Του π. Ηλία Μάκου
“Τα τελευταία χρόνια ταλαιπωρεί την ανθρωπότητα αυτός ο περίεργος ιός , ο Covid19, αυτός, που έχει δημιουργήσει μια γενικότερη αναστάτωση στη ζωή μας. Με πάρα πολλές μεταλλάξεις επηρεάζει τη ζωή των κοινωνιών, δημιουργεί μια κόπωση, μια μελαγχολία. Σήμερα η Εκκλησία μας μιλά για έναν άλλο ιό, πνευματικό, που αιώνες τώρα ταλαιπωρεί κοινωνία. Για την υπερηφάνεια
και τις πολλές μεταλλάξεις της”.
Αυτά τόνισε, μεταξύ άλλων, ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος, μιλώντας προς το τέλος της Θείας Λειτουργίας στον καθεδρικό ναό Τιράνων, όπου ιερούργησε ο Μητροπολίτης Αμαντίας Ναθαναήλ.
Και πρόσθεσε: Για τον τελώνη του σημερινού Ευαγγελίου το υποκείμενο παραμένει ο Θεός. Και ο ίδιος είναι το αντικείμενο. “Θεέ μου εσύ έχεις τη πρωτοβουλία, συγχώρεσέ με τον αμαρτωλό”, λέει. Για τον Φαρισαίο το υποκείμενο δεν είναι ο Θεός, αλλά ο εαυτός του. Εγώ. Στην προσευχή του λέει: Εγώ ενεργώ και ευχαριστώ εσένα Θεέ. Εγώ έχω καταφέρει, όσα έχω καταφέρει. Και με μια σκληρότητα μιλάει για όλους τους άλλους, από τους οποίους διαφέρει. Είναι άδικοι, άρπαγες κ.λπ.”
Ακολούθως επεσήμανε ο Μακαριώτατος ότι αυτή η αλλαγή του άξονα της ύπαρξης είναι το βασικό μυστικό της υπερηφάνειας. Κέντρο ζωής και κέντρο ύπαρξης δεν είναι ο Θεός, αλλά το εγώ. Είναι ένας παραλογισμός τραγικός, από τον οποίο εξαρτώνται και οι σχέσης, που έχει και με τους άλλους ανθρώπους. Πρέπει να θέσουμε στον εαυτό μας ανοιχτά το ερώτημα: Ποιό είναι το κίνητρο της ύπαρξης; Ο Θεός ή ο δικός μας ο παραλογισμός;”
Υπογράμμισε πως “εκεί βρίσκεται η μεγάλη τραγωδία, που δημιουργεί τόσες συγκρούσεις μέσα στις οικογένειες, μέσα στις κοινωνίες, μέσα στους λαούς.
Και αυτή η υπερηφάνει γίνεται πιο τραγική, όταν συνδέεται με εξωτερικές εκφράσεις δήθεν ευσεβείας. Η τρέλα φτάνει στο απόγειο. Πολλές φορές στη σημερινή εποχή, μαζί με τις άλλες μεταλλάξεις, που έχουμε της υπερηφάνειας, υπάρχει και η εξής περίπτωση: Πάρα πολύ ζουν τελωνειακά και καυχώνται φαρισαϊκώς: “Εγώ, δεν είμαι σαν τους άλλους τους υποκριτές, πηγαίνω στην Εκκλησία, εγώ είμαι ντρόμπρος, κάνω τοι ένα, κάνω το άλλο. Κια καυχώμαι γι’ αυτό”. Ας παρακαλέσουμε τον Θεό να μας κάνει να καταλάβουμε από ποια μετάλλαξη αυτού του ιού της υπερηφανείας, επηρεαζόμαστε και μεις. Και ας ζητήσουμε το έλεός του, για να μας ελευθερώσει από αυτόν τον τόσο επικίνδυνο ιό”.
Κατέληξε, σημειώνοντας: “Ας μην ξεχνάμε την τελευταία φράση του Κυρίου. “Πας ο υψών ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται”. Είναι μια αλήθεια, που συναντάμε και στην παλαιά Διαθήκη: Ο Θεός όχι απλά δεν ανέχεται την υπερηφάνεια, αλλά αντιτάσσεται σ’ αυτή. Και δίνει χάρη στους ταπεινούς. Ας προχωρήσουμε στη ζωή μας, επαλαμβάνοντας με όλη μας τη δύναμη την ικεσία του Τελώνη: Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ”.
Πόσο δίκαιο πραγματικά έχει ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας. Και μας διδάσκει πρώτα-πρώτα να προσέξουμε μήπως μοιάζει ο καθένας μας με τον Φαρισαίο.
Πολλοί θέλουμε να εμφανίσουμε τους εαυτούς τους μπροστά στα μάτια των άλλων ότι είμαστε γεμάτοι από προσόντα και ικανότητες. Έτσι δεν διστάζουμε να ταπεινώνουμε και να εξουθενώνομε τους άλλους.
Επαινώντας και προβάλλοντας τον εαυτό μας, αντί να επιτύχουμε το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αποκαλύπτουμε την κουφότητα και κενότητά μας.
Και το θράσος μας να εκθέτουμε και να ταπεινώνουμε τους άλλους αποδεικνύει την ψυχική μας κατωτερώτητα.
Η παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου έχει αιώνια επικαιρότητα. Παραδόξως στην εποχή μας αναζεί ο τύπος του υπερήφανου ανθρώπου.
Οι φαρισαϊκές μεγενθύσεις του εαυτού μας με ανύπαρκτες αρετές, δεν μπορεί να συγκαλύψει τη μηδαμινότητά μας με τον όγκο των λόγων.
Η κοινωνία μας δεν είναι καθόλου απαλλαγμένη ευθύνης για το αρνητικό αυτό φαινόμενο της όλο και περισσότερο πύκνωσης των υπερηφάνων. Και όταν λέμε κοινωνία, ουδέποτε επιτρέπεται να εξαιρούμε από αυτή τον εαυτό μας.
Οι μεγάλοι άνδρες, οι άγιοι, ουδέποτε είπαν ότι είναι άξιοι. Άρχισαν από ταπεινά και χαμηλά και έφτασαν σε υψηλά μεγαλεπήβολα επιτεύγματα. Αυτό τον δρόμο τον ανάντη και δύσκολο δείχνει και συνιστά σε εμάς το Ευαγγέλιο. Ο Σταυρίς και η αυταπάρνηση είναι η ζωή των έργων, η οποία πρέπει να αποτελεί σκοπό μας.
Το ενδιαφέρον μας ας επικεντρωθεί κυρίως στο φαρισϊκό υπεροπτικό πνεύμα και στην ταπεινότητα του Τελώνη. Ο Φαρισαίος κατακρίνεται γιατί στηρίζει τη δικαίωσή του στην προσωπική του αξία και όχι στο έλεος του Θεού, ενώ ο Τελώνης, δεν επαινείται για την αμαρτωλότητά του, αλλά για την αυτογνωσία του.
Ο δρόμος του Θεού είναι πολύ απλός και φυσικός και βιώνεται στην αγάπη και στην αποδοχή του άλλου.