Μετά τη θεία λειτουργία στην εκκλησία του νεκροταφείου και τα τρισάγια από τον ιερέα, οι συγγενείς των νεκρών παραγγέλλουν στους οργανοπαίχτες, πάνω από τον τάφο τους, το αγαπημένο τραγούδι τους, όσο ήταν στη ζωή. Κατά κανόνα ακούγονται παραδοσιακά τραγούδια και τα όργανα «κερνιούνται».
Η πομπή περνάει από όλα σχεδόν τα μνήματα, ακόμη και σε εκείνα που δε βρίσκεται άμεσος συγγενής.
Τη σιωπή και την ερημιά των μνημάτων σπάει ο πνευματικός και μουσικός αντίλαλος της αγάπης και της θύμησης. Και είναι σαν να ξυπνούν και να ζωντανεύουν οι πεθαμένοι, σέρνοντας τον χορό της αιωνιότητας.
Έτσι δημιουργείται μια ιδιότυπη… επικοινωνία μαζί τους, μέσα από την οποία ανασαλεύτηκε η αναστάσιμη ελπίδα, ότι η ζωή νικάει το θάνατο.
Το έθιμο ξεκινά κάπου στα 1700. Τότε, χρόνια σκληρής τουρκοκρατίας στην περιοχή, πέθανε μια γιαγιά, την οποία αγαπούσαν πολύ οι συγχωριανοί της, καθώς τους στήριζε απέναντι στην τουρκική τυραννία. Και για να την τιμήσουν σκέφτηκαν να κάνουν το θάνατό της πανηγύρι, αλλά και εφαλτήριο εμψύχωσης των ραγιάδων. Διακόπηκε για λίγα χρόνια, αλλά συνεχίζεται έως και σήμερα, συμβολίζοντας την ανάσταση των νεκρών, αλλά και θυμίζοντας τον οφειλόμενο σεβασμό προς τους νεκρούς.
Και εκφράζοντας την πεποίθηση ότι όταν οι δικοί μας άνθρωποι εγκαταλείπουν τα γήινα και εισέρχονται στην ειρήνη και τη σταθερότητα της αιώνιας ζωής, αυτοί, που έχουν μείνει πίσω, έχουν χρέος να μην κόψουν την αλυσίδα φωτός, που τους ένωνε, όσο ζούσαν.
Με το γλέντι, που στήνεται μέσα στο νεκροταφείο και συνεχίζεται από σπίτι σε σπίτι, σπάει η νεκρική σιωπή και γιορτάζουν τη Λαμπρή οι ζωντανοί μαζί με με τους νεκρούς.
Παρακολουθώντας το έθιμο ή καλύτερα συμμετέχοντας σε μια ιδιότυπη ιεροτελεστία, πλημμυρίζεσαι από μια μοναδική μυσταγωγία χαρμολύπης.
Αυτή η χαρμολύπη είναι μια ευκαιρία να στραφεί η καρδιά και η σκέψη σε ότι σημαντικό, ευγενές και αληθινό έζησαν οι θανώντες. Και μέσα από το θάνατο να ξεπηδά μια ορμή ζωής.
Αν η αγάπη μας είναι συνεπής, αν είμαστε ικανοί να θυμόμαστε όχι μόνο με το μυαλό, αλλά και με το είναι μας τους ανθρώπους, που αγαπήσαμε εδώ στη γη, τότε, μέσα από το δικό τους θάνατο, ζούμε στιγμές τους.
Δηλαδή πνευματικά είμαστε μαζί τους. Και ταυτόχρονα αν η ζωή τους σήμαινε κάτι για μας, μπορούμε να συνεχίσουμε εδώ, όχι αποχωρισμένοι απ’ αυτούς, αλλά σε συνοχή μαζί τους.
Και το σημαντικότερο: Μπορούμε να ζήσουμε μέσα στη δική τους λύτρωση.
Όπως λένε κάτοικοι του Γηρομερίου, «αυτό το έθιμο δεν πρόκειται να το σταματήσουμε, γιατί αποτελεί κομμάτι της ιστορίας και της παράδοσης του τόπου μας, αλλά και κομμάτι της ψυχής μας».