Ὁ ἐπίσημος ἑορτασμός γιὰ τὴ συμπλήρωση δύο ἑκατονταετιῶν ἀπὸ τὴν κήρυξη τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 ἦταν ὄχι μόνο ὀφειλετικὸς γιὰ τὴν ἱστορικὴ μνήμη τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, ἀλλὰ καὶ ἀναγκαῖος γιὰ τὴ μελλοντική του πορεία στὶς διαγραφόμενες νέες εὐοίωνες ἐθνικὲς ἢ καὶ διεθνεῖς προϋποθέσεις ἢ συνθῆκες σὲ περιφερειακὴ καὶ σὲ παγκόσμια προοπτική. Ὑπὸ τὴν προοπτικὴ λοιπὸν αὐτή, εἶναι αὐτονόητη ἡ ἐνθουσιαστικὴ ἀναφορὰ τοῦ Γένους ὄχι μόνο στοὺς ἡρωϊκοὺς πρωταγωνιστὲς τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγώνα, ἀλλὰ καὶ στοὺς γενναίους ὑποστηρικτὲς του κληρικούς, μοναχοὺς καὶ λαϊκούς, μὲ μεγάλες μάλιστα προσωπικὲς καὶ οἰκονομικὲς θυσίες, γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη τὴν ἁγία καὶ τῆς Πατρίδας τὴν ἐλευθερία.
Στὸ πλαίσιο λοιπὸν αὐτὸ τῶν ἐθνικῶν αὐτῶν ἐπετειακῶν ἑορταστικῶν ἐκδηλώσεων γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασητοῦ 1821 ἐντάχθηκε ἀπό ἐκδοτικό οἶκο ἡ ὑπὸ τὸν πλασματικὸ τίτλο «Ἡ Μαύρη Βίβλος τοῦ 1821» ἔκδοση μὲ τὸν ἰδεοληπτικὸ μάλιστα ὑπότιτλο: «Ὁ Γρηγόριος Ε΄ καὶ ἄλλοι Πατριάρχες, μέσα ἀπὸ τὶς ἀντεπαναστατικές τους Ἐγκυκλίους». Προφανῶς, ἡ ἰδεολληπτική ἔκδοση αὐτὴ ἀποσκοποῦσε σαφῶς νὰ ἀπαξιώσει τὴ μεγάλη συμμετοχὴ τόσο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὅσο καὶ τῆς ὈρθοδόξουἘκκλησίας, γενικότερα στὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση τοῦ 1821, ὥστε νὰ προβάλει αὐθαιρέτως καὶ ἀκρίτως τὰ ἰδεοληπτικὰ ὁράματα καὶ τὶς θεωρητικὲς προϋποθέσεις τοῦ Ἀδαμαντίου Κοραῆ καὶ τῶν δυτικοφρόνων Ἑλλήνων διαφωτιστῶν.
Ἡ διαπίστωση ὅμως αὐτὴ συνάγεται τόσο ἀπὸ τὴν «Εἰσαγωγή» τοῦ διευθυντοῦ τῆς ἐκδόσεως Μηνᾶ Παπαγεωργίου, ὅσο καὶ ἀπὸ τὸν ἄσχετο «Πρόλογο» τοῦ καθηγητοῦ Θάνου Βερέμη, ὑπὸ τὸν ἄσχετο τίτλο «Ἡ σύγκρουση πνευματικῆς καὶ κοσμικῆς ἐξουσίας. Ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας στὴν Τουρκοκρατία». Πράγματι, ὁ Μ. Παπαγεωργίου ὑποστηρίζει αὐθαιρέτως στήν «Εἰσαγωγή» του, ὅτι δῆθεν «ἡ ὑποτιθέμενη θετικὴ συμβολὴ τῆς ἀνώτατης Ἱεραρχίας στὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἰδεολογικὲς λαθροχειρίες τῆς νεότερης Ἑλληνικῆς Ἱστορίας…Γιὰ πολλοὺς Ἕλληνες μελετητές, ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ ὑπῆρξε ἕνα φωτεινὸ παράδειγμα ἐθνομάρτυρα. Ἡ μελέτη ὅμως τῶν πηγῶν τῆς ἐποχῆς προδίδει ξεκάθαρα τὴν ἀντεθνική του δράση».
Ὡστόσο, ὁ συντάκτης τῆς «Εἰσαγωγῆς» Μ. Παπαγεωργίου, ἐνῶ προβάλλει ὡς κύριο ἐπιχείρημα «τὸν ἀφορισμὸ τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821» ἀπὸ τὸν ἐθνομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, ἐν τούτοις ἀποκλείει αὐθαιρέτως τὴν ἄμεση μυστικὴ ἄρση τοῦ ἀφορισμοῦ, καίτοι εἶναι γνωστὲς στὸν ἴδιο καὶ οἱ σχετικὲς μαρτυρίες τῆςἐποχῆς. Ὑπὸ τὴν ἰδεολογικὴ ὅμως σκόπιμη πρόληψη αὐτή, ὑποστηρίζει τὴν ἀντιφατικὴ καὶ προφανῶς ἐσφαλμένη σκόπιμη ὑπόθεσή του, ὅτι δῆθεν «ὁ Γρηγόριος Ε΄ τοποθετήθηκε τρεῖς φορὲς στὸν πατριαρχικὸ θρόνο ἀπὸ τοὺς ὀθωμανούς, γεγονὸς πού μαρτυρᾶ πώς ὑπῆρξε ἕνας ἄνθρωπος τῆς ἀπολύτου ἐμπιστοσύνης τους».
Προφανῶς, ἀγνοεῖ ὅτι ἡ ἐκλογὴ στὸν Πατριαρχικὸ Θρόνο τοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄ ἦταν ἀπόλυτο καὶ ἀποκλειστικὸ δικαίωμα τῆς Πατριαρχικῆς Συνόδου τοῦ «Γεροντικοῦ συστήματος» (1757-1862) καὶ ὄχι βεβαίως τῶν Ὀθωμανῶν, ὅπως παραθεωρεῖ καὶ τὸ τραγικὸ γεγονὸς ὅτι ἐκθρονίσθηκε τρεῖς φορὲς ἀπὸ τὸν Πατριαρχικὸ Θρόνο μὲ ἀπόφαση τῆς ἴδιας τῆς Πατριαρχικῆς Συνόδου. Ἂν ὅμως ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ ἦταν δῆθεν «ἕνας ἄνθρωπος τῆς ἀπολύτου ἐμπιστοσύνης τῶν Ὀθωμανῶν», ὅπως ὑποθέτει σκοπίμως ὁ Μ. Παπαγεωργίου, τότε ὁ ἐθνομάρτυρας Γρηγόριος Ε΄ δὲν θὰ εἶχε ἐκθρονισθεῖ τρεῖς φορὲς ἀπὸ τὴν Πατριαρχικὴ Σύνοδο καὶ ὁπωσδήποτε δὲν θὰ εἶχε ἀπαγχονισθεῖ ἀπὸτοὺς Ὀθωμανούς, ἀφοῦ θὰ τοὺς ἦταν χρήσιμος γιὰ τὴν ὑποστήριξη τῶν συνήθων συμβιβαστικῶν πρωτοβουλιῶν τῆς Ὑψηλῆς Πύλης.
Ἐν τούτοις, εἶναι ἐντονώτερη καὶ σαφέστερη ἡ σαφῶς ἀντιφατικὴ καὶ προφανῶς ἐσφαλμένη προσέγγιση ἢ ἑρμηνεία ἀπὸ τὸν καθηγητὴ Θᾶνο Βερέμη στόν «Πρόλογο» τῆς πλασματικῆς αὐτῆς «Μαύρης Βίβλου τοῦ 1821», ἤτοι τόσο γιὰ τὴ «σύγκρουση τῆς πνευματικῆς καὶ κοσμικῆς ἐξουσίας», ὅσο καὶ γιὰ τόν «ρόλο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὴν Τουρκοκρατία». Πράγματι, ὁ καθηγητής Θ. Βερέμης ἑρμηνεύει ἐσφαλμένως καὶ ὑποστηρίζει ἀκρίτως, ὅτι δῆθεν «ἡ προβληματικὴ σχέση ἀνάμεσα στὶς Ἐκκλησίες τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ τῆς Ρώμης ἐπιδεινώθηκε ἐπὶ Πατριάρχη Φωτίου καὶ Πάπα Νικολάου Α΄ τὸ 858 μ.Χ., ἀφοῦ ἡ Σύνοδος τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς ἀφόρισε τὸν Πάπα, τὸ 867, καὶ ἀκολούθησε ὁ ἀφορισμὸς τοῦ Φωτίου ἀπὸ τὸν νέο Πάπα Ἰωάννη».
Πράγματι, ἡ προφανῶς ἀβάσιμη αὐτὴ περιγραφὴ εἶναι καὶ σαφῶς ἐσφαλμένη ὄχι μόνο γιὰ τὰ γεγονότα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ πρόσωπα, ἀφοῦ ὁ μὲν Πάπας Νικόλαος ἁπλῶς δὲν ἀναγνώρισε τὸν Πατριάρχη Φώτιο στὴ Σύνοδο τῆς Ρώμης (863), ἡ δὲ συγκληθεῖσα ἀπὸτὸν Πατριάρχη Φώτιο Μείζων Σύνοδος διέκοψε τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὸν Πάπα Νικόλαο γιὰ τὶς ἀντικανονικὲς ἐνέργειες τῶν λατίνων ἱεραποστόλων στὴ νεοσύστατη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας.
Βεβαίως, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Φώτιος ἐκθρονίσθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου Βασίλειο Α΄ (867) καὶ ἀναγνωρίσθηκε ἀπὸ τὸν Πάπα Ἀδριανὸ Β΄ (867-872) καὶ ὄχι ἀπὸ τὸν Πάπα Ἰωάννη Η΄ (872-880), ὁ ὁποῖος ἀναγνώρισε προθύμως τὸν ἱερὸ Φώτιο στὴν Μεγάλη Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως (879-880), ἡ δὲ ἐκθρόνισή του ἀποφασίσθηκε στὴ συγκληθεῖσα ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἰγνάτιο Μεγάλη Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως (869-870). Οἱ ἴδιες ἀντίστροφες ἑρμηνεῖες καὶ ἀναπόφευκτες συγχύσεις τοῦ καθηγητοῦ Θ. Βερέμη στὴ δῆθεν προκλητικὴ σύγκρουση τοῦ παπικοῦ Καρδιναλίου Οὐμβέρτου μὲ τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μιχαὴλ Κηρουλάριο ἀπὸ τὴν ὁποία προέκυψε τὸ σχίσμα τῶν δύο Ἐκκλησιῶν (1054).
Ὑπὸ τὸ πνεῦμα ὅμως αὐτὸ προβάλλονται καὶ οἱ ἀντίστροφες ἑρμηνεῖες του γιὰ τὴν ἐκπροσώπηση τῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς στὴν ἑνωτικὴ Σύνοδο τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439), γιὰ νὰ ὑποστηριχθεῖ ὁ ἐμπερίστατος Πάπας Εὐγένιος Δ΄ (1431-1447) στὴ σύγκρουσή του πρὸς τὴν μεταρρυθμιστικὴ Σύνοδο τῆς Βασιλείας (1431-1449), ὥστε νὰ διευκολυνθεῖ ἡ ἀποκατάσταση τῆς κοινωνίας τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, μὲ τὰ κοινὰ βεβαίως κριτήρια τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τὰ ὁποῖα ὅμως ἀθετήθηκαν ἀπὸ τὸν παπικὸ θρόνο μὲ τὶς αὐθαίρετες ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας.
Πράγματι, ὁ καθηγητής Θ. Βερέμης ἐγκωμιάζει αὐθαιρέτως καὶ ἀκρίτως ὅλους τοὺς δυτικόφρονες ἑνωτικοὺς καὶ ὅ,τι ἀναφέρεται σὲ αὐτούς, ἐνῶ ἀποδοκιμάζει ἐπίσης αὐθαιρέτως καὶ ἀκρίτως ὅλους τοὺς ἀνθενωτικοὺς καὶ ἰδιαίτερα ὅ,τι συνδέεται μὲ τὴν ἀνύστακτη μέριμνα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιὰ τὴν ἀλώβητη διαφύλαξη τῆς ἐθνικῆς καὶ τῆς θρησκευτικῆς ταυτότητας ὄχι μόνο τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἄλλων ἐμπερίστατων Ὀρθοδόξων λαῶν τῆς Ἀνατολῆς, οἱ ὁποῖοι ὑπέφεραν ἀπὸ τὴν ἀθέμιτη καὶ προκλητικὴ δράση τῆς Οὐνίας τῶν Ἰησουϊτῶν, τῶν Φραγκισκανῶν, τῶν Δομινικανῶν καὶ τῶν ἄλλων μοναστικῶν Ταγμάτων τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, σὲ χαλεποὺς μάλιστα καιροὺς τόσο γιὰ τὸν Ἑλληνισμό, ὅσο καὶ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία.
Ὁ καθηγητής Θᾶνος Βερέμης ἐκπλήσσεται, ἀποδοκιμάζει καὶ ἀπαξιώνει: α) τὴν αὐτονόητη ἀκύρωση τῶν παπικῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας μὲ τὶς ἀποφάσειςτῆς Μείζονος Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1484), ἡ ὁποία ἐξέφραζε τὴν κοινὴ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν τῆς Ἀνατολῆς, β) τὴν εὐνόητη συνοδικὴ καταδίκη, ἀπὸ Μείζονες μάλιστα Συνόδους (1638, 1642, 1691), τῆς ἀποδιδομένης στὸν Πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρι ΚαλβινικῆςὉμολογίας πίστεως, γ) τὴν εὔλογη ἀκύρωση καὶ καταδίκη ἀπὸ τὴν Πατριαρχικὴ Σύνοδο τῆς αὐθαίρετης ἀποφάσεως τοῦ Πατριάρχη Κυρίλλου Ε΄ (1755) γιὰ τὸν ἀναβαπτισμὸ τῶν Λατίνων τῆς περιοχῆς τοῦ Γαλατᾶ στὴν Κωνσταντινούπολη, δ) τὴν ὀφειλετικὴ ἀντίθεση τῶν Πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως πρὸς τὶς προκλητικὲς ἀντικληρικές, ἀντιεκκλησιαστικὲς καὶ ἀντιθεϊστικὲς τάσεις τοῦ δυτικοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ τῆς ΓαλλικῆςἘπαναστάσεως (1789), τὶς ὁποῖες μάλιστα διακήρυσσαν ἀκρίτως οἱ γαλλόφιλοι Ἀδ. Κοραῆς καὶ ὁ ἀνώνυμος συντάκτης τῆς Ἑλληνικῆς Νομαρχίας, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι Ἕλληνες ὀπαδοὶ τοῦ Διαφωτισμοῦ.
Συνεπῶς, οἱ ἀκραῖες, ἀβάσιμες καὶ προκλητικὲς διακηρύξεις τῶν Ἑλλήνων διαφωτιστῶν ἐναντίον τῆς κλασικῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς θρησκείας γενικότερα περιόρισαν ἢ ἀκύρωσαν τὶς προοπτικές τους νὰ ἐπηρεάσουν τὴν ἤδη διαμορφωμένη κοινὴ γνώμη ἀπὸ τὶς ριζωμένες στὴν ψυχὴ τοῦ Ἑλληνισμοῦ παραδοσιακὲς καὶ θεσμικὲς ἐκφράσεις γιὰ τὴν παιδεία καὶ τὴν κοινωνία. Ὡστόσο, δὲν μπόρεσαν νὰ κάνουν τὴ δική τους ἰδεολογία μία σαφῆ ἠθικοκοινωνικὴ πράξη στὴ ζωὴ τοῦ εὐλαβοῦς Ἑλληνικοῦ λαοῦ. Ἄλλωστε, οἱ προτεινόμενες «νέες ἰδέες» θεωρήθηκαν ὄχι μόνο «ξένες», ἀλλὰ καὶ «ὕποπτες» γιὰ τὸν Ἑλληνισμό, γι᾽ αὐτὸ οἱ ὑποστηρικτές τους ἐπιτιμήθηκαν ὡς ἀφελεῖς, ἰδιοτελεῖς ἢ καὶ δυτικόφρονες, ἀφοῦ θεωροῦσαν ἀδύνατη ἢ καὶ ἐπικίνδυνη τὴν ἄμεση κήρυξη τῆς ἙλληνικῆςἘπαναστάσεως τοῦ 1821, ἤτοι ἀφ᾽ ἑνὸς μὲν χωρὶς τὴν προηγούμενη κατάλληλη ἀνάπτυξη τῆς Παιδείας τοῦ Γένους, ἀφ᾽ ἑτέρου δὲ χωρὶς τὴ συγκρότηση ἑνὸς ἀξιόμαχου Ἑλληνικοῦ στρατοῦ, γι᾽ αὐτὸ ὁ Ἀδ. Κοραῆς τὴ μετέθετε σὲ μεταγενέστερο χρόνο καὶ ἦταν βέβαιος ὅτι δὲν θὰ γινόταν στὴν περίοδο τῆς ζωῆς του.
Ὁ Ἑλληνικὸς λαὸς ἀποφάσισε τελικῶς νὰ κηρύξει τὴν Ἐπανάσταση μὲ τὴν πρόθυμη μάλιστα καὶ ὁλόθυμη ὑποστήριξη τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, τοῦ ἱεροῦ Κλήρου καὶ τοῦ Μοναχισμοῦ «γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη τὴν ἁγία καὶ τῆς Πατρίδος τὴν ἐλευθερία», ὅπως συνάγεται τόσο ἀπὸ τὴν κληρικολαϊκὴ σύνθεση ὅλων τῶν Ἐθνοσυνελεύσεων, ὅσο καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ Πρακτικὰ τῶν συνεδριῶν τους κατὰτὴν περίοδο τῆςἘπαναστάσεως (1821-1830). Ἄλλωστε, ὑπὸ τὴν προοπτικὴ αὐτή, τόσο ἡ Φιλικὴ Ἑταιρεία, ὅσο καὶ οἱ Φαναριῶτες δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἀποσυνδεθοῦν ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία γενικότερα, γι᾽ αὐτὸ εἶναι προφανῶς ἀβάσιμες οἱ ἄκριτες ὑποθέσειςτοῦ καθηγητοῦ Θ. Βερέμη τόσον ὅτι δῆθεν ὑπῆρξε διάσταση μεταξύ τῶν Φαναριωτῶν καὶ τοῦ Πατριαρχείου, ὅσον καὶ ἡ δῆθεν ἐξάρτησητοῦ Πατριάρχη ἀπὸ τοὺς Φαναριῶτες συνεπαγόταν δῆθεν καὶ τὴν ὑποκατάσταση τῆς ἀπολυταρχικῆς ἐξουσίας του.
Οἱ πλασματικὲς λοιπὸν αὐτὲς ἀβάσιμες ὑποθέσεις τῶν συντακτῶν τῆς «Εἰσαγωγῆς» (Μ. Παπαγεωργίου) καὶ τοῦ «Προλόγου» (Θ. Βερέμη) προέβαλαν ἀκρίτως τὶς δυτικόφρονες προσωπικὲς ἰδεολογικὲς προλήψεις, γιὰ νὰ ἀπαξιώσουν αὐθαιρέτως τὴν καθοριστικὴ συμβολὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῆς Ἐκκλησίας γενικότερα, σὲ ὅλα τὰ στάδια καὶ σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, γι’ αὐτὸ οἱ κρίσεις τους ἀγνοήθηκαν πλήρως ἀπὸ τὴν εὐαίσθητη ἐθνικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση τοῦ εὐλαβοῦς Ἑλληνικοῦ λαοῦ. Ἄλλωστε, τὴ διαπίστωση αὐτὴ ἐκφράζει τελικῶς, μὲ διακριτικὸ μάλιστα τρόπο, καὶ ὁ ἴδιος ὁ καθηγητής Θ. Βερέμης, γιὰ νὰ μετριάσει προφανῶς τὶς ἀκρίτως διατυπωθεῖσες ἀβάσιμες ἐπικρίσεις του γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε΄. Πράγματι, ὑποστηρίζει ὅτι «στὸ Πατριαρχεῖο ἀπὸ τό 1797 ὣς καὶ τὸ 1821 βρίσκεται –ἐνδιάμεσα μὲ κάποιους ἄλλους– ὁ Γρηγόριος Ε΄, ἐχθρὸς τῶν νεωτερικῶν ἰδεῶν, ποὺ εἰσέβαλαν στὸν χῶρο τῆς πνευματικῆς του ἁρμοδιότητας. Ὁ Γρηγόριος μισοῦσε τοὺς γάλλους ἐπαναστάτες καὶ κατ᾽ ἐπέκταση ὅλους τοὺς φορεῖς τῶν ἀπόψεών τους. Ὁ μαρτυρικός του θάνατος καὶ μεγάλου ἀριθμοῦ μητροπολιτῶν ὑπῆρξε ἄθελά του ἡ μεγάλη του προσφορὰ στὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση. Χάρη στὸ θάνατό του ἱεράρχες, καὶ μάλιστα κοντικοί του συνεργάτες, ὅπως ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός, προσῆλθαν στὸν Ἀγῶνα».
Ἡ ἄκριτη ἰδεοληπτικὴ ἔκδοση τῆς «Μαύρης Βίβλου τοῦ 1821» οὐδεμία σχέση ἔχει μὲ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση, ἀφοῦ ἐξαντλεῖται στὴν αὐθαίρετη, πλασματικὴ καὶ προκλητικὴ προβολὴ τῶν προφανῶς ἐσφαλμένων καὶ ὁπωσδήποτε ἀναχρονιστικῶν ἰδεολογικῶν τους ἀγκυλώσεων. Ὑπὸ τὸ πνεῦμα αὐτό, «Ἡ Μαύρη Βίβλος» ἀναφέρεται μόνο στὶς δικές τους ἰδεολογικὲς προλήψεις καὶ ὄχι βεβαίως στὴν αὐθόρμητη, γενναία καὶ καθοριστικὴ συμβολὴ τῆς Ἐκκλησίας στὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση τοῦ 1821.