Του π. Ηλία Μάκου
Μέσα στις μέριμνες και στις ποικίλες φροντίδες της καθημερινότητας οι εθνικές εορτές, όπως αυτή της 28ης Οκτωβρίου, αποτελούν σταθμούς περισυλλογής και παραδειγματισμού.
Το έπος του 40, διεγείρει την ιστορική μας μνήμη, αλλά και την πατριωτική μας συνείδηση, αλλά και μας υπενθυμίζει το ρόλο και τη θυσία των λειτουργών της Ορθόδοξης Εκκλησίας στους εθνικούς αγώνες.
Σ’ έναν περιποιημένοτάφο, στο προαύλιο της Παναγίας της Εκκλησίας στο Δελβινάκι, υπάρχει μια λιτή επιγραφή: “ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΤΣΟΚΩΝΑΣ – ΕΠΕΣΕ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΟΣ – 25/11/1940”.
Από το Δελβινάκι η καταγωγή του αρχιμανδρίτη Χρυσόστομου Τσοκώνα, και, όταν ήρθε η ώρα, βρέθηκε με ήρεμο θάρρος μπροστά στη “δοκιμασία” του δικού του εθνικού παρόντος.
Πάνω από τα όνειρά του έβαλε την αξιοπρέπεια της Πατρίδας, και απερίσπαστος, χωρίς προσωπικές φιλοδοξίες, έφτασε στο τέρμα, που ήταν η θυσία, ωστόσο την ίδια στιγμή ασπάστηκε την αθανασία.
Πέρα από τη νίκη του Έθνους, επιθυμεί διακαώς και την επιστροφή των ανθρώπων στο Χριστό.
Ως στρατιωτικός ιερέας του 40ου Συντάγματος Ευζώνων Άρτας, στυλώνεται ήρωας και πρόμαχος.
Στις 14 Οκτωβρίου του 1940 επισκέφτηκε μονάδα στο Δεσποτικό Ιωαννίνων και γράφει: “Ωμίλησα και πάλιν περί των βαθυτέρων αιτιών της σημερινής πολεμικής θεομηνίας (σ.σ.:είχε ξεσπάσει ο β΄ παγκόσμιος πόλεμος στην Ευρώπη). Από πνευματικής απόψεως δοκιμάζω πολλούς πειρασμούς. Άλλο όπλο αποκρούσεως δεν έχω, εκτός της προσευχής. Έχω πεποίθηση ότι ο Κύριος δεν θα με εγκαταλείψη, θα με ενισχύση να εξέλθω νικητής εις τον αγώνα αυτόν και να εκπληρώσω το καθήκον μου και την αποστολήν μου”.
Ο πόλεμος ξεσπά και στην Ελλάδα με την απρόκλητη επίθεση των Ιταλών. Ο π. Χρυσόστομος στην πρώτη γραμμή άμυνας.
Στις 5 Νοεμβρίου του 1940, στο χωριό Δραγωμή, καταγράφει στο ημερολόγιό του:”Από μακριά ακούεται ο βόμβος αεροπλάνων… Ακούονται κατά το Καλπάκιο οι κρότοι των πολυβόλων και των βομβών, που εκρήγνυνται. Δεν πρέπει, όμως, να φοβούμαι, πρέπει να δίνω θάρρος και να ενισχύω τους άνδρας… Ο φόβος άρχισε να μας κυριεύη, αλλά πρέπει να περιμένω τας βόμβας ως δώρα της αγάπης του Χριστού. Δεν έχω αρκετή αγάπη προς τον Χριστόν”.
Όμως , έχει πάρει τη γενναία απόφασή του. Αν είναι να πέσει, κρατώντας την ασπίδα του χρέους, ας πέσει. Και έπεσε “υπέρ βωμών και εστιών”. Πέρασε απ’ το ‘να φως, αυτό της υπεράσπισης της πατρώας γης, στ΄ άλλο φως, της αιώνιας ζωής. Και τα βλέφαρά του τα σφάλισε η ηλιαχτίδα της ελευθερίας.
Στις 25 Νοεμβρίου του 1940, κοντά στο Περιστέρι Ιωαννίνων, τον χτύπησε μια ιταλική βόμβα από αεροπλάνο, ένα βλήμα του έκοψε το πόδι και άλλα 3-4 του τρύπησαν το θώρακα, και σύρθηκε μέχρι το κορμό μιας αγραχλαδιάς, ακούμπησε το κεφάλι του και παρέδωσε το πνεύμα του.
Ήταν μόλις 27 ετών. Και έγινε ο πρώτος νεκρός ιερωμένος του πολέμου του ’40.
Η αγάπη του για την υπεράσπιση της γης των πατέρων του από την ξένη επιβουλή και με την πεποίθηση ότι οι Έλληνες είχαν το δίκαιο με το μέρος τους, του έδινε την παρρησία να προσεύχεται ολόθερμα στον Κύριο και την Παναγία, τη Σκέπη των αδικουμένων για τη νίκη.
Χωρίς να μισεί τους εισβολείς… Τέτοια αγάπη, τέτοια ταπείνωση… Κήδευε ακόμη και τους Ιταλούς. Αναφέρει στο ημερολόγιό του: “Εις το Εκκλησοχώρι θα κηδεύσω τον αποθανόντα Ιταλόν τραυματίαν, που είχεν αποθάνει κατά τας 3 το βράδυ…
Ο ατυχής έκειτο εις το νεκροκρέββατον του χωρίου εντός του γυναικωνίτου. Ήταν νέος με πλούσια και αρμονικά χαρακτηριστικά…
Του εψάλαμεν με τον Κώστα όχι πλήρη την νεκρώσιμον ακολουθίαν και τον εθάψαμε εις την γωνίαν του κοιμητηρίου, να έχη ανάπαυσιν κάτω από τη σκιά του πουρναριού. Άγνωστος.
Δεν ημπορέσαμεν να μάθωμεν το όνομά του Οι δικοί του θα τον περιμένουν να επιστρέψει και ζήτημα είναι αν μάθουν ποτέ που κείται το σώμα του, Ο Θεός να αναπαύση την ψυχή του…”.
Τα όπλα του ήταν πνευματικά.
Αισθάνονταν τις δύσκολες εκείνες στιγμές την “Ελευθερώτρια” να τον σκεπάζει και η πίστη και η ευσέβειά του ήταν το ηθικό στήριγμά του.
Όπλο του ακόμη η φιλοπατρία η θερμή, η στοργή προς τα αιματοποτισμένα Ελληνικά χώματα, που έκρυβαν τα κόκκαλα των προγόνων του.
Όπλο του ακόμη ο ενθουσιασμός του, ο οποίος δεν γνώριζε τι πάει να πει εμπόδια.
Με αυτά τα όπλα ο π. Χρυσόστομος, αλλά και ο Έλληνες στρατιώτες, έδειξαν ότι ξέρουν να μάχονται και να χαράζουν αποφασιστικά το δρόμο του ηρωισμού και της αξιοπρέπειας.
Τότε, το 1940, η ψυχή των Ελλήνων φάνηκε πέρα ως πέρα Ελληνική. Πιστή ψυχή. Χριστιανή ψυχή.
Η Ορθόδοξη πίστη και η αγνή φιλοπατρία είναι η ανίκητη δύναμή μας.
Αυτή δημιούργησε το 1940, αυτή μπορεί κι άλλα το ίδιο σπουδαία και σπουδαιότερα ακόμη να δημιουργήσει.