Στὴν πραγματικότητα, πίσω ἀπὸ τὸ αἴτημα, ποὺ βρίσκει ἔρεισμα σὲ ἀντισυνταγματικὸ νόμο, τῆς ἀνάθεσης τοῦ οἰκονομικοῦ ἔλεγχου τῶν ἡσυχαστηρίων στοὺς μητροπολίτες, ὑποκρύπτονται δύο βαθύτατα συνταγματικὰ θέματα μείζονος σημασίας. Τὸ πρῶτο ἀφορᾶ τὶς σχέσεις Κράτους – Ἐκκλησίας καὶ τὸ δεύτερο τὴν ἰσχὺ τοῦ Ἀστικοῦ Δικαίου στὴν πατρίδα μας γιὰ κάθε Ἕλληνα πολίτη, τὸ ὁποῖο (ἐφόσον τὸ Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας ἀκυρώσει τὶς διαθῆκες τῶν ἁγίων Νεκταρίου, Παϊσίου καὶ Πορφυρίου, ποὺ ὁρίζουν τὸ πλαίσιο λειτουργίας τῶν ἡσυχαστηρίων) τίθεται ἐν ἀμφιβόλῳ. Θὰ ἐξηγήσω.
Ὅσον ἀφορᾶ τὸ πρῶτο, ἂς εἴμαστε εἰλικρινεῖς: ὁ νομικὸς σύμβουλος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος ἐπιμένει στὴν ἐπιβολὴ οἰκονομικοῦ ἔλεγχου στὰ ἡσυχαστήρια, στὴν πραγματικότητα εἰσηγεῖται τὸν διαχωρισμὸ τοῦ Κράτους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία κατὰ παράβαση τοῦ Συντάγματος. Διότι, ἂν ἡ Ἐκκλησία σήμερα δέχεται ὅτι δὲν ἔχει ἁρμοδιότητα τὸ Κράτος νὰ ἐλέγχει διὰ τῆς Ἀρχῆς Νομιμοποίησης Ἐσόδων ἢ μέσῳ τῆς Ἐφορίας τὰ οἰκονομικὰ τῶν ἡσυχαστηρίων ἢ ἄλλων μοναστηριῶν καὶ προσπαθεῖ νὰ ἀναθέσει αὐτὴ τὴν ἁρμοδιότητα στὸν ἑαυτό της, στὴν πραγματικότητα διακηρύσσει urbi et orbi τὸν διαχωρισμὸ Κράτους καὶ Ἐκκλησίας.
Ὅ,τι θὰ συμβαίνει στὸ ἐσωτερικὸ τῶν ἡσυχαστηρίων ἢ καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος θὰ εἶναι ἁπλῶς ἐσωτερικό της θέμα. Ἐνῷ ἡ ἐπιθυμία τῶν ἱδρυτῶν τους ἦταν ἄλλη. Πρόκειται γιὰ μία αὐτοκρατορικὴ ἀντίληψη, ἡ ὁποία μοιάζει πολὺ μὲ τὴ λογικὴ τῆς Ρωαμιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, ποὺ προσπερνᾶ τὴν παράδοση καὶ ἀναγνωρίζει ἐξουσίες μόνο στοὺς ἐπικεφαλῆς ἐπισκόπους, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ ὁποία ἦταν μέχρι τώρα πολὺ περισσότερο δημοκρατικὴ – ἂν μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθεῖ αὐτὴ ἡ λέξη μὲ ὅρους δογματικούς. Τὴ χρησιμοποιῶ μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ἦταν ποτὲ ἀσφυκτικὸς ἐξουσιαστικὸς μηχανισμός.
Τὸ δεύτερο θέμα ποὺ ἀπαιτεῖται νὰ λύσει τὸ Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας, καλούμενο νὰ ἀκυρώσει τὶς διαθῆκες τῶν ἁγίων Νεκταρίου, Πορφυρίου καὶ Παϊσίου, εἶναι πολὺ εὐρύτερο καὶ ἀφορᾶ ἑκατομμύρια Ἕλληνες. Ἀφορᾶ τὴν ἰσχὺ τοῦ Ἀστικοῦ Δικαίου στὴν πατρίδα μας, ὅπως αὐτὴ προκύπτει ἀπὸ πολὺ συγκεκριμένες διατάξεις τοῦ Συντάγματος καὶ τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικα. Ἐὰν τὸ Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας, ἕνα ἀκυρωτικὸ δικαστήριο ποὺ ἐποπτεύει τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ Δημοσίου Δικαίου στὴν πατρίδα μας, ἀκυρώσει τὶς διαθῆκες τῶν ἁγίων ποὺ εἶναι συμβάσεις Ἰδιωτικοῦ Δικαίου, προκειμένου νὰ ὑπερισχύσει ὁ κανονισμὸς τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος εἶναι κανονιστικὸ κείμενο Δημοσίου Δικαίου, τότε ἐρωτᾶται: ἂν σήμερα ὁ φρουρὸς τοῦ Συντάγματος, τὸ Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας, ἀκυρώσει τὶς τελευταῖες ἐπιθυμίες Ἑλλήνων πολιτῶν ποὺ ἀνακηρύχθηκαν μετέπειτα ἅγιοι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας καὶ στείλει στὰ σκουπίδια τὶς διαθῆκες τους, τότε ποιὸς μᾶς λέει ὅτι αὔριο αὐτὴ ἡ κυβέρνηση ἢ μία ἄλλη δὲν θὰ χρησιμοποιήσει μία ὑπουργικὴ ἀπόφαση ἢ ἕνα Προεδρικὸ Διάταγμα, γιὰ νὰ ἀκυρώσει καὶ τὶς διαθῆκες ἑκατομμυρίων πολιτῶν; Κανεὶς δὲν μᾶς τὸ λέει. Ἂν δὲν ὑπάρχουν ἱερὸ καὶ ὅσιο καὶ δὲν γίνεται σεβαστὴ ἡ τελευταία βούληση ἑνὸς ἁγίου, προκειμένου νὰ γίνουν δεκτὰ τὰ πείσματα μητροπολιτῶν, θὰ ἐμποδίσει κανεὶς κανένα στὸ μέλλον νὰ ἀμφισβητήσει τὴ διαθήκη ἑνὸς ἰδιώτη; Θὰ πῶ ἕνα παράδειγμα γιὰ νὰ καταλάβουν οἱ δικαστὲς τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας σὲ τί ἐπικίνδυνες ἀτραποὺς μπορεῖ νὰ ἀχθοῦν…
Ἁπλῶς θέτω τὰ ἐρωτήματα – καὶ μόνο. Καὶ διευκρινίζω τὰ ἑξῆς: δὲν ὑπῆρχε ποτὲ περίπτωση νὰ γράψω αὐτὸ τὸ σημείωμα, τὴ στιγμὴ ποὺ ὑπάρχει ἐκκρεμοδικία ἐνώπιον τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας γιὰ μία τόσο σημαντικὴ ὑπόθεση, στὴν ὁποία ἄλλωστε ἔχουμε καταγράψει τὴν ἄποψή μας καὶ δὲν νομίζαμε ὅτι θὰ χρειαστεῖ νὰ ἐπανέλθουμε. Σεβόμαστε τὴ συνταγματικῶς κατοχυρωμένη ἀνεξαρτησία τῶν δικαστῶν μας. Ἐπειδὴ οἱ κεραῖες μας ὅμως σὲ ὅλη τὴ χώρα εἶναι τεντωμένες καὶ ἀκούσαμε ὅτι κάποιοι στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, πιθανὸν καὶ μητροπολίτες, κρυφογελᾶνε κάτω ἀπὸ τὶς γενειάδες τους καὶ ψιθυρίζουν ὅτι ἡ ἀπόφαση τοῦ Συμβουλίου εἶναι εἰλημμένη ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς τὰ μέλη τοῦ τμήματος ἔχουν φιλοδοξία στὸ μέλλον νὰ ἡγηθοῦν τοῦ ἀνώτατου δικαστηρίου (μὲ ὅ,τι μπορεῖ νὰ σημαίνει αὐτὸς ὁ ὑπαινιγμός), θεωροῦμε ὅτι στὸ φῶς τῆς ἡμέρας καὶ δημόσια πρέπει νὰ καταθέσουμε τοὺς προβληματισμούς μας.
Τελευταῖο, ἀλλὰ ὄχι ἔλασσον: ὁ κανονισμὸς αὐτὸς τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ θέλει νὰ καταπατήσει τὶς διαθῆκες τῶν ἁγίων, δὲν ἔχει τὴ συναίνεση τῆς πλειονότητας τῆς Ἱεραρχίας. Ἐπικρίθηκε σφόδρα ἀπὸ τὸ σύνολό της σὲ συνεδρίασή της μὲ ἐπικεφαλῆς τῶν διαφωνούντων τὸν Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ἱερόθεο, ὅταν τέθηκε σὲ συζήτηση στὸ ἐσωτερικό της, πλὴν ἐξαιρέσεων, τῶν ἐνδιαφερομένων ποὺ ἔχουν ἔννομο συμφέρον βεβαίως – μὲ ἔμφαση στὴ λέξη «συμφέρον». Ἡ ἐφαρμογή του θὰ προκαλέσει ἀναστάτωση στὶς ἰσορροπίες τῆς Ἐκκλησίας, γεγονὸς ποὺ προφανῶς οἱ ἔντιμοι δικαστές μας, οἱ ὁποῖοι δὲν γνωρίζουν πάντοτε τὸ παρασκήνιο ὅσων συμβαίνουν σὲ κάθε θεσμό, πόσο μᾶλλον στὴν Ἐκκλησία μας, ἀγνοοῦν. Καταλήγουμε σὲ κάτι ποὺ ἤδη γνωρίζουν καλύτερα ἡμῶν οἱ δικαστές μας: τὸ Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας εἶναι ὁ φρουρὸς τοῦ Συντάγματος. Τίποτε ἄλλο.
Πηγή: Ἐφημερὶς «Ἑστία»