Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου
Γενικοῦ Διευθυντοῦ τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἡ περίοδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς εἶναι, κυρίως, σχολεῖο μετανοίας, στό ὁποῖο κάθε Χριστιανός ὀφείλει νά εἰσέρχεται κάθε χρό-νο, γιά νά καταφέρνει νά ἐμβαθύνει στήν πίστη του, νά τήν ἐπανεκτιμᾶ καί νά ἀλλάζει τήν ζωή του, γιά νά ἀκτινοβολεῖ στήν ὕπαρξή του τό φῶς καί τήν δόξα τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα περίοδος χαρᾶς, γιατί ὁ χρόνος αὐτός εἶναι χρόνος ἐπιστροφῆς. Εἶναι ὁ χρόνος πού δίδει τήν εὐκαιρία νά ἀπομα-κρύνωμε ἀπό μέσα μας κάθε τί τό φθαρμένο καί νεκρό, ἀκριβῶς γιά νά μπορέσωμε νά ζήσωμε. Καί μάλιστα νά ζήσωμε μιά ζωή πλατιά, συνει-δητή καί ἔντονη πνευματικά γιά τήν ὁποία εἴμαστε πλασμένοι.
Ζοῦμε δυστυχῶς σ’ ἕνα κόσμο, ὁ ὁποῖος σήμερα παρά ποτέ, δέν εἶναι «ἐπίγειος οὐρανός, ἀφιλόνικος, ἀπολέμητος, ἀστασίαστος, ἄφθο-νος, εἰρηνικός, ἀζήμιος καί ἀναμάρτητος». Αὐτό ὅμως μᾶς βοηθᾶ νά κα-τανοήσωμε συνειδητά καί βαθειά τήν πνευματική σπουδαιότητα τῆς περιόδου αὐτῆς.
Ἀπό τήν πρώτη Κυριακή τοῦ Τριωδίου, μετά τήν ἀνάγνωση τῆς ἑ-ωθινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ἡ Ἐκκλησία παρακαλεῖ:
«Τῆς μετανοίας ἄνοιξόν μοι πύλας, Ζωοδότα». Νά ἀνοίξει ὁ Ζωο-δότης Κύριος τίς πύλες τῆς μετανοίας σέ ὅλα τά μέλη τοῦ Σώματός Του. Ἡ μετάνοια θεωρεῖται ἡ ἀρχή καί τό τέλος τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς καί ἡ ἀ-τμόσφαιρα μέσα στήν ὁποία βιώνεται μιά ἀληθινά χριστιανική ζωή.
«Μετάνοια σημαίνει ἀνανέωσις τοῦ βαπτίσματος. Μετάνοια ση-μαίνει συμφωνία μέ τόν Θεό γιά νέα ζωή. Μετανοῶν σημαίνει ἀγορα-στής τῆς ταπεινώσεως. Μετάνοια σημαίνει μόνιμος ἀποκλεισμός κάθε σωματικῆς παρηγορίας, σκέψις αὐτοκατακρίσεως, ἀμεριμνησία γιά ὅλα τά ἄλλα καί μέριμνα γιά τήν σωτηρία τοῦ ἑαυτοῦ μας. Μετάνοια σημαί-νει θυγατέρα τῆς ἐλπίδος καί ἀποκήρυξις τῆς ἀπελπισίας, καθαρισμός τῆς συνειδήσεως, θεληματική ὑπομονή ὅλων τῶν θλιβερῶν πραγμά-των».
Ἡ μετάνοια εἶναι μόνιμη κατάσταση καί συνεχῶς ἐπαναλαμβανό-μενη στή ζωή κάθε πιστοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικό πώς σέ κάθε εὐχαρι-στηριακή λατρευτική μας Σύναξη ζητοῦμε ἀπό τόν Κύριο νά πορευθοῦ-με τόν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς μας «ἐν εἰρήνῃ καί μετανοίᾳ».
Τό πρῶτο κήρυγμα τοῦ Κυρίου εἶναι κήρυγμα μετανοίας. Καί προϋπόθεση μετοχῆς τοῦ ἀνθρώπου στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι καί τό θεανθρώπινο Σῶμα Του, ἡ Ἐκκλησία, εἶναι ἡ μετάνοια. Τήν πα-ραμονή ὅμως μέσα σ’αὐτήν δέν ἐξασφαλίζει ἡ ἀτομική ἀξιομισθία, ἡ ἀ-ντικειμενικά ἀναγνωρισμένη ἀρετή, ἀλλά ἡ μετάνοια, ἡ καινούργια στά-ση τῆς ἐμπιστοσύνης καί τῆς ἀνάθεσης ὁλόκληρης τῆς ζωῆς τοῦ πιστοῦ -τῆς ἀποτυχημένης καί ἄστοχης χρήσης τῆς ἐλευθερίας του -στόν Χριστό μέσα στήν Ἐκκλησία.
Στήν ἁγία Γραφή καί τήν Πατερική παράδοση ἡ μετάνοια ἀναφέ-ρεται ὡς ἡ σταθερότερη ἐγγύηση γιά ἀνόρθωση ἀπό τήν πτώση καί κά-θαρση ἀπό τά πάθη, ὅπως καί ὡς ἀφετηρία ἀσφαλής στήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν θέωση.
Ἡ πορεία τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι περίοδος μετα-νοίας « Ἡ πολυετής ζωή τοῦ Ἀδάμ, λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, μετά τήν πτώση, ἀλλά καί ὁ χρόνος “ὅν ἕκαστος διαβιοῦμεν” ἀποτελεῖ
στάδιο μετανοίας παραχωρούμενο ἀπό τόν Θεό, πού ἔδωσε αὐτήν πρό-σκαιρη ζωή «τόπον μετανοίας παρεχόμενος».
Γιατί ἄν δέν ὑπῆρχε ὡς δυνατότητα ἡ μετάνοια, ἀμέσως μετά τήν πτώση του ὁ ἄνθρωπος θά ἐστερεῖτο καί αὐτή τήν παροῦσα ζωή, μιά πού δέν θά ὑπῆρχε πιά ἰδιαίτερο ὄφελος ἀπό αὐτή.
Ἡ μετάνοια εἶναι ἀρχή καί διαρκής τρόπος ζωῆς τοῦ πιστοῦ. Γι’ αὐτό καί δίδεται ὡς ὑπόσχεση πρίν ἀπό τό Βάπτισμα, βιώνεται τήν ὥρα τοῦ Βαπτίσματος καί ὑπάρχει ὡς ἀνάγκη ἀλλά καί ὡς εὐλογία καί χαρά τοῦ Θεοῦ γιά τήν μετά τό Βάπτισμα ζωή τοῦ πιστοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία δέν βλέπει τήν μετάνοια ὡς τυπική καί μηχανική ἀλ-λαγή, ἀφοῦ τήν θεωρεῖ ὡς ὀντολογική ἀνακαίνιση τῆς ἀνθρώπινης φύ-σεως.
Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο τό γεγονός τῆς μετάνοιας δέν εἶναι δυνατόν νά ἀντικειμενοποιεῖται στίς διαστάσεις μιᾶς ἀπρόσωπης συ-νταγῆς ἤ τακτικῆς, ἀλλά παραμένει πάντοτε ἐνδεχόμενο προσωπικῆς ἀ-νακαλύψεως.
Ἀλλά ἀφοῦ ἡ μετάνοια εἶναι ἀρχή καί τέλος τῆς κατά Χριστόν πο-λιτείας, καί ἀφοῦ εἶναι σκοπός αὐτῆς τῆς ζωῆς, εἶναι ἑπόμενο ὅλα νά θεωροῦνται ἀπό αὐτήν καί νά παίρνουν ἀξία ἤ ἀπαξία σέ σχέση μέ αὐ-τήν. Καί αὐτή ἀκόμη «ἡ πίστις ὠφελεῖ, ἐάν κατά συνείδησιν πολιτεύεται τις καί ἀνακαθαίρει ἑαυτόν δι’ ἐξομολογήσεως καί μετανοίας».
Ἕνα βασικό στάδιο πού προηγεῖται ἀπό τήν μετάνοια εἶναι ἡ ἐπί-γνωση καί ἡ συναίσθηση τῶν ἁμαρτημάτων, «ἥτις μεγάλη ἐστί πρός ἱ-λασμόν ἀφορμή». Ὁ ἄνθρωπος, γιά νά ἔλθει σέ μετάνοια, φθάνει προη-γουμένως σέ ἐπίγνωση τῶν «οἰκείων πλημμελημάτων» καί μεταμελεῖται μπροστά στόν Θεό, στόν Ὁποῖο καταφεύγει μέ συντετριμμένη καρδία. Καί ὅταν, μέ τήν ἐπίγνωση καί τήν συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας, ἑλ-
κύσει ἐπάνω του τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, λαμβάνει «τελείαν τήν ἄφεσιν» μέ τήν αὐτομεμψία καί τήν ἱερά ἐξομολόγηση.
Ἡ μετάνοια, ὡς νέα κατάσταση στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου, συνο-δεύεται ἀπό ὁρισμένες συνέπειες, πού ἡ βιβλική καί πατερική γλώσσα τίς ὀνομάζει καρπούς μετανοίας. Ὡς πρῶτος καρπός μετανοίας προβάλ-λεται ἡ ἐξομολόγηση, ἀφοῦ μέ αὐτήν κερδίζεται ἡ θεραπεία καί ἡ κά-θαρση τῆς ψυχῆς τοῦ πιστοῦ καί ἐγκαινιάζεται ἡ καινούργια ζωή του.
Ἡ ἐξομολόγηση δέν εἶναι, ὅμως, ὁ μόνος καρπός τῆς μετανοίας. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, καλώντας μέ τό κήρυγμά του τούς ἀνθρώ-πους σέ μετάνοια, τούς παρακινοῦσε σέ ἐλεημοσύνη, δικαιοσύνη, με-τριοφροσύνη, ἀγάπη καί ἀλήθεια, πού εἶναι γνωρίσματα τῆς ἀνακαινι-στικῆς δυνάμεως τῆς μετανοίας.
Ὁ ἄνθρωπος πού ζεῖ ἀληθινά τήν μετάνοια, δέν ξαναγυρίζει στίς πρῶτες του ἁμαρτίες, λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, οὔτε προ-σκολλᾶται σέ πρόσωπα καί πράγματα τῆς φθορᾶς, ἀλλά καταφρονεῖ τά παρόντα, προσβλέπει στά μέλλοντα, ἀγωνίζεται κατά τῶν παθῶν, ἐπιδι-ώκει τίς ἀρετές, ἀγρυπνεῖ στήν προσευχή, ἀπέχει ἀπό τά ἄδικα κέρδη, εἶναι ἐπιεικής σέ ὅσους πταίουν καί ἕτοιμος νά βοηθήση μέ λόγους, μέ ἔργα καί μέ θυσίες ἀκόμη, αὐτούς πού ἔχουν τήν ἀνάγκη του. Καί ὅταν προτρέπει τούς Χριστιανούς νά ἀποκτήσουν τά ἔργα τῆς μετανοίας, ὑ-πογραμμίζει κυρίως τό ταπεινό φρόνημα, τήν κατάνυξη καί τό πνευμα-τικό πένθος.
Ἡ πορεία τῆς ἀνορθώσεως ἀπό τήν πτώση μέ τήν μετάνοια, τῆς ἀ-πομακρύνσεως ἀπό τήν δουλεία τῶν παθῶν καί τῆς ἀσκήσεως γιά ἐργα-σία τῶν θείων ἐντολῶν εἶναι ἡ πορεία τῶν ἀξίων καί θεωμένων ὑπάρξε-ων.
Ἐάν ὁ κάθε ἕνας ἀπό ἐμᾶς δέν μπορεῖ νά φθάσει τούς ἁγίους στά μεγάλα καί θαυμαστά πού χαρακτηρίζουν τήν ζωή τους, μπορεῖ ὅμως καί πρέπει νά τούς ὁμοιάσει καί νά τούς ἀκολουθήσει στήν πορεία τῆς ζωῆς τους πρός τήν μετάνοια, πού ἔχει θέση καί σκοπό στήν δική μας ζωή ὅσο τουλάχιστον καί στήν δική τους.
Καί αὐτό, γιατί καθημερινά «πολλά πταίομεν ἕκαστος» καί μονα-δική ἐλπίδα σωτηρίας γιά ὅλους μας παραμένει ἡ ἀνάνηψη καί ἡ βίωση τῆς «διηνεκοῦς μετανοίας».
Κατ’ αὐτήν τήν περίοδο, ἄς διατηροῦμε στήν μνήμη τῆς καρδί-ας μας ὅτι ἡ μετάνοιά μας δέν θά εἶναι εἰλικρινής, ἐάν δέν συγχωρή-σουμε τούς ἀδελφούς μας.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος προτείνει μιά ὑπερβατική λύση: «Κατανοῶ-μεν ἀλλήλους εἰς παροξυσμόν ἀγάπης». Μόνο μέσα ἀπό τήν ἀγάπη μποροῦμε νά κατανοήσουμε καί νά συγχωρήσουμε τούς ἄλλους, ὥστε κι ἐκεῖνοι νά μᾶς κατανοήσουν καί μᾶς συγχωρέσουν. Μόνο ἔτσι μπο-ροῦμε νά ἀντέξουμε τίς ἀδικίες καί τίς ἀντιξοότητες, ὥστε ἡ πίκρα πού τίς συνοδεύει νά μή μᾶς ἀπομονώσει ἀπελπιστικά.
Ἄς προσπαθήσουμε νά διατηρήσωμε κατά τήν διάρκεια τοῦ πνευ-ματικοῦ μας ἀγῶνος «τό πρᾶο καί ἥσυχο, τό ἥμερο ἦθος, τό εἰρηνικ,ό τό ἄπλαστο καί ἁπλο, τό ἀπαθές καί ἀφιλάργυρο, τό εὔσπλαγχνο καί ἐλεη-μονικό, τό εὐμετάδοτο καί συμπαθές, τό φιλάδελφο καί φιλόξενο, τό φιλόπτωχο καί καλόλογο, τό φιλαληθές καί ἑνοποιό, τό γλυκομίλητο καί χαμηλόφωνο», γιά νά μᾶς εὐλογήση ὁ Θεός.
Ἄς ἔχουμε λοιπόν στήν σκέψη μας ὅτι τίς παραμονές τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς μιά σοφή προειδοποίηση λέγει: «ὁ διάβολος δέν τρώει, δέν πίνει, καί αὐτός ὁ τυπικά πιό μεγάλος ἀσκητής δέν εἶναι γι’ αὐτό λι-γότερο διάβολος…».
Ἄς κατευθύνουμε πάντα τά δευτερεύοντα – νηστεία, ἀγρυπνία, ἀ-ναχώρηση -στόν κύριο στόχο: τήν μετάνοια καί τήν καθαρότητα τῆς καρδίας μέ τήν ἀγάπη, κατά τόν λόγο καί τήν πράξη τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας.