Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καστορίας κ. Σεραφείμ
Πλούσια πνευματική τράπεζα μας παραθέτει στο κοπιαστικό αυτό ταξίδι της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής η φιλόστοργη μητέρα μας Εκκλησία, ιδιαιτέρως κάθε Παρασκευή βράδυ με την ακολουθία των Χαιρετισμών.
Και εστιάτωρ πνευματικός που γεμίζει με χαρά τις καρδιές μας και δίνει ελπίδα στις προσδοκίες μας είναι το πρόσωπο της Παναγίας.
Ο Άγιος Ιωάννης Επίσκοπος Ευχαϊτων σε έναν περίφημο κανόνα του, την χαρακτηρίζει ως «η πόλις του Θεού του παμβασιλέως».
Την ονομάζει «ευαγές κειμήλιο» και συγχρόνως λαμπάδα του ηλίου της δόξης. Την παρακαλεί δε εξ ονόματος του λαού του Θεού, να περιφρουρήσει την κληρουχία της.
Να τι λέγει ο θαυμαστός αυτός ιερός υμονογράφος:
«Η πόλις του Θεού, το του παμβασιλέως, θεοδόχον ευαγές κειμήλιον σεπτόν, Θεοτόκε Πανάμωμε, φρούρησον σην κληρουχίαν, την αεί ευφημούσαν σε, και γεραίρουσαν πίστει τον τόκον σου». (Θεοτοκάριον, Κυριακή Εσπέρας, Ήχος δ’)
Ακριβώς, τον ίδιο χαρακτηρισμό αποδίδει στο σεπτό πρόσωπό της και ο έτερος υμνογράφος, Άγιος Ιωσήφ, στον κανόνα τον οποίο ακούσαμε στην αποψινή ακολουθία των Χαιρετισμών.
«Ρωννύμενοι σθένει σου, πιστώς αναβοώμεν σοι· χαίρε πόλις του Παμβασιλέως» – «Παίρνοντας σθένος από τη δική σου δύναμη, σου φωνάζουμε με πίστη· χαίρε η πόλη του Παμβασιλέως» (Κανόνας Χαιρετισμών, Ωδή ε’)
Η πόλις του Θεού.
Η φράση αυτή των ιερών υμνογράφων της Εκκλησίας μας είναι παρμένη από τον προφήτη και ψαλμωδό Δαυίδ.
Στον 45ο ψαλμό, στον στίχο 5, ο θεόπτης ιερός υμνωδός μιλάει για τα ρεύματα τα οποία ευφραίνουν την πόλη του Θεού, την οποία ο ύψιστος ηγίασε για να είναι σκήνωμά Του και κατοικητήριό Του:
«Του ποταμού τα ορμήματα ευφραίνουσιν την πόλιν του Θεού. Ηγίασε το σκήνωμα αυτού ο Ύψιστος».
Οι Πατέρες της Εκκλησίας βλέπουν σ’αυτήν την πόλη του Θεού την προτύπωση της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Τα ορμήματα, κατά τον θεοφόρο Δαμασκηνό, είναι τα κύματα των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος, τα οποία στόλισαν ολόκληρη την ύπαρξή της. Καρπός, η Παναγία, προσευχής των αγιασμένων γεννητόρων Της.
Έντονη η παρουσία του Αγίου Πνεύματος στην ζωή της και μάλιστα κατά την είσοδό της στα Άγια των Αγίων.
Ετρέφετο υπό της χειρός των Αγγέλων, κατά την έκφραση των ιερών υμνογράφων και των θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας μας: «…και τρεφομένη αγγέλου δια χειρός η Πανάμωμος…» (απόστιχα Εισοδίων).
Η παρουσία του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα του Ευαγγελισμού της, την αναδεικνύει όχι απλώς χαριτωμένη, αλλά κεχαριτωμένη.
Καί αυτά τα ορμήματα του ποταμού του Αγίου Πνεύματος την καταδεικνύουν ως πόλη και κατοικητήριο τερπνό του Παντάνακτος Θεού.
Έτσι η παρθενική της μήτρα έγινε θρόνος του Βασιλέως Χριστού και η κοιλία της παλάτι πιο ευρύχωρο από τον ουρανό.
Πόσο ωραία και συγκλονιστικά μας τονίζει την αλήθεια αυτή ο ιερός υμνογράφος: «την γαρ σην μήτραν θρόνον εποίησεν και την σην γαστέρα πλατυτέραν ουρανόν απειργάσατο».
Η πόλις του Θεού.
Γι’αυτήν την πόλη του Θεού πάλι μας μιλάει ο Προφήτης Δαυϊδ στον 86ο ψαλμό : «δεδοξασμένα ελαλήθη περί σου, η πόλις του Θεού».
Δηλαδή, «ω πόλις εκλεκτή του Θεού, δεδοξασμένα και εξαίσια ελαλήθησαν περί σου υπό των προφητών, οι οποίοι προανήγγειλαν το ένδοξον μέλλον σου».
Προτύπωση και πάλι, σε αυτόν τον ψαλμό, του μυστηρίου της Θεοτόκου. Χαρακτηρίζεται ως πόλις στην οποία ήλθε να κατοικήσει ο Κύριος.
Δεν έζησε σ’αυτήν άνθρωπος ή άνθρωποι όπως ζουν στις μεγάλες και στις μικρές πόλεις του κόσμου, αλλά ο μοναδικός και ανεπανάληπτος άνθρωπος, ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός.
Δανείζεται την σάρκα από τα πανάχραντα αίματα της Παναγίας μητέρας Του για να έλθει στη γη και να συναναστραφεί με το ανθρώπινο γένος: «…επί της γης ώφθη και τοις ανθρώποις συνανεστράφη…», θα αποκαλύψει χιλιάδες χρόνια πριν ο Προφήτης Βαρούχ (Κεφάλαιο 3, στίχος 38).
Η συμβολή της Παρθένου στο έργο της σωτηρίας, πριν φθάση η ημέρα εκείνη κατά την οποία ο Θεός σύμφωνα με το προαιώνιο σχέδιό Του έκλινε τους ουρανούς και κατέβηκε στη γη, ήταν η εξής: από τη στιγμή που γεννήθηκε (η Παναγία) οικοδομούσε κατάλυμα για Εκείνον, τον Σωτήρα του κόσμου· ἀγωνιζόταν να καταστήση ωραία την κατοικία του Θεού, δηλαδή, τόν εαυτό της, τέτοια που μπορεί να είναι άξια γι΄ Αυτόν.
Κι ακόμη περισσότερο, δεν Του πρόσφερε η Παρθένος μόνο βασιλική κατοικία άξια του μεγαλείου Του, αλλά Του ετοίμασε από τον εαυτό της και τη βασιλική πορφύρα και τη ζώνη και, όπως λέγει ο Δαβίδ, τήν ‘’ευπρέπεια’’, τη ‘’δύναμη’’ και την ίδια τη ‘’βασιλεία’’. (Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, Λόγος εις τον Ευαγγελισμόν της Υπεραγίας Θεοτόκου).
Η πόλις του Θεού
Η πόλις του Παμβασιλέως Χριστού.
Η πόλις, στην οποία κατοίκησε ο Θεός παντοτινά.
Η πόλις, η οποία φιλοξένησε το πυρ της θεότητος.
Η πόλις, δηλαδή η Παναγία, που αποδέχθηκε την πρόσκληση του Θεού και πραγματοποιήθηκε ολόκληρο το έργο της σωτηρίας.
Η πόλις, η Παναγία, από την οποία ο Θεός πήρε σαν ενδυμασία τον άνθρωπο και η Παρθένος έγινε μητέρα του Κτίστου (Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, ο.π.).
Σ’ αυτήν την πόλη καταφεύγουμε πάντοτε και ιδιαίτερα στις συμφορές και στις τρικυμίες του βίου μας.
Αυτή η πόλη, όχι μόνο μας περιφρουρεί, αλλά συγχρόνως και μας σώζει από τα πεπυρωμένα βέλη του πονηρού τα καθ’ ημών κινούμενα.
Αυτή η πόλις μας ανοίγει τον δρόμο για την ουράνια πόλη, την Βασιλεία των Ουρανών, αφού «ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. 13,14).
Αυτή η πόλις, ακόμη, του Βασιλέως Χριστού είναι Εκείνη που θα συνηγορήσει για την ουράνια εγκατοίκησή μας σ’αυτήν την καινή πόλη της Βασιλείας των Ουρανών.
Γι’αυτό και η εμπειρία των Αγίων μας είναι χαρακτηριστική : «πιαστείτε από το χέρι της Παναγίας για να σας μεταφέρει με ασφάλεια στον θρόνο του Υιού και Θεού της» (Γέροντας Παΐσιος).
«Παναγία Θεοτόκε, πρόσχες τη κραυγή του δούλου σου, της σης δεομένου επικουρίας Μητρόθεε. Η ελπίς μου εισάκουσον μου, και κατάσπευσον του σώσαι με» (Θεοτοκάριον, Τετάρτη εσπέρας, Ήχος δ’, Ωδή γ’).