Υπό του Σεβ. Μητροπολίτου Δράμας κ. Παύλου
Α΄
Ἡ Ἀδελφότης Ὀφφικιάλων τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας «Παναγία ἡ Παμμακάριστος», δηλαδὴ οἱ Ἄρχοντες καὶ Λογάδες τοῦ Γένους, ἐδῶ στὴν ἕδρα τους, διοργάνωσαν τὴν ἀποψινὴ ἑσπερίδα γιὰ νὰ τιμήσουν τὸν ἀρχηγὸ τοῦ Γένους, τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην καὶ πατέρα μας κ.κ. Βαρθολομαῖο, ποὺ τὸ ἔτος αὐτὸ ποὺ διανύουμε ἄγει διπλῆ ἐπέτειο ἑξῆντα μὲν χρόνων ἀπὸ τῆς εἰσόδου του στὶς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου, τριάντα δὲ χρόνων εὐκλεοῦς πατριαρχείας.
Εὐχαριστῶ θερμῶς τὴν Ἀδελφότητα γιὰ τὴν ἐξαιρετικὴ τιμὴ πρὸς τὸ ταπεινὸ πρόσωπό μου, καὶ γιὰ τὴν ἀνάθεσι τοῦ πανηγυρικοῦ λόγου τῆς ἑορτίου αὐτῆς ἐκδηλώσεως. Ἀποφεύγοντας τοὺς «ψευδεῖς ὕθλους», διακονῶ τὸν λόγον, ὡς εὐλαβικὴ ἀναπόλησι τῶν εὐεργεσιῶν τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας πρὸς τὴν ἀνθρωπότητα, καὶ τῶν κατὰ καιροὺς ἐπικεφαλῆς τῆς ἱερᾶς ταύτης νηός, ἤγουν τῶν Πατριαρχῶν, καὶ εἰδικῶς τοῦ μακροβιωτέρου πατριάρχου Βαρθολομαίου τοῦ Ἰμβρίου.
Ἀπὸ τὸ περίβλεπτο αὐτὸ βῆμα τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν, ὅπου κατὰ τοὺς κάτω χρόνους ἦταν «πρυτανεῖον τῆς σοφίας» κατὰ Πλάτωνα, «δαιμόνιον πτολίεθρον» κατὰ Πίνδαρον, «Ἑλλὰς τῆς Ἑλλάδος» κατὰ τὸν Θουκυδίδην1, ἄρχομαι μὲ ἐπίγνωσιν τῆς κατ᾿ ἄνθρωπον ἀδυναμίας μου, ὅπως γιὰ τέτοιες στιγμὲς εἰδικοῦ πνευματικοῦ βάρους τονίζει ὁ πολὺς Εὐριπίδης: «Ὅταν λάβῃ τις τῶν λόγων ἀνὴρ σοφὸς καλὰς ἀφορμάς, οὐ μέγα ἔργον εὖ λέγειν»2.
Γόνος ὢν τοῦ ἐκ Πόντου Ἑλληνισμοῦ, τῶν χλευαστικῶς ὑπό τινων καλουμένων «ἀούτηδων», διακατέχομαι ὑπὸ βαθυτάτης συγκινήσεως, διότι θὰ ὁμιλήσω ἐνώπιόν σας δι’ ἄνθρωπον ὁ ὁποῖος πρὶν ἀπὸ τριάντα ὁλόκληρα χρόνια μὲ ἀποφασιστικὸ βῆμα ἀνέβη εἰς τὸν Γολγοθᾶ τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου, περιβαλλόμενος τὸν ἀκάνθινο στέφανο τῆς Πατριαρχείας, καὶ ὁ ὁποῖος ἀγωνίζεται σθεναρῶς μέχρι σήμερον γιὰ τὰ δίκαια τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Γένους καὶ τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου ὑπερφυλετικῶς.
Ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς στὸν «Δωδεκάλογο τοῦ Γύφτου» μίλησε γιὰ τὶς ἁρπακτικὲς διαθέσεις κατὰ τὸν Μεσαίωνα διαφόρων φυλῶν ἀπὸ τὴν Δύσι καὶ τὸν Βοῤῥᾶ, ποὺ ἐπεχείρησαν νὰ ἁρπάξουν τὴν μοναδικὴ λαμπάδα φωτὸς καὶ πολιτισμοῦ ποὺ διατηροῦσεν ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία ὡς ἄλλος Προμηθεὺς δεσμώτης, ὄχι στὸν Καύκασο, ἀλλὰ στὸ κέντρο τῆς οἰκουμένης, τὴν Κωνσταντινούπολι.
Δυστυχῶς καὶ σήμερα ὑπάρχουν ξένοι καὶ ἡμέτεροι, οἱ ὁποῖοι ἐνστερνίζονται τὴν διατύπωσι καὶ τὸ φρόνημα τοῦ ταλαιπώρου Θεοκλήτου Φαρμακίδου, ἀρχιγραμματέως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅτι ὁ τότε Πατριάρχης Γρηγόριος3 ὁ Στ΄ ἦτο -ἄκουσον, ἄκουσον!- Πατριάρχης τοῦ Μωχαμέτη καὶ ὄχι τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἐπικαιροποιοῦν τοὺς παλαμικοὺς στίχους:
«Καὶ ἦταν ὅπου κόσμοι ἀντίμαχοι
μὲ τὴν ἴδια ἐρωτόπαθη μανία
ν᾿ ἀγκαλιάσουνε λαχτάριζαν
τὴν πανώρια Βοσπορίτισσα, τὴ μία.
Καὶ κατάλαμπρα ντυμένοι καταστάλαζαν
καὶ φιλούσανε τὰ χώματα
ποὺ τὰ πόδια της πατοῦσαν·
σὰν ἀκρίδες πέφταν οἱ λαοί,
μέλισσες ἐκεῖ οἱ λαοὶ πετοῦσαν.
Καὶ εἴτανε ἡ πανώρια, δύο γιαλῶν
ἀφροκάμωτη νεράϊδα,
κι᾿ εἴσουν ἐσύ, Πόλη, ὦ Πόλη,
καὶ εἴτανε τῆς γῆς τὸ περιβόλι».
Ὁ Πατριάρχης τῆς Πόλεως αὐτῆς, εἶναι ἡ ψυχὴ τῆς ἁπανταχοῦ Ῥωμηοσύνης. Ἐκδηλώσεις τῆς ψυχῆς αὐτῆς εἶναι οἱ ἐθνικὲς παραδόσεις ποὺ ὡς ψυχικὲς ἀρετὲς κοσμοῦν τὸν Ἕλληνα. Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο εἶναι τὸ θησαυροφυλάκιο ποὺ διαφυλάσσει ὅλη τὴν Ῥωμέϊκη ζωὴ καὶ ψυχή, τὶς παραδόσεις, τὰ ἤθη, καὶ κατάφερε σὲ χρόνους σκοτεινούς, μέσα ἀπὸ τρικυμίες καὶ φοβερὲς καταιγίδες νὰ διατηρήσῃ ἄσβεστο τὸ πῦρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τῶν ἐθνικῶν παραδόσεων, καὶ ὡς στήλη φωτεινὴ νὰ ὁδηγῇ λαοὺς καὶ φυλές, πάντα πιστὸν ὀρθόδοξον χριστιανὸν στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ τὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία.
Καὶ ἐν προκειμένῳ γιὰ τὰ ἐν Ἑλλάδι, ἀρκεῖ καὶ μόνον νὰ ἀναφέρω τὴν λέξι «Μακεδονία». Ἀναλογισθῆτε, παρακαλῶ, ποιὰ θὰ ἦταν ἡ τύχη της χωρὶς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Γιὰ τὴν προσφορὰ αὐτὴ ὁ ἐξ Ἀργυρουπόλεως τοῦ Πόντου Δημοσθένης Οἰκονομίδης4, ἐκ τῶν διδασκάλων τῆς Μεγάλης τοῦ Γένους Σχολῆς, δικαίως ἀπονέμει τὸν ἔπαινο στὴν Ἐκκλησία: «Πανταχοῦ τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀπὸ τῆς ἡμέρας τῆς ὑποδουλώσεως τοῦ ἡμετέρου Ἔθνους ὑπῆρξεν (ἡ Ἐκκλησία) ὁ μόνος παρήγορος προστάτης αὐτοῦ, καὶ ἀνεδείχθη εἷς τῶν κυριωτάτων παραγόντων τῆς πνευματικῆς καὶ ἠθικῆς ἀναπλάσεως καὶ ἀναπτύξεως τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου, καὶ ἐμπεδώσεως τοῦ θρησκευτικοῦ καὶ ἐθνικοῦ αὐτοῦ φρονήματος. Καὶ ὑπὸ τὴν ἔποψιν ταύτην, ἀνεκτίμητοι ἀποδεικνύονται αἱ ὑπηρεσίαι τῶν ἑκασταχοῦ Μητροπόλεων πρὸς τὸ Γένος καὶ τὴν Ἐκκλησίαν»5.
Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀναδεικνύεται σὲ μόνιμη παγκόσμια πνευματικὴ ὀντότητα καὶ δύναμι. Ἐπειδὴ ἡ Ῥωμηοσύνη εἶναι οἰκουμενική, ἔτσι καὶ ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλη Ἐκκλησία, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ ἀπ᾿ ἀρχῆς σύστασι καὶ ἱστορία της, εἶναι ἡ φιλόστοργος καὶ ἀνιδιοτελὴς Μητέρα λαῶν καὶ ἐθνῶν, καὶ ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν κοινωνικῶν τάξεων, καὶ αὐτῶν ἀκόμη ποὺ ἐκ πλάνης φυλετισμοῦ καὶ ἐθνικισμοῦ στρέφονται σφοδρῶς ἐναντίον της. Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία ἄλλωστε, σύμφωνη πρὸς τὸν Ἀρχηγόν της, σκορπίζει τὰ πνευματικὰ καὶ ὑλικὰ ἀγαθά της σὲ ὅλους ἀνεξαιρέτως, διότι «οὐκ ἔνι Ἕλλην καὶ Ἰουδαῖος, περιτομὴ καὶ ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος»6.
Β΄
Αὐτὸ ἀκριβῶς διὰ μέσου τῶν αἰώνων κηρύττει, διακονεῖ, καλλιεργεῖ καὶ προσφέρει στὸν κόσμο τὸ Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο. Οἱ κατὰ καιροὺς Οἰκουμενικοὶ Πατριάρχαι προσφέρουν τὴν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἐλευθερία, «ἐν θλίψεσιν, ἐν στενοχωρίαις, ἐν πληγαῖς, ἐν μακροθυμίᾳ, ἐν ἀγάπῃ ἀνυποκρίτῳ, ἐν λόγῳ ἀληθείας, διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας, διὰ δυσφημίας καὶ εὐφημίας, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ τὰ πάντα κατέχοντες»7.
Αὐτὸ πράττει καθ᾿ ὅλον τὸ διάστημα τῆς εὐκλεοῦς πατριαρχείας του ὁ σήμερον τιμώμενος, ἢ μᾶλλον ὁ σήμερον τιμῶν ἡμᾶς ὅλους μὲ τὴν ὑψηλή του παρουσία, Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος. Εὐδόκησε ὁ πανάγαθος Θεὸς ὅσα ὡς εὐχὴ καὶ προσδοκία κατέγραψε στὸ μαθητικό του τετράδιο ὁ δεκαπενταετὴς Δημήτριος Ἀρχοντώνης νὰ πραγματοποιηθοῦν: «Προσεύχομαι νὰ πραγματοποιηθοῦν τὰ ὄνειρά μου, καὶ νὰ ἐγκαταλείψω τὴν πρόσκαιρη αὐτὴ ζωὴ μὲ τὴν δικαία πεποίθησι ὅτι ἐξετέλεσα ὅλα τὰ καθήκοντά μου, ἀτομικά, κοινωνικὰ καὶ ἐθνικά, δηλαδὴ μὲ τὴν πεποίθησι ὅτι θὰ κερδήσω τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ». Ὁ Ἀποστολικὸς θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως καθ᾿ ὅλην τὴν μακρὰ πορεία του δὲν ἀπέστη ἀπὸ τῆς διακονίας του, αὐτῆς, δηλαδή, τῆς κοινωνικῆς διαπλάσεως. Ἡ πολιτικὴ καὶ πολιτιστικὴ αἴγλη τῆς νέας πρωτευούσης ἐξετόξευσε καὶ τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία, ὥστε δύο Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι, ἡ Β΄ καὶ ἡ Δ΄, νὰ τὴν ἀναδείξουν ὡς τὸ πνευματικὸ κέντρο τῆς χριστιανικῆς οἰκουμένης.
Σὲ τέσσερις περιόδους θὰ χωρίσω τὴν διὰ τῶν αἰώνων πορεία τοῦ ἱεροῦ κέντρου:
Α΄) Περίοδος 324-1204
Β΄) Περίοδος 1204-1453
Γ΄) Περίοδος 1453-1922
Δ΄) Περίοδος 1922 ἕως τῆς σήμερον.
Κάθε περίοδος ἔχει τὰ χαρακτηριστικά της, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι τοῦ παρόντος νὰ ἀναλύσωμε. Πάντως, ἀπὸ τοῦ 1922 καὶ ἐντεῦθεν, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο παρὰ μὲν τὴν ἀπώλεια τῶν ἱερῶν του τόπων, τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, τῶν
Προσκυνημάτων, τοῦ ὀρθοδόξου ποιμνίου του, τῶν περιλαλήτων μητροπόλεών του ποὺ «κρίμασιν οἷς οἶδε Κύριος» μετεβλήθησαν εἰς ἐρείπια «τῇ ἐνόχῳ συνεργίᾳ τῶν συμμάχων χριστιανικῶν Δυνάμεων τῆς Δύσεως»8, ὅπως ὁ σοφώτατος ἱεράρχης Μητροπολίτης Τραπεζοῦντος Χρύσανθος καὶ εἶτα Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν ἀναφέρει, ἀπογυμνωμένο δὲ ἀπὸ κάθε ἐξωτερική του λαμπηδόνα, τὶς αὐτοκρατορικὲς δόξες, καὶ τὴν ἐθναρχικὴ καὶ ἡγεμονικὴ πρωτοστασία τοῦ Γένους, κράτησε μόνο τὸν ἀτόφιο εὐαγγελικὸ λόγο, τὴν διάθεσι καὶ διάστασι τοῦ μαρτυρίου.
Πολὺ εὐστόχως ἀναλύοντας τὴν σκέψι τοῦ Ἴωνος Δραγούμη ὁ Γεώργιος Θεοτοκᾶς9 στὸ ἄρθρο του «Ἡ Ἐκκλησία καὶ τὸ Ἔθνος» γράφει τὰ ἑξῆς: «Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ὑψηλὲς μορφὲς ἡγετῶν. […] Θὰ κατορθώσει ἆραγε νὰ τὶς ἀναδείξῃ; Ποιός τὸ ξέρει; Τὸ μόνο ποὺ θὰ λέγαμε, μὲ τὴν ταπεινή μας κρίσι, εἶναι ὅτι, ἂν ὑπάρξῃ ἀληθινὴ ἀνανέωσι, οἱ νέοι δρόμοι δὲν μποροῦν νὰ καταλήξουν ἀλλοῦ παρὰ στὸν πρωταρχικὸ δρόμο τῆς Καινῆς Διαθήκης, μὲ εἰλικρίνεια ὅμως καὶ παῤῥησία. Δὲν θὰ εἶναι πιὰ ἀγώνας γιὰ τὴν ὑπεράσπισι ἐθνικῶν πολιτικῶν συμφερόντων –ποὺ εἶναι ἡ ἀποστολὴ τοῦ Κράτους καὶ τῶν κυβερνητῶν του– ἀλλὰ ἡ ἀκοίμητη προσπάθεια γιὰ νὰ πρυτανεύσῃ στὸν κόσμο τὸ πνεῦμα τῆς ἀγάπης, τῆς εἰρήνης καὶ τῆς δικαιοσύνης. Ὅσο καὶ ἂν εἶναι ἡ Ἐκκλησία μας κρατική, ἂν θελήσουμε νὰ ἀνατρέξουμε στὶς πηγὲς καὶ νὰ εἴμαστε ἀληθινοὶ μὲ τὸν ἑαυτό μας, θὰ πρέπει νὰ συμφωνήσουμε ὅτι ὁ γνήσιος, ὁ αἰώνιος προορισμός της δὲν εἶναι νὰ σώζῃ ἕνα ἔθνος, ἀλλὰ «πάντα τὰ ἔθνη», δηλαδὴ τὸν Ἄνθρωπο «αὐτὸν καθ᾿ ἑαυτόν». Ἡ ἐντολὴ δόθηκε πολὺ καθαρά, μὲ τρόπο ποὺ δὲν ἀφήνει ἔδαφος γιὰ ἀντιγνωμίες. Σεβόμαστε τὴν Ἱστορία μας καὶ τὴν ἀγαποῦμε· παραδεχόμαστε ὅτι ἱστορικὲς ἀνάγκες ἀδυσώπητες ἐπέβαλαν στὴν Ἐκκλησία μας τὴν πορεία ποὺ ἀκολούθησε τοὺς τελευταίους αἰῶνες· τιμοῦμε τὴν δράσι της καὶ τὶς θυσίες της. Τώρα ὅμως ποὺ ἄλλαξαν οἱ ἱστορικὲς συνθῆκες, εἶναι ἴσως καιρὸς νὰ ἀκουστῇ πάλι ὁ καθαρὸς εὐαγγελικὸς λόγος. Τοῦτο, βέβαια, δὲν σημαίνει πὼς ἡ Ἐκκλησία εἶναι δυνατὸν νὰ ἀδιαφορήσῃ γιὰ τὴν τύχη τοῦ λαοῦ ποὺ τὴν περιβάλλει, καὶ ποὺ εἶναι «σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός του». Θὰ ἦταν κάτι παράλογο ἀπὸ κάθε ἄποψι, τόσο περισσότερο ποὺ ὁ ἴδιος ὁ λαὸς εἶναι συστατικὸ στοιχεῖο τῆς Ἐκκλησίας. Χρωστᾷ, λοιπόν, νὰ τὸν βοηθῇ, στὴν ζωή του, μὲ κάθε μέσο ποὺ διαθέτει, αὐτὸν ποὺ εἶναι ὁ δικός της λαός. Ἀλλὰ τί μεγαλύτερη βοήθεια μπορεῖ νὰ τοῦ προσφέρῃ παρὰ νὰ συντελέσῃ, μὲ τὰ ἔργα της καὶ τὸ παράδειγμά της, ὥστε νὰ γίνῃ πιὸ δίκαιος, πιὸ καλός, πιὸ ἀνθρώπινος, πιὸ πρόθυμος νὰ συναδελφωθῇ, πιὸ ἐλεύθερος ἀπὸ τὴν κακία, τὴν ἀπληστία καὶ τοὺς σκοτεινοὺς ὁμαδικοὺς ἐγωϊσμούς;».
Αὐτὸ ἀκριβῶς πράττει μὲ ἐπιτυχία, ποὺ ἀναγνωρίζεται παγκοσμίως, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βαρθολομαῖος. Συνεχίζοντας τὴν παράδοσι τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐργάζεται γιὰ τὴν εὐστάθεια φυλῶν, λαῶν καὶ κρατῶν, ἀναδεικνυόμενος σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους κοινωνικοὺς ἐργάτας, ἀφοῦ καὶ
κατὰ τὶς μέρες μας ὀρθόδοξοι λαοὶ διέσωσαν καὶ διατηροῦν ἀλώβητα τὰ ἐθνικὰ καὶ φυλετικὰ χαρακτηριστικά τους. Ἐπαναλαμβάνει καὶ ἐπιβεβαιώνει τοὺς λόγους τοῦ θαυμασίου Μελετίου Πηγᾶ, ποὺ ἐλέχθησαν κατὰ τὴν 16η ἑκατονταετία: «Τήκει με πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν ἡ μέριμνα, καὶ αἱ πολλαχόθεν ἠνεῳγμέναι κατὰ τῆς Ὀρθοδοξίας ᾅδου πύλαι»10. Αὐτή του ἡ ἐργασία περιποιεῖ ἰδιαιτέρα τιμὴ στὸν Ἑλληνικὸ λαό, καὶ εἶναι αἰτία ἐγκαυχήσεως γιὰ ὅλους μας.
Μπορεῖ ἆραγε νὰ ὑπάρξῃ Εὐρώπη χωρὶς τὴν διάστασι τῆς Νέας Ῥώμης, τῆς Κωνσταντινούπολης; Τί ἀπαντᾷ στὸ ἐρώτημα αὐτὸ ὁ ἑλληνικὸς ἀκαδημαϊκὸς καὶ πολιτικὸς κόσμος; Μπορεῖ ἆραγε νὰ παραμείνῃ ἀτόφια πολιτιστικῶς ἡ Εὐρώπη χωρὶς τοὺς μεγάλους πνευματικούς της πατέρες; Τὸν γεωγράφο καὶ ἱστορικὸ Στράβωνα, τὸν Διογένη τὸν Σινωπέα, τοὺς ἁγίους Καππαδόκες Πατέρες, τὸν φιλόσοφο, οὐμανιστὴ καὶ μεγάλο πολιτικὸ Βησσαρίωνα τὸν Τραπεζούντιο; Κανεὶς πεπαιδευμένος πολιτικός, κανεὶς πνευματικὸς ἄνθρωπος δὲν θὰ ἔλεγε «ναί»!
Τὴν περίοδο αὐτὴ τῶν νέων συνθέσεων καὶ ὀσμώσεων τῆς Εὐρωπαϊκῆς ταυτότητος, πρέπει νὰ ἐπανακαθορισθῇ ἡ σχέσι τῆς Εὐρώπης μὲ τὸ λεγόμενο Βυζάντιο, ἢ πιὸ σωστὰ τὴν Ῥωμανία. Ὁ Βυζαντινὸς Ὀρθόδοξος πολιτισμὸς ἀποτελεῖ θεμελιώδη συνιστῶσα τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ μὲ τὰ ἱστορικὰ σύμβολά του, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ τὴν Ἁγία Σοφία. Ἡ ποντιακὴ διάλεκτος ὁμιλεῖται ἐντεῦθεν καὶ ἐκεῖθεν τοῦ Αἰγαίου ἀπὸ χιλιάδας ἀνθρώπων, καὶ εἶναι ἡ πλησιεστέρα πρὸς τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ ὁμιλουμένη σήμερα διάλεκτος, ζωντανὸ μνημεῖο τῆς παγκοσμίου γλωσσικῆς κληρονομιᾶς. Ὅλα αὐτὰ εἶναι θεμελιώδη δομικὰ στοιχεῖα τῆς Εὐρώπης, καὶ ψηφῖδες τῆς εὐρωπαϊκῆς ταυτότητος.
Γ΄
Ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος, γνωρίζοντας τὸ πεδίο ποὺ οἱ ἱστορικὲς ἀνακατατάξεις σ᾿ ὁλόκληρο τὸν κόσμο τοῦ ἐκδιπλώνουν ὡς γεώργιο τῆς δράσεώς του καὶ τῆς διαδόσεως τοῦ Ὀρθοδόξου μηνύματος στὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, γράφει τὰ ἑξῆς: «Τὸ ζητούμενον ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξίαν σήμερον εἶναι νὰ λειτουργήσῃ ἡ ἴδια ὡς θετικὴ πρόκλησις διὰ τὸν σύγχρονον ἄνθρωπον, ὡς προοπτικὴ ἐνθέου βιοτῆς καὶ σχεσιακῆς ἐλευθερίας. Εἰς μίαν ἐποχὴν ἀνατροπῆς τῶν ἀξιῶν, ἡ ὁποία ἀπαξιώνει πολλὰ σημαντικὰ καὶ ἀπολυτοποιεῖ πλεῖστα ὅσα ἀσήμαντα, ἡ Ἐκκλησία προβάλλει θεοφιλῆ ἱεράρχησιν ἀξιῶν, μὲ ἐπικεφαλῆς τὴν ἱερότητα τοῦ κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν Θεοῦ πλασθέντος ἀνθρώπου καὶ τὴν ἀκεραιότητα τῆς καλῆς λίαν Δημιουργίας. Ἡ Ἐκκλησία ὅταν ὁμιλῇ, τὸ πράττει διὰ νὰ ὑπερασπισθῇ τὸν ἄνθρωπον»11.
Ὁ μεγάλος αὐτὸς κοινωνικὸς ἐργάτης ἐδῶ καὶ τριάντα χρόνια ἐργάζεται ἀνυστάκτως ὄχι μόνον γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς ἀξίες τοῦ ἀνθρωπισμοῦ μέσα στὸν σύγχρονο κόσμο. Ὁ στενός του συνεργάτης καθηγητὴς
Δεληκωνσταντῆς, εὐστόχως καὶ περιεκτικῶς συνοψίζει τὴν ἐργασία του ὡς ἑξῆς: «Ὁ Πατριάρχης δὲν σιώπησε καὶ δὲν σιωπᾷ ἀπέναντι στὰ φλέγοντα προβλήματα, ἀπέναντι στὴν μισαλλοδοξία, τὴν ἀδικία καὶ τὴν ἀπανθρωπία τῆς βίας. Παραμένει ἄνθρωπος τῆς παράδοσης καὶ τῆς πρωτοπορίας, τῆς πράξης καὶ τοῦ λόγου, τῆς πραότητος καὶ τῆς ἀγωνιστικότητος, τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ἀκαταπόνητης στράτευσης γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο του, ἄνθρωπος ὄχι μόνον τῶν μεγάλων ὁραμάτων, ἀλλὰ καὶ τῶν ῥεαλιστικῶν ἐπιλογῶν. Ξέρει νὰ ἀκούῃ, σὲ μιὰ ἐποχή, ὅπου ἡ ἀκοὴ εἶναι ἡ χαμένη αἴσθησι. Φυλάσσει τὸν τόπον, τὸ μαρτυρικὸ Φανάρι, ἁγιάζει τοὺς πιστούς, ἐμψυχώνει τὸ ποίμνιό του, μὲ ἰδιαίτερη μέριμνα γιὰ τὴν νεολαία σὲ δύσκολους καιρούς, ὑπερασπίζεται τὰ δίκαια τῆς Ῥωμιοσύνης, ἀναλώνεται γιὰ τὴν διάσωσι τῆς χριστιανικῆς κληρονομιᾶς στὴν Μικρὰ Ἀσία, καὶ παράλληλα ταξιδεύει στὰ πέρατα τῆς γῆς, δίνοντας τὴν καλὴ μαρτυρία τῆς ἀγάπης, τοῦ σεβασμοῦ τῆς διαφορετικότητος καὶ τοῦ οἰκουμενικοῦ πνεύματος, μὲ ἀξιοθαύμαστη ἀπήχησι. Διαλέγεται γιὰ τὴν εἰρήνη καὶ τὴν δικαιοσύνη μὲ πολιτικούς, μὲ τὴν διανόησι, μὲ ἐκπροσώπους τῆς κοινωνίας τῶν πολιτῶν, συζητᾷ μὲ τοὺς νέους καὶ τοὺς καθημερινοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴν ἀλληλεγγύη μὲ τὸν συνάνθρωπο καὶ γιὰ τὴν προστασία τοῦ περιβάλλοντος»12.
Ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος εἶναι καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Κωνσταντίνου Πόλεως καὶ τοῦ μικροῦ ἐναπομείναντος ποιμνίου, περὶ τοῦ ὁποίου, ὡς ὁ μέγας τῶν ἐθνῶν Ἀπόστολος, καθ᾿ ἡμέραν κοπιάζει καὶ μεριμνᾷ «ἐν κινδύνοις ἐκ γένους καὶ ἐξ ἐθνῶν, ἐν ψευδαδέλφοις, ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ»13. Γιὰ τὸν κάθε ἕνα Ῥωμηὸ τῆς Πόλεως ξεχωριστὰ ἐνδιαφέρεται καὶ ἐγκύπτει στὸ πρόβλημά του, γίνεται ἱκέτης γιὰ πολλούς. Οἱ τσέπες του εἶναι τρύπιες.
Ἡ ἀγωνία του γιὰ τὸ αὔριο τῆς Ῥωμηοσύνης ἀποφέρει καρπό. Οἱ Ῥωμηοὶ ἔφυγαν, οἱ Ἐκκλησίες μία-μία ἐγκατελείφθησαν, τὰ σχολεῖα, τὰ ἱδρύματα πνέουν τὰ λοίσθια· ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος ὄρθιος. Ἡ Κωνσταντινούπολις ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τῆς πατριαρχείας του ἔγινε ἐργοτάξιο πραγματικό. Πάνω ἀπὸ 40 ἱεροὶ ναοὶ ἀνεκαινίσθησαν, τὰ ἱδρύματα ὁμοίως, καὶ κατὰ τὶς ἡμέρες μας σειρὰ ἔχει τὸ μεγαλύτερο πανευρωπαϊκῶς ξύλινο κτήριο, τὸ ὀρφανοτροφεῖο τῆς Πριγκήπου. Καὶ προχωρεῖ.
Μοναδικὸς καὶ ἀνεπανάληπτος διδάσκαλος τῆς ἀγάπης γιὰ τὴν Πατρίδα. Ἀπευθυνόμενος σὲ πολίτες ποὺ διαβιοῦν ἐκτὸς τῆς Πόλεως εἶπε: «Τὸ ὅραμα τοῦ Ὀδυσσέως ἦτο ἡ Ἰθάκη, ὁ καπνὸς ἐκ τῆς ἑστίας τῆς πατρικῆς αὐτοῦ οἰκίας. Αἱ παιδικαὶ ἀναμνήσεις. Τῶν προγόνων οἱ τάφοι. Τῆς πατρίδος τὸ χῶμα». Ἐκεῖ ποὺ ὑποκλινόμαστε εἶναι ἡ ἀγάπη του γιὰ τὴν νῆσο Ἴμβρο. Τὸ μαῦρο 1964 διαδέχεται ἡ φωτεινὴ πατριαρχεία τοῦ Βαρθολομαίου, κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἥλιος τῆς ἐλπίδος καὶ τῆς ἀναγεννήσεως δὲν δύει. Ῥεκὸρ ἀνακαινίσεων ἱερῶν ναῶν, ἐξωκκλησίων, ἡ ἐπιστροφὴ τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων στὰ πλήρως ἀνακαινισμένα καὶ ἐξοπλισμένα σχολεῖα. Στὴν γενέτειρά του, τοὺς Ἁγίους Θεοδώρους, λειτουργεῖ
Νηπιαγωγεῖο καὶ Δημοτικὸ μὲ 29 μαθητάς, καὶ στὰ Ἀγρίδια Γυμνάσιο καὶ Λύκειο μὲ 30 μαθητάς. Οὔτε οἱ ἴδιοι οἱ Ἴμβριοι δὲν πιστεύουν τὰ ὅσα συντελοῦνται στὸν τόπο τους!
Ἀπάντησι στὴν ἀπορία δίδει ὁ ἀκαδημαϊκὸς καὶ ἀκτιβιστὴς γιὰ τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα Ἄριελ Ντόρφμαν: «Μερικὲς φορὲς εἶναι σωστὸ νὰ ὀνειρεύεσαι τὸ ἀδύνατο, νὰ ζητᾷς τὸ ἀδύνατο, νὰ κράζῃς γιὰ τὸ ἀδύνατο. Ὑπάρχει ἡ πιθανότητα ἡ ἱστορία νὰ ἀκούῃ. Ὑπάρχει ἡ πιθανότητα ἡ ἱστορία νὰ ἀπαντήσῃ». Καὶ στὸν Βαρθολομαῖο, ἡ ἱστορία καὶ ἄκουσε καὶ ἀπάντησε!
Ἀπευθυνόμενος στὴν Ἰμβριακὴ νεολαία ποὺ ὑπεραγαπᾷ, τονίζει ὅτι πρέπει νὰ διαφυλάξῃ: «ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ τὰς πατρῴας παραδόσεις καὶ τὰς ἀνεκτιμήτους ἀξίας, αἱ ὁποῖαι συγκροτοῦν τὴν ταυτότητά μας καὶ ἔσωσαν τὸ Γένος μας. Παρακαλοῦμε νὰ ἐπισκέπτεσθε τὴν Ἴμβρο τῶν προγόνων μας, γιὰ νὰ ἀγάλλωνται οἱ ζῶντες καὶ νὰ σκιρτοῦν αἱ ψυχαὶ τῶν ἐκλιπόντων. Διὰ νὰ συνεχίσῃ νὰ κτυπᾷ ἡ καμπάνα. Διὰ νὰ ἀκούεται ἡ πατρογονικὴ λαλιὰ τῶν Ἰμβρίων. Σᾶς προσκαλοῦμε νὰ στηρίζετε τὴν λειτουργίαν τῶν σχολείων μας, ἡ ὁποία ἐδημιούργησε νέες ἐλπίδες γιὰ ἕνα καλύτερον μέλλον διὰ τὴν Ἴμβρον. Καὶ νὰ θέτετε πάντοτε τὸ ἐρώτημα: ἂν δὲν ἐνδιαφερθοῦμε καὶ δὲν ἀγωνισθοῦμε ἐμεῖς γιὰ τὴν Ἴμβρο, ἆραγε ποῖος ἄλλος θὰ τὸ πράξῃ;».
Ὅλο αὐτὸ τὸ ἔργο τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου, εἶναι ἔργο πίστεως. Ὁ πολιὸς ἡγούμενος τῆς μονῆς Τατάρνης ἀρχιμ. Δοσίθεος, γράφει τὰ ἑξῆς συγκλονιστικά: «Ὁ Πατριάρχης μας εἶναι ἄνθρωπος προσευχῆς καὶ πίστεως. Πολλῆς προσευχῆς καὶ πολλῆς πίστεως. Δυὸ γεγονότα ἀρκοῦν. Μοῦ τὰ διηγήθηκε ἄνθρωπος μορφωμένος, καταξιωμένος στὸν χῶρο του, γνωστὸς στὸ πανελλήνιον, ἀλλὰ καὶ παγκοσμίως. Εἶναι ὁ Ἕλληνας τῶν δύο Ὄσκαρ14. Τὰ καταγράφω ὅπως μοῦ τὰ διηγήθηκε.
«Φιλοξενοῦμαι στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης. Πρωΐ-πρωῒ σημαίνει τὸ καμπανάκι τῆς ἐκκλησίας γιὰ τὸν ὄρθρο. Ἀπὸ ὕπνο εἶχα χορτάσει, σηκώνομαι νὰ πάω κι ἐγώ. Μόλις εἶχε ἀρχίσει νὰ γλυκοχαράζῃ. Μέσα στὸν ναὸ ἦταν ἀκόμη σκοτεινά. Τὰ λιγοστὰ κανδήλια φώτιζαν ἀχνὰ τὰ πρόσωπα τῶν εἰκόνων τοῦ τέμπλου. Ἕνας καλογερόπαπας Ἁγιορείτης, ἡ μόνη ἀνθρώπινη παρουσία, διάβαζε τὸν ἑξάψαλμο. Μπαίνω ἥσυχα-ἥσυχα στὸν Νάρθηκα. Στὸ μανουάλι εἶχε ἀναμμένα δύο κεριά. Αἰσθάνθηκα τὴν ὕπαρξι ἀνθρώπου. Γυρίζω δεξιά. Βλέπω στὸ στασίδι ἕνα κληρικό. Ἦταν ὄρθιος δίπλα στὴν θαυματουργὸ εἰκόνα τῆς Πάντων Χαρᾶς -ἔτσι λέγεται, ἂν δὲν ἀπατῶμαι. Ὁ Πατριάρχης! Προσηύχετο. Ἀπὸ τὸν ναὸ ἀκουγόταν καθαρά: «Κύριε, τί ἐπληθύνθησαν οἱ θλίβοντές με; Πολλοὶ ἐπανίστανται ἐπ᾿ ἐμέ. Πολλοὶ λέγουσι τῇ ψυχῇ μου, οὐκ ἔστι σωτηρία αὐτῷ ἐν τῷ Θεῷ αὐτοῦ… Οὐ φοβηθήσομαι ἀπὸ μυριάδων λαοῦ τῶν κύκλῳ συνεπιτιθεμένων μοι. Ἀνάστα, Κύριε, σῶσόν με, ὁ Θεός μου…». Δάκρυα ἔῤῥεαν ἀπὸ τὰ μάτια του. Κόπηκα, λύθηκαν τὰ γόνατά μου. Ὀπισθοχώρησα, πρὶν μὲ ἀντιληφθῇ, πρὶν ἡ παρουσία μου διακόψῃ τὴν
προσευχή του. Κάτι μ᾿ ἔδιωχνε. Μάζεψα τὰ πράγματά μου. Ἔφυγα. Πῆρα τὸ πρῶτο βαπόρι τῆς γραμμῆς, ἔφθασα στὴν Πόλι, καὶ κατ᾿ εὐθεῖαν στὸ ἀεροδρόμιο. Ἀπ᾿ τὴν Ἀθήνα τοῦ ἔστειλα ἕνα γράμμα. Παναγιώτατε, ζητῶ συγγνώμη, γιατὶ ἔφυγα χωρὶς νὰ εἰδοποιήσω. Δὲν θέλησα νὰ σᾶς διακόψω. Ἀλλὰ τὴν στιγμὴ ποὺ σᾶς εἶδα προσευχόμενο καὶ δακρύοντα κατάλαβα ὅτι φέρετε στοὺς ὤμους σας ὅλη τὴν οἰκουμένη».
Τὸ ἄλλο περιστατικό.
«Πηγαίνω στὸ Πατριαρχεῖο. Πρωΐ-πρωΐ, κατὰ ἡ ὥρα ὀκτώ. Μπαίνω στὴν αὐλή, κανείς. Πάω στὰ γραφεῖα, ἀνοίγω τὴν πόρτα, κανείς, χτυπῶ ἄλλη πόρτα, ψυχή. Περνάω διαδρόμους, οὐκ ἦν φωνή, οὐκ ἦν ἀκρόασις· φθάνω στὸ κελλὶ τοῦ Πατριάρχου. Ἡ πόρτα μισάνοιχτη, ὁ Πατριάρχης γράφει χωμένος σὲ ἔγγραφα καὶ ἐπιστολές. -Συγγνώμη, Παναγιώτατε, ἀλλὰ δὲν συνάντησα ψυχή. Δὲν φοβᾶσθε; Κάποιος μπορεῖ νὰ σᾶς ἐπιτεθῇ! Βάλτε μιὰ κλειδαριὰ ἀσφαλείας τοὐλάχιστον. -Δὲν φοβοῦμαι, ἀπήντησεν ὁ Πατριάρχης. Ἔχω τὴν Παναγία ποὺ μὲ φυλάττει». Δὲν νομίζω ὅτι αὐτὴ τὴν ἀπάντησι θὰ μποροῦσαν νὰ τὴν δώσουν πολλοὶ ἀπὸ μᾶς…»15.
Ἀγαπητοί μου, «ὠκεανὸς εἰς κοτύλην οὐ χωρεῖ».
Τὰ τῆς δοξασμένης καθέδρας τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἶναι ἀτελεύτητα, διότι ἡ Πόλις αὐτὴ ξεπερνᾶ κάθε ἄλλη πόλι, ὅσο τὴν γῆ ὁ ἀστροστόλιστος οὐρανός. Ἡ Πόλη αὐτὴ μᾶς διδάσκει ὅτι ἡ Ῥωμηοσύνη σὰν τόπος καὶ σὰν ἰδέα ξεπερνᾷ τὸν Ἑλλαδισμό. Ῥωμηὸς Ἕλληνας εἶναι μόνον Ὀρθόδοξος, ἐνῷ ὁ «σκέτος» εἶναι πολλὰ ἄλλα, ἐκτὸς ἀπὸ ὀρθόδοξος. Ὁ ἀείμνηστος Κωνσταντῖνος Μητσοτάκης δήλωσε στὴν ΕΤ 1: «Ἀγαπῶ τὴν Πόλη, καὶ τὴν ἐπισκέπτομαι συχνά. Δημιουργεῖ ἕνα γλυκόπικρο αἴσθημα. Δὲν πηγαίνουμε στὴν Πόλη, ἐπιστρέφουμε»16. Καὶ κατὰ τὴν ἐπιστροφή μας, μᾶς περιμένει ὁ Γενάρχης καὶ φύλακας τῶν ἱερῶν καὶ τῶν ὁσίων τῆς Ῥωμηοσύνης, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, ὁ ὁποῖος μὲ τοὺς λόγους τοῦ προκατόχου του καὶ ἱδρυτοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Γερμανοῦ Δ΄, τοῦ ἀπὸ Δράμας καὶ Δέρκων, μᾶς ἐξηγεῖ γιατί σηκώνει στοὺς ὤμους του τὸν βαρὺ σταυρὸ τῆς πατριαρχείας ἐδῶ καὶ τριάντα χρόνια: «Τὸ βάρος τῆς πατριαρχείας καὶ τῆς θλίψεως καὶ δυσκολίας τούτου τοῦ πολυωδύνου ὑπουργήματος ἐγνωρίζομεν καλῶς· ἀλλ᾿ αἱ πρὸς ἀποφυγὴν ἀντιστάσεις μας οὐδὲν ἴσχυσαν εἰς τὰς κοινὰς αἰτήσεις καὶ προτροπὰς πάντων, ὑποσχεθέντων μάλιστα πρόθυμον συναντίληψιν καὶ σύμπραξιν μεθ᾿ ἡμῶν, καὶ ἐπὶ τῇ βάσει καὶ ἐλπίδι τῶν ὑποσχέσεων τούτων πεισθέντες, ἐδεξάμεθα τὴν πρόσκλησιν καὶ εἰς τὴν φωνὴν τοῦ ἔθνους, ὡς εἰς φωνὴν ἀληθῶς Κυρίου, καὶ ἄκοντες ὑπεχωρήσαμεν ἀπὸ τῆς φίλης ἡμῖν ἡσυχίας καὶ ἐπαρχίας»17.
Αὐτὴ ἡ μοναδικὴ προσωπικότης χρειάζεται τὴν ἀγάπη, τὴν προσευχή μας καὶ τὴν παρουσία μας στὰ ἱερὰ σεβάσματα τῶν πατέρων μας, τῶν ὁποίων ἀκοίμητος φύλακας ὑπάρχει, ὅπως καὶ ὁ ἴδιος εἶπε σὲ ὁμιλία του στὸ Εὐρωπαϊκὸ
Κοινοβούλιο18: «Διακονοῦμεν παράδοσιν δέκα καὶ ἑπτὰ αἰώνων μεριμνῶν καὶ ἀγώνων διὰ τὴν σωτηρίαν καὶ ἑνότητα τοῦ Πολιτισμοῦ τῆς Εὐρώπης».
Εἴθε, Παναγιώτατε πάτερ καὶ δέσποτα, νὰ αἴρῃς ἐν ὑπομονῇ, ἐν ὑγείᾳ καὶ πνευματικῇ εὐρωστίᾳ τὸν Σταυρὸ τῆς Πατριαρχείας Σου, τὸν σταυρὸ τῆς Ῥωμηοσύνης· καὶ ἔστω σοι γνωστόν, ὅτι ἐμεῖς ὡς ταπεινοὶ κυρηναῖοι, δοξάζοντες τὸν Τριαδικό μας Θεὸ θὰ συναίρομεν τὸν σταυρόν σου, σὰν θὰ σὲ ἀκοῦμε νὰ σιγοψιθυρίζῃς τὰ λόγια τοῦ ποιητοῦ:
«Ἔτσι πάντα ἐδῶ στὴν Πόλι ζοῦμε ’μεῖς
μὲ τὸ φῶς καὶ τὸ σκοτάδι νὰ μᾶς ῥαίνουν
μὲ χιλιάδες ἀνερμήνευτες βοὲς
ποὺ μὲ πάθος τὴν καρδιά μας συνεπαίρνουν.
Σᾶς φιλῶ ἀπὸ τὴν Πόλι ἀδερφικά…
Κάποιο σύννεφο μοῦ ῥίχνει τὴν σκιά του…
Μά, νομίζω ὅτι μέσα μας βαθιὰ
ὁ καθένας κρύβει τὴν Ἁγιά-Σοφιά του…»19