You are currently viewing Αρχιερατικό Μνημόσυνο και Επιστημονική Ημερίδα στη Ν. Φιλαδέλφεια, προς τιμήν και μνήμη του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου

Αρχιερατικό Μνημόσυνο και Επιστημονική Ημερίδα στη Ν. Φιλαδέλφεια, προς τιμήν και μνήμη του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου

  • Reading time:3 mins read

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΚΥΡΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ

 

Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Ανέων κ. Μακάριε,

Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Ν. Ιωνίας, Φιλαδελφείας, Ηρακλείου και Χαλκηδόνος,  Σεπτέ ημών Ποιμενάρχα κ. Γαβριήλ,

Σεβαστοί Πατέρες,

Αξιότιμε Δήμαρχε κ. Ιωάννη Βούρο,

Εντιμότατοι άρχοντες,

Σεπτόν πλήρωμα της Εκκλησίας του Χριστού,

Με βαθιά αισθήματα χαράς και τιμής σας καλωσορίζουμε σήμερα εδώ, στην όμορφη και καλαίσθητη αίθουσα του Παγκόσμιου Πολιτιστικού Ιδρύματος Ελληνισμού της Διασποράς του Δήμου Ν. Φιλαδέλφειας-Ν. Χαλκηδόνας για να τιμήσουμε μία σπάνια και εμβληματική προσωπικότητα, έναν φωτεινό εκκλησιαστικό ηγέτη και έναν επιφανή ιεράρχη, που άφησε ανεξίτηλο το πνευματικό του στίγμα όχι μόνο στον ευρύτερο εθνικό και διεθνή εκκλησιαστικό ή και ακαδημαϊκό χώρο, αλλά και εδώ στην προσφυγούπολη της Νέας Φιλαδέλφειας.

Ο λόγος φυσικά για τον μεγάλο πρωθιεράρχη, συγγραφέα, θεολόγο και καθηγητή πανεπιστημίου, αείμνηστο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρό Χρυσόστομο Παπαδόπουλο (1868-1938), ο οποίος συνδέθηκε στενά με την πόλη της Νέας Φιλαδελφείας, αφού ο ίδιος διέμενε κατά τα έτη 1931-1938 στη Νέα Μάδυτο.

Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος υπήρξε ο ιδρυτής και ο θεμελιωτής τόσο της ενορίας του Αγίου Ιωάννου το έτος 1936, ο οποίος εγκαινιάσθηκε στις 18 Νοεμβρίου 1979 από τον πρώτο Ποιμενάρχη της θεοσώστου ταύτης Μητροπόλεως κυρό Τιμόθεο Ματθαιάκη, όσο και της περιοχής της Νέας Μαδύτου Νέας Φιλαδελφείας.

Βεβαίως, ο στενός δεσμός του με την προσφυγούπολη της Νέας Φιλαδέλφειας ξεκινά προγενεστέρως, όταν και υπήρξε τακτικώς επισκέπτης της πόλεως αυτής τόσο λόγω των στενών φιλικών δεσμών που είχε αναπτύξει με κατοίκους της περιοχής, όσο βεβαίως λόγω και της παρουσίας του Οικουμενικού Πατριάρχου Κωνσταντίνου του ΣΤ΄.

Η ιερή παρουσία του στην Νέα Φιλαδέλφεια, επιβεβαιώνεται επίσης και από το γεγονός της ιδρύσεως το 1862 του Ιερού Παρεκκλησίου προς τιμήν του Αγίου ενδόξου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, το οποίο βρίσκεται επί της οδού Θεμιστοκλή Σοφούλη 11, στο οποίο συνήθιζαν να προσεύχονται κατά τους απογευματινούς τους περιπάτους ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντίνος ΣΤ’ και ο Αρχιεπίσκοπος κυρός Χρυσόστομος.

Η πνευματική παραγωγή του μεγάλου αυτού πρωθιεράρχου ως Αρχιεπισκόπου, σε συνδυασμό με το πανθομολογούμενο θεολογικό του κύρος, την συγγραφική του δεινότητα και την υψηλότατη θεολογική του κατάρτιση, υπήρξε τέτοιας εκτάσεως και εντάσεως, που κατά το παρελθόν κατέστη πόλος έλξης πλείστων ακαδημαϊκών μελετών και διαλέξεων.

Υπό το πνεύμα αυτό, με την ευλογημένη αφορμή της 100ετούς επετείου από την Μικρασιατική καταστροφή και τον απόλυτο ξεριζωμό του Μικρασιατικού Ελληνισμού από τις πανάρχαιες πατρογονικές εστίες της Ιωνικής γης, της Θράκης και του Πόντου, μας δίνεται η δυνατότητα, μέσα από την σημερινή Επιστημονική Ημερίδα, να φωτισθούν ανεξιχνίαστα στοιχεία και να αναδειχθούν μνήμες, ταξινομημένες στα ράφια της ιστορίας που συνθέτουν την μεγάλη αυτή πολυσήμαντη και πολυσχιδή προσωπικότητα του μακαριστού Αρχιεπισκόπου κυρού Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου.

Συνεπώς, με ιδιαίτερη χαρά παρακαλώ να προσέλθει στο βήμα ο Δήμαρχος Ν. Φιλαδέλφειας-Ν. Χαλκηδόνας κ. Ιωάννης Βούρος για να εκφωνήσει χαιρετισμό.

–          Παρακαλώ να προσέλθει στο βήμα ο κ. Χρήστος Κοπελούσος, Αντιπρόεδρος του Π.Π.Ι.ΕΔ.

–          Παρακαλώ να προσέλθει στο βήμα ο κ. Ηλίας Γκρίτζαλης, Πρόεδρος της Τοπικής Κοινότητας Νέας Χαλκηδόνας, Υπεύθυνος Πολιτισμού Δήμου Ν. Φιλαδέλφειας-Ν. Χαλκηδόνας.

«Σκιαγραφωντασ την προσωπικοτητα του μαδυτινου αρχιεπισκοπου κυρου Χρυσοστομου Παπαδοπουλου»

«Γινώσκει Κύριος τὰς ὁδοὺς τῶν ἀμώμων,

καὶ ἡ κληρονομία αὐτῶν εἰς τὸν αἰῶνα ἔσται». (Ψαλ. 36,18)

Μέσα στον μακραίωνο ιστορικό βίο της Εκκλησίας έζησαν μεγάλες εκκλησιαστικές προσωπικότητες που με το βίο, το έργο και την πολυσχιδή προσφορά τους λάμπρυναν το πνευματικό στερέωμά Της, συμβάλλοντας αποφασιστικά όχι μόνο στη διδασκαλία και στην διάδοση του Ευαγγελικού λόγου, αλλά και στη σωτηριώδη αποστολή Της.

Μία τέτοια σπάνια και φωτεινή προσωπικότητα υπήρξε ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρός Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, ο οποίος με τη ζωή, το έργο, το παράδειγμά του, τον γραπτό και προφορικό του λόγο σημάδεψε την σύγχρονη ιστορία τόσο της ελληνικής ιεραρχίας, όσο ευρύτερα της ελληνικής και της διεθνούς διανόησης.

Ο ίδιος υπήρξε μία εξέχουσα φυσιογνωμία της νεώτερης Ελλάδος, τόσο ως άνθρωπος, όσο ως καθηγητής, ως επιστήμονας και προ πάντων ως ιεράρχης και συγγραφέας. Ολόκληρη η εκκλησιαστική και θεολογική σταδιοδρομία του δύναται να χαρακτηρισθεί ως «πνευματικός θρίαμβος».

Πράγματι, ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος ήταν πρόσωπο ξεχωριστό. Μία μοναδική πνευματική ύπαρξη με περιεχόμενο πνευματικό και σκοπούς πνευματικούς.

Ο βίος του, αληθώς, θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως τύπος και υπόδειγμα ιερού χριστιανικού βίου. Πράος, μακρόθυμος, ανεξίκακος, μετριόφρων, απλούς, ευπρεπής, φιλάνθρωπος, ανώτερος παθών, και για να χρησιμοποιήσουμε μία φράση του Αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου στο «περί Ιερώσυνης» έργο του, ο βίος του υπήρξε: «ανάκτορον σωφροσύνης, εστία φρονήσεως, ταμείον φιλανθρωπίας, τέμενος ημερότητος».

Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος κυρός Χρυσόστομος γεννήθηκε την 1η Ιουλίου 1868 στη Μάδυτο της Ανατολικής Θράκης από πτωχούς γονείς. Μετά τις εν πατρίδι προκαταρκτικές σπουδές του, φοίτησε στην Μεγάλη του Γένους Σχολή και στην Ιωακείμειο Ιερατική Σχολή της Κωνσταντινουπόλεως.

Κατόπιν συνέχισε τις σπουδές του στη Σχολή του Σταυρού στα Ιεροσόλυμα (1887-1888), στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης (1888-1889), στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1889-1891), καθώς και υπό την προστασία της Βασιλίσσης Όλγας, στις Θεολογικές Ακαδημίες του Κιέβου και της Αγίας Πετρούπολης (1893-1895), οπού υπέβαλε εναίσιμη διατριβή περί των συγγραμμάτων του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου από φιλολογικής απόψεως, αρνούμενος στην συνέχει θέση στη Θεολογική Ακαδημία της Αγίας Πετρούπολης.

Μετά την τετραετή διδασκαλία του εισήλθε στις τάξεις του ιερού κλήρου και ως κληρικός διηύθυνε την Σχολή του Σταυρού, από την οποία αποχώρησε μόνο μετά την από μία δεκαετία διάλυσή της.

Ήδη ως φοιτητής στην Αθήνα είχε εκδώσει το πρώτο του έργο για την πατρίδα του την Μάδυτο (1890).

Το έτος 1900 έλαβε τον πρώτο βαθμό της Ιερωσύνης και ύστερα από λίγο διάστημα χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος.

Έκτοτε η σταδιοδρομία του υπήρξε ραγδαία και σπάνια για τα πολλά πνευματικά και ψυχικά του χαρίσματα.

Το επιστημονικό του στάδιο άρχισε από την Θεολογική Σχολή του Σταυρού των Ιεροσολύμων (1895). Εκεί, διδάσκοντας την Εκκλησιαστική Ιστορία, έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση στις εκκλησιαστικο-ιστορικές μελέτες, τις οποίες και δημοσίευε στο ιδρυθέν από τον ίδιο θεολογικό περιοδικό «Νέα Σιών», το οποίο συνέχισε στην Αλεξάνδρεια και το κορύφωσε στην Αθήνα. Έτσι, από το 1895 μέχρι το 1909 διετέλεσε διευθυντής της Σχολής.

Απομακρυνόμενος από τα Αγία πόλη των Ιεροσολύμων διετέλεσε για μικρό χρονικό διάστημα προϊστάμενος του Ιερού Ναού της Ευαγγελιστρίας στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.

Για την αδιάλειπτη και δεινή συγγραφική του δράση η Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών τον ανακήρυξε στις 7 Σεπτεμβρίου 1910 επίτιμο διδάκτορα της θεολογίας. Στις 13 Ιουλίου του 1911 διορίσθηκε διευθυντής της Ριζαρείου Σχολής.

Ύστερα από τρία έτη και συγκεκριμένα στις 5 Φεβρουαρίου του 1914,  όταν και εκενώθη η έδρα της Εκκλησιαστικής Ιστορίας στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, διά της αποχωρήσεως του Αναστασίου Διομήδους Κυριακού, ο μακαριστός Χρυσόστομος, όντας ακόμη αρχιμανδρίτης, εκλέχθηκε παμψηφεί διάδοχός του και διορίσθηκε καθηγητής γενικής Εκκλησιαστικής ιστορίας στις 28 Φεβρουαρίου του ιδίου έτους, ενώ διετέλεσε κοσμήτορας της Σχολής κατά το ακαδημαϊκό έτος 1915-1916.

Η σοφία τού τότε Αρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου, η σεμνότητα, ή σοβαρότητα και η ταπεινοφροσύνη του, κατέστησαν την Ριζάρειο Σχολή κέντρο εντεύξεως των ιεραρχών και των επιστημόνων. Για την θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών αποτελούσε ο ίδιος πραγματικό κόσμημα και ισχυρή πνευματική δύναμη.

Διατηρώντας την διεύθυνση της Ριζαρείου Σχολής, δίδαξε στο Πανεπιστήμιο επί εννέα συνεχή έτη.

Όταν μάλιστα στην εποχή χαλεπωτάτων εσωτερικών ανωμαλιών είχε κενωθεί ο Μητροπολιτικός θρόνος των Αθηνών, στο πρόσωπό του συγκεντρώθηκε δικαίως η κοινή προσοχή.

Έτσι, η Θεολογική Σχολή Αθηνών στις 13 Φεβρουαρίου 1923 συνέταξε ψήφισμα προς τον πρόεδρο της Ιεράς Συνόδου, τον πρόεδρο της κυβερνήσεως και τον υπουργό των εκκλησιαστικών, όπου υποδείκνυε τον Χρυσόστομο Παπαδόπουλο ως ενδεδειγμένο και άξιο Μητροπολίτη.

Έτσι, στις 8 Μαρτίου 1923 εξελέγη από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος και δυο μέρες μετά στις 10 Μαρτίου χειροτονήθηκε μητροπολίτης Αθηνών, και όπως τιτλοφορούταν τότε ο δια του καταστατικού νόμου της 31 Δεκεμβρίου 1923 ονομάσθηκε «Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος».

Στις 12 Μαρτίου του 1923, κατόπιν προτάσεως της Θεολογικής Σχολής, η Συνέλευση των καθηγητών του Πανεπιστημίου εξέλεξε τον μακαριστό πρωθιεράρχη επίτιμο καθηγητή.

Το έτος 1926 διορίσθηκε ακαδημαϊκός και μέλος της νεοσύστατης Ακαδημίας Αθηνών.

Στο πρόσωπό του και μόνο είχαν στηριχθεί όλες οι ελπίδες, όχι μόνο για να αποκατασταθεί η τάξη και η γαλήνη στα εκκλησιαστικά πράγματα, αλλά και να αναδειχθεί η Εκκλησία της Ελλάδος άξια τόσο της υψηλής θέσεώς της, όσο και της πολυσήμαντης ιερής αποστολής της.

Υπό την έννοια αυτή, η δεκαεξαετίς συνολική δράση του Χρυσοστόμου ως αρχιεπισκόπου δικαίωσε πλήρως τις ένθερμες εκείνες προσδοκίες.

Μολονότι την άκρως πολυκύμαντη περίοδο, κατά την οποία προήδρευε της Εκκλησίας, όταν και οι άκανθοι της διακονίας του αποτελούσαν σχεδόν διαρκώς την μόνιμη δοκιμασία του, εντούτοις κατόρθωσε, με τη χάρη του Θεού, ψυχραίμως και αταράχως και με το βλέμμα αθόλωτο να οραματίζεται και να βαδίζει πάντοτε προς τα εμπρός.

Υπό το πνεύμα αυτό, κατάφερε, όχι μόνο να εξασφαλίσει την πολυπόθητη ηρεμία στην εκκλησιαστική ζωή, αλλά και να προαγάγει τα μείζονα εκκλησιαστικά ζητήματα σε αξιοζήλευτη θέση, μεριμνώντας αδιαλείπτως υπέρ της άρτιας κανονικής τους ευρυθμίας.

Μολονότι η πρωθιεραρχική θέση που κατείχε στην Εκκλησία της Ελλάδος τόν εβάρυνε συνεχώς με οξύτατες δοκιμασίες και ατελεύτητες υποχρεώσεις, εντούτοις, ό Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος, ως κατ’ εξοχήν πνευματικός άνθρωπος, όχι μόνο δεν λησμόνησε τον επιστήμονα Χρυσόστομο, αλλά και ενέτεινε έτι περισσότερο την θεολογική συγγραφική του δραστηριότητα.

Πράγματι, η συγγραφική γονιμότητα του μακαριστού πρωθιεράρχου υπήρξε κυριολεκτικά καταπληκτική εξ απόψεως όχι μόνο του πλήθους των εργασιών, αλλά και των εκάστοτε συνθηκών, υπό τις οποίες τις συνέγραψε.

Πάντοτε αφοσιωμένος στην επιστήμη, παρακολουθούσε στενά την κίνηση της παγκοσμίου θεολογίας. Ως άριστος γνώστης της ρωσικής και των λοιπών σλαβικών γλωσσών, της γερμανικής, της γαλλικής και της αγγλικής γλώσσας μελετούσε με ακαταπόνητο ζήλο και συνέγραφε εν μέσω των πολυσχιδών πρωθιεραρχικών του καθηκόντων και μεριμνών κατά τα ελάχιστα ημερήσια διαλείμματα και κατά το διάστημα της νυχτερινής ησυχίας και την άκρως πολυκύμαντη περίοδο της εκκλησιαστικής του διακονίας.

Έτσι, συνέγραψε και εξέδωσε 500 περίπου θεολογικά έργα, μερικά βεβαίως από αυτά αποτελούν ολόκληρους τόμους (500-1000 σελίδες περίπου), έργα επιστημονικά μεγάλης ολκής.

Βεβαίως, σε αυτά δεν συμπεριλαμβάνονται οι πολυάριθμες διατριβές και τα αναρίθμητα άρθρα επί ποικίλων θεμάτων σε όλα σχεδόν τα θρησκευτικά περιοδικά και στις εφημερίδες.

Μολονότι ο αείμνηστος ασχολείτο και κυρίως με τον κλάδο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, εντούτοις ασχολούταν επίσης και με τους υπόλοιπους θεολογικούς κλάδους ως μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, κάνοντας παράλληλα σπουδαίες επιστημονικές ανακοινώσεις.

Στο πλαίσιο αυτό, πολλά έργα του αναφέρονται στην ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, των οποίων τα κυριότερα αφορούν μονογραφίες περί της Ριζαρείου Σχολής και της Εκκλησίας των Αθηνών.

Πολυάριθμες είναι και οι μονογραφίες και οι διατριβές του περί των Εκκλησιών Κύπρου, Ρωσίας, Σερβίας, Ρουμανίας και Βουλγαρίας καθώς και πολλές σχετικές με τις σχέσεις των ετεροδόξων Εκκλησιών με την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Ενήμερος της ευρύτερης διεθνούς θεολογικής βιβλιογραφίας προέβη στην δημοσίευση δυσμέτρητων κριτικών θεολογικών έργων. Έτσι, μετά την ανάρρησή του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, ίδρυσε θεολογικό περιοδικό την «Θεολογίαν», το οποίο ουδέποτε εξέδιδε δίχως να περιλαμβάνει και προσωπική του μελέτη.

Η πράγματι εντυπωσιακή αυτή συγγραφική δεινότητα του αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου αφ’ ενός μεν προκάλεσε τον γενικότερο ακαδημαϊκό θαυμασμό, αφ’ ετέρου δε προσέφερε στον ίδιο διεθνές επιστημονικό κύρος, τόσο για την βαθύνοια και την οξύνοια των μελετών του, όσο και για την αντικειμενικότητα των ερευνητικών του κρίσεων.

Για τον λόγο αυτό, πολλές από τις θεολογικές του μελέτες μεταφράσθηκαν στην αγγλική, τη σερβική, τη ρουμανική, ακόμη και τη σουηδική γλώσσα.

Στο πλαίσιο αυτό, δεν παρέλειπε να κάνει σπουδαίες επιστημονικές ανακοινώσεις στην Ακαδημία, όταν δέ έβρισκε έστω και μία ώρα διαθέσιμη έσπευδε στο Πανεπιστήμιο να παραδίδει μαθήματα στους θεολόγους φοιτητές και να ομιλεί σε διάφορους θρησκευτικούς συλλόγους και σε άλλα κοινωφελή σωματεία.

Στην Ακαδημία μάλιστα ακουγόταν πάντοτε μετά βαθυτάτης προσοχής και τιμής όταν μάλιστα ανακοίνωνε τις βαρυσήμαντες ανακοινώσεις του ή όταν απήγγειλε πανηγυρικό λόγο ή όταν εξέφερε την σοφή του γνώμη κατά τις ιδιαίτερες συνεδρίες.

Ωστόσο, και ο κλάδος της λογοτεχνίας δεν του ήταν άγνωστος, αν κρίνουμε από μία μελέτη του περί του νορβηγικού δραματικού ποιητή Μπγιόρνσον και από ένα θαυμαστό του διήγημα με τίτλο: «ο ιερεύς του χωριού».

Προβαίνοντας στην συγγραφή της Ιστορίας της Αντιοχείας, της δυσκολότερης των εκκλησιαστικών ιστοριών, άφησε ανέκδοτο περί αυτής τόμο.

Μεταξύ των ανεκδότων του χειρογράφων αποτελούν επίσης, μεταξύ άλλων, και ο Β’ τόμος της Ιστορίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και των Εκκλησιών Κων/πόλεως, Βουλγαρίας και Ιεροσολύμων, Εγχειρίδιο Γενικής Εκκλησιαστικής Ιστορίας, Πραγματείες περί της διδασκαλίας του Απολλιναρίου, του Κύριλλου Λούκαρη, Ερμηνεία των κεφαλαίων γ’ και δ’ του κατά Λουκάν Ευαγγελίου και πολλά ακόμη άλλα.

Η καταπληκτική και τεράστια συγγραφική δράση, ανέδειξε τον αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Παπαδόπουλο ως έναν εκ των σπανιότατων κολοσσών της θεολογικής επιστήμης στην παγκόσμια θεολογική γραμματεία.

Αλλά ο αείμνηστος θεολόγος απέναντι στο υψηλό επιστημονικό του κύρος, συνδύαζε και το ψυχικό μεγαλείο του.

Παρά την υπεροχή της πρωθιεραρχικής θέσεώς του και την πνευματικής του ανωτερότητας υπήρξε καθ᾽ όλη την ζωή του ο τύπος της ευγένειας, της αγαθότητας, της πραότητας και της ταπεινοφροσύνης, μιμούμενος τα λόγια του Κυρίου: «μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ», (Ματθ, 11,29).

Από το βάρος του καταπληκτικώς πολύμοχθου και βασυσήμαντου για την Εκκλησία της Ελλάδος έργου του ήλθε να τον απαλλάξει και να τον ανακουφίσει ο θάνατος όταν ακριβώς συμπλήρωσε την έβδομη δεκαετία της ζωής του.

Έτσι, στις 22 Οκτωβρίου 1938 στην Αθήνα, ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος μετέστη εκ του προσκαίρου τούτου κόσμου εις τας αιωνίους μονάς.

Υπό των μετά τον θάνατόν του γραψάντων περί αυτού ακαδημαϊκών, καθηγητών και πολλών άλλων επιστημόνων, η επιστημονική του παραγωγή χαρακτηρίσθηκε ως μνημειώδες έργο χαλκεντέρου ανδρός, μή υστερούντος των μεγάλων Πατέρων τής Εκκλησίας, και ενώπιον του όποιου «και οι νυν και οι εφεξής θα εξίστανται απορούντες, πώς ή ζωή ενός ανδρός, υπό τοσούτων βεβαρημένου υποχρεώσεων, εξήρκεσε προς συγγραφήν τοσούτων πολυτίμων επιστημονικών έργων».

Ο μακαριστός αρχιεπίσκοπος υμνήθη χαρακτηριστικά ώς «καύχημα του Πανεπιστημίου και σέμνωμα τής Ακαδημίας», ως «ακούραστος ερευνητής, σαφής και νηφάλιος, καταλιπών τρανά τεκμήρια της πολυειδούς του σοφίας τα περίλαμπρα προϊόντα του συγγραφικού του καλάμου».

Συνεπώς, για όλα τα ανωτέρω, για το ήθος του μεγάλου αυτού ανδρός, την ευγένεια των προθέσεών του, την πιστή, αφοσιωμένη και χαρισματική εκκλησιαστική διακονία του και την πολύτιμη συμβολή του στην επιστήμη, η απώλεια του Χρυσοστόμου δύναται να θεωρηθεί ως μεγίστη και δυσαναπλήρωτος απώλεια για την Εκκλησία, την επιστήμη και το Έθνος.

Όπως μάλιστα χαρακτηριστικά ελέχθη κατά τό επιστημονικό του μνημόσυνο στην Ακαδημία Αθηνών «η μνήμη του θα μείνει αγείρως καί άφθιτος εν τη ιστορία της θεολογικής επιστήμης, της ελληνικής ’Εκκλησίας και του Έθνους καθόλου. Τόση αγάπη, ην ενέκλειον τα ευγενή του στήθη, τόση ζωή, τόση δράσις, τόσα έργα της αληθώς ωραίας και χριστιανικής του καρδίας, δεν είναι δυνατόν να λησμονηθούν».

Είη ή μνήμη του αίωνία.