανίκανοι και οι εμφανιζόμενοι ως ανίκανοι θεωρούνται ικανοί.
Έλεγε αείμνηστος τώρα Ιεράρχης: «Καλύτερα να μου είχαν κοπεί τα χέρια, για κάποιες από τις χειροτονίες, που έκανα. Που να ξέρω ο δύστυχος το ποιόν του καθενός και πως θα το φανερώσει». Και άλλος Ιεράρχης, μακαριστός και αυτός, που δεν χειροτονούσε εύκολα, ανέφερε: «Καλύτερα να είναι κενές οι ενορίες, παρά να έχουν κακούς παπάδες…».
Δεν μιλάμε, βέβαια, για τις ανεξέλεγκτες χειροτονίες, «μου λείπουν παπάδες και κάνω, όποιον μου έρχεται», ή ακόμη χειρότερα, μετά από παρεμβάσεις, γίνονται και τέτοια, διάφορων παραγόντων.
Ανεξάρτητα, ωστόσο, από το λόγο για τον οποίο εντάσσεται κανείς στον κλήρο, όταν διαπιστώνει ότι δεν αντέχει, ότι δεν μπορεί να διαχειριστεί τον εαυτό του, ότι δεν αρκούν τα ράσα για να είναι παπάς, τι πρέπει να κάνει;
Να παριστάνει ότι μπορεί να σηκώσει ένα βάρος, που δεν μπορεί να το σηκώσει; Και έως πότε; Να είναι ψεύτικος, υποκριτής, με ψυχολογική αστάθεια; Και έως πότε; Να προστρέχει για στήριξη σε πνευματικούς ή σε άλλα πρόσωπα, όταν ο ίδιος δεν μπορεί να στηρίξει τον εαυτό του; Και έως πότε… Ηθοποιήστικα να κάνει τον πνευματικό καθοδηγητή των άλλων, τη στιγμή, που ο ίδιος έχει χάσει τους πνευματικούς βηματισμούς του; Και έως πότε; Να κηρύττει, αυτά, που δεν ασπάζεται και δεν εφαρμόζει; Και έως πότε;
Πραγματικά, δεν ξέρουμε τι πρέπει να κάνει, το εντιμότερο ίσως είναι να διορθώσει τον εαυτό του και να αλλάξει νοοτροπία, γιατί τα ράσα από μόνα τους δεν κάνουν τον παπά, ή να αναλάβει με παρρησία τις ευθύνες του με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Φυσικά ο χαρακτήρας του καθενός είναι διαφορετικός, άρα και οι αντιδράσεις του.
Ξέρουμε, όμως τι δεν πρέπει να κάνει: Ό,τι και αν του συμβαίνει, όποιος και αν είναι ο μέσα και ο έξω “πόλεμος”, όποια απόφαση και να πάρει, ας προσέξει να μην πετάξει την ψυχή του στα σκουπίδια. Ενδεχομένως να πιστεύει ότι του φταίνε οι συνθήκες, η Εκκλησία, όμως, δεν του φταίει σε τίποτε, αντίθετα είναι εκείνη, που μπορεί να περιμαζέψει τα συντρίμμια μας…
Η μεγαλύτερη βλάβη, που έχει γίνει στο επαναστατικό μήνυμα του Κυρίου, προέρχεται από την «προβειά», που φοράμε στην ψυχή μας…
Ας καταλάβουμε οι ποιμένες ότι λειτουργώντας με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αξίζει να έχουμε συνείδηση της ποιμαντικής διάστασης, δηλαδή τι εξυπηρετεί και τι σκοπεύει ο τρόπος, με τον οποίο ενεργούμε.
Και να διευκρινιστεί με χίλιους τρόπους ότι ανεξάρτητα από το πώς κρίνουμε εμείς πρόσωπα και πράγματα, στο τέλος όλους ο Θεός θα μας κρίνει…