Αυτή την ιστορία αφηγείται ο κ. Νικόλαος Ταμβάκης, γεωπόνος στον Εθνικό Κήπο επί 32 ολόκληρα χρόνια.
Ο Κήπος μέσα στον πυκνό ιστό της πόλης, μια αληθινή όαση, με το Ζάππειο Μέγαρο να διακρίνεται στο κάτω μέρος της εικόνας και τη Βουλή των Ελλήνων (πρώην βασιλικό ανάκτορο, άνω αριστερά). Δεξιά, ως προέκταση, φαίνεται το μετέπειτα βασιλικό ανάκτορο, σημερινό Προεδρικό Μέγαρο στην οδό Ηρώδου του Αττικού).
«Από το 1953, που προσλήφθηκα, αρχικά ως ωρομίσθιος γεωπόνος, άρχισα να ψάχνω την ιστορία του Εθνικού Κήπου. Μελέτησα διάφορα ιστορικά βιβλία και κατέγραφα ό,τι στοιχείο έβρισκα. Εφτασα μέχρι τα Γενικά Αρχεία του Κράτους –τότε ήταν στα υπόγεια της Εθνικής Βιβλιοθήκης– αναζητώντας το οθωνικό αρχείο, που κανείς δεν το είχε ανοίξει μέχρι τότε. Τρεις μηνιαίες άδειες έχω ξοδέψει έτσι», λέει ο κ. Ταμβάκης.
Το πάρκο του Απόλλωνα
Ο χώρος του Εθνικού Κήπου ήταν ανέκαθεν χώρος πρασίνου. Στην αρχαία Αθήνα –γύρω στο 600 π.Χ.– υπήρχαν τρία δημόσια πάρκα εκτός των τειχών της πόλης, εκεί που ήταν και τα Γυμνάσια. Το μεγαλύτερο βρισκόταν στην Ακαδημία Πλάτωνος, το οποίο ήταν φυτεμένο και με «μωρίες ελαίες», η καταστροφή των οποίων επέσυρε την ποινή του θανάτου. Το δεύτερο πάρκο ήταν στο δήμο Κυνοσάργους –αριστερά στην Καλλιρρόης– και το τρίτο ήταν το ιερό άλσος του Λυκείου, αφιερωμένο στον Απόλλωνα, πολύ κοντά από εκεί που είναι σήμερα ο Εθνικός Κήπος.
«Η τοποθεσία ήταν ιδανική σε μια Αθήνα που πάντα είχε πρόβλημα λειψυδρίας, γιατί όλα τα υδραγωγεία της πόλης περνούσαν από εκεί. Ακόμη και σήμερα μία από τις πηγές άρδευσης του Κήπου είναι το αρχαίο υδραγωγείο του Πεισίστρατου».
Το υπόγειο υδρευτικό δίκτυο του Πεισίστρατου (600-528 π.Χ.) ξεκινούσε από τον Υμηττό, διέσχιζε την Αθήνα παράλληλα με τον Ιλισό και έφτανε μέχρι τον Αγιο Θωμά στο Γουδή.
«Το 1920 συνέδεσαν σε αυτό καινούργιους μαντεμένιους σωλήνες και έτσι μέχρι σήμερα 1.050 κυβικά νερού χύνονται καθημερινά στην πρώτη λίμνη του Κήπου από την είσοδο της Βασιλίσσης Σοφίας, ακολουθώντας την ίδια αρχαία διαδρομή», αναφέρει ο κ. Ταμβάκης.
Σπάνια παλαιά φωτογραφία της εισόδου στον Κήπο.
«Εκεί όπου, όπως μου έλεγε ένας αρχαιότερος συνάδελφος, έβλεπε τον Κωστή Παλαμά να περπατά» προσθέτει συγκινημένος. Ο Θεόφραστος στη «Φυτών Ιστορία» μάς ξεναγεί στο Λύκειον του Απόλλωνα και αναφέρει ως καλλωπιστικά φυτά της εποχής τις λεύκες, τις τελέες, τις πικροδάφνες, τα πεύκα και τις λυγαριές. Κάνει λόγο και για ένα μεγάλο πλάτανο «τρεις και τριάκοντα πήχες» (περίπου 15 μέτρα) που υπήρχε εκεί.
«Προς τιμήν του φυτέψαμε το 1977 έναν πλάτανο, που υπάρχει μέχρι σήμερα, και μάλιστα εμείς οι παλιοί, που ξέρουμε, τον λέμε “πλάτανο του Θεόφραστου”».
Οι Ρωμαίοι
Η πρώτη μεγάλη καταστροφή για τα πάρκα της Αθήνας χρονολογείται το 86 π.Χ., όταν ο Ρωμαίος στρατηγός Σύλλας έκοψε όλα τα δέντρα από το πάρκο της Ακαδημίας και το Λύκειον του Απόλλωνα για να φτιάξει πολιορκητικές μηχανές.
«Η μόνη περίοδος που οικοδομήθηκε ο χώρος του Εθνικού Κήπου ήταν το 2ο μ.Χ. αιώνα, επί Αδριανού. Η περίφημη Πύλη του χώριζε την πόλη του Θησέως, δηλαδή την παλιά Αθήνα, από την πόλη του Αδριανού, την Αδριανούπολη, στο σημερινό Ζάππειο. Τότε κάποιοι Ρωμαίοι αξιωματούχοι έχτισαν εκεί τις βίλες τους. Και πάλι όμως οι βίλες αυτές είχαν τεράστιους κήπους».
Το μωσαϊκό μιας τέτοιας βίλας σώζεται μέχρι σήμερα. Θα το δείτε μπαίνοντας από την είσοδο της Βασιλίσσης Σοφίας, αριστερά της λίμνης. Από τον 3ο αιώνα και μετά η Αθήνα παρακμάζει και τα πάρκα της παραμένουν για αιώνες χέρσος τόπος.
Στου ΄Οθωνα τα χρόνια
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας όχι μόνο δεν υπήρχαν πάρκα στην Αθήνα αλλά εξαφανίστηκε και το τελευταίο δέντρο που υπήρχε στην αττική γη, για να χτίσουν και να ζεσταθούν οι κάτοικοί της. Όταν έφτασαν οι Βαυαροί, η έκταση του Κήπου είχε μόνο γαϊδουράγκαθα. Εκεί, όμως, μπροστά στα βασιλικά ανάκτορα του Οθωνα και της Αμαλίας –το κτίριο που στεγάζει σήμερα τη Βουλή–, θα γινόταν ο κήπος που είχε ονειρευτεί η Αμαλία.
«Μολονότι ελάχιστα σπιτάκια υπήρχαν μέσα στα 159 στρέμματα που προορίζονταν να γίνουν ο Βασιλικός Κήπος, μόλις οι κάτοικοι της γύρω περιοχής κατάλαβαν ότι οι βασιλείς ενδιαφέρονταν για την έκταση αυτή, άρχισαν να παρουσιάζονται διάφοροι “ιδιοκτήτες” μέσα από τα γαϊδουράγκαθα… Όσοι κατάφεραν να το αποδείξουν, αποζημιώθηκαν προς 40 λεπτά τον τετραγωνικό πήχυ –πολλά λεφτά τότε– και η Αμαλία ξεκίνησε τη διαμόρφωσή του».
Τα σχέδια και την επιμέλεια της φύτευσης είχε κυρίως ο Γάλλος αρχιτέκτονας και κηποτέχνης Λουί Μπαρό. Ο ίδιος έφτιαξε τους περίφημους κήπους του Ντολμά Μπαξέ στην Κωνσταντινούπολη το 1854. Ο Κήπος έχει ως πρότυπο τους αγγλικούς κήπους του Μονάχου, είναι γραφικός, καμπυλωτός. Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι δρομίσκοι του (συνολικά 7,5 χιλιόμετρα) είναι ελικοειδείς, που οδηγούν πάντα σε κάτι διαφορετικό: ένα παρτέρι, μια ομάδα θάμνων, μια λίμνη, έναν πετρόκηπο.
Η πρώτη παραγγελία έγινε το 1839 και το φθινόπωρο του ίδιου έτους το ελληνικό ιστιοφόρο «Φοίνιξ» έφτασε στον Πειραιά από τη Γένοβα φορτωμένο με 15.000 φυτά από όλο τον κόσμο. Τότε πρωτοήρθαν στην Ελλάδα και τα καλλωπιστικά φυτά που έχουμε μέχρι σήμερα στους κήπους μας. «Με αυτά τα φυτά καλύφθηκαν 30 στρέμματα κήπου, από τη μεσημβρινή πλευρά της Βουλής ως το Ζάππειο, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Χοχ. Ήταν η πρώτη φορά που φυτευόταν πάρκο στη νεότερη Ελλάδα και όλοι ενδιαφέρονταν. Έχω βρει ιδιόχειρο σημείωμα του Κανάρη, που στέλνει, όπως αναφέρει, ένα “βρίκιον”, δηλαδή καΐκι, στη Βόρεια Εύβοια για να φέρει άγρια φυτά για τον κήπο της Αμαλίας. Επίσης ο Ραγκαβής στα απομνημονεύματά του αναφέρει ότι το 1850 ένας Έλληνας ομογενής εξ Αιγύπτου, ενθουσιασμένος που θα γινόταν ένα μεγάλο πάρκο στην Αθήνα, έστειλε ένα πλοίο γεμάτο “γάστρες παντοίων φυτών”».
Λέγεται ότι η Αμαλία περνούσε τουλάχιστον τρεις ώρες την ημέρα ασχολούμενη προσωπικά με τον κήπο. Μάλιστα, το κάθισμά της σώζεται μέχρι σήμερα. Βρίσκεται κοντά στην παιδική χαρά. Από εκεί είχε την ωραιότερη θέα της Αθήνας. Έβλεπε το λόφο του Αρδηττού, την Ακρόπολη, τους Στύλους του Ολυμπίου Διός και από εκεί τη θάλασσα μέχρι την Αίγινα.
«Το 1842 φύτεψε η ίδια τους φοίνικες που υπάρχουν μέχρι σήμερα στην πλευρά της οδού Αμαλίας, με σπόρους (!) που έφερε από την Αμερική. Είχε στην υπηρεσία της περισσότερους από 50 κηπουρούς και η συντήρηση ενός τέτοιου κήπου ήταν πολυδάπανη υπόθεση, αφού ο κάθε θάμνος στοίχιζε 2 δραχμές, το ημερομίσθιο 2,5 δραχμές και μια παροχή νερού 200 δραχμές. Στη συνέχεια άρχισε να φέρνει και ζώα».
Το 1852 ξέσπασε μια φοβερή θύελλα στην Αττική, που έριξε έναν από τους κίονες στο μνημείο του Ολυμπίου Διός. Ο κίονας αυτός παραμένει έκτοτε πεσμένος. Μάλιστα είχε επικρατήσει μεταξύ των Αθηναίων η έκφραση «τον καιρό της κολόνας»! Την ίδια βραδιά ξεριζώθηκαν και τα περισσότερα από τα μεγάλα δέντρα του Κήπου. Και παρόλο που το Ναυτικό έστειλε ναύτες με βίντσια και σκοινιά και σήκωσαν τα δέντρα, ελάχιστα από αυτά επιβίωσαν.
«Ο Εθνικός Κήπος είναι το έργο ζωής της Αμαλίας. Μάλιστα, το αρχικό της σχέδιο ήταν να φτάνει μέχρι και την Πύλη του Αδριανού. Αν δεν τους διώχναμε το 1863, θα ήταν διπλάσιος ο Κήπος μας σήμερα. Δεν τη θέλαμε, τη φουκαριάρα, γιατί δεν έκανε παιδιά. Έκανε όμως τον Κήπο…» λέει ο κ. Ταμβάκης.
Βέβαια, στον τότε Βασιλικό Κήπο δεν επιτρεπόταν η είσοδος στο λαό παρά ελάχιστες μέρες το χρόνο, όταν έλειπαν οι βασιλείς από τα ανάκτορα.
Οι πύλες του… παραδείσου στο λαό
Η εγκατάλειψή του από τον Γεώργιο τον Α’, ο χαρακτηρισμός του ως κρατικού δημόσιου κήπου, η μετονομασία του και η «ελευθέρας» στους πολίτες
Μετά την έξωση του Όθωνα, ο Γεώργιος Α’ ανέλαβε τη συντήρησή του, ουσιαστικά όμως ο Κήπος εγκαταλείφθηκε. Έτσι, το 1923 μπορούσες να δεις από τη μια άκρη του Κήπου στην άλλη. Την ίδια χρονιά χαρακτηρίζεται «κρατικός δημόσιος κήπος». Τέσσερα χρόνια αργότερα δημιουργείται με νόμο η Επιτροπή Δημοσίου Κήπου και Δεντροστοιχιών και μετονομάζεται σε Εθνικό Κήπο. ΄Εκτοτε μένει ανοιχτός στο κοινό από την ανατολή μέχρι τη δύση του ηλίου. Είναι φανερό ότι ο Εθνικός Κήπος είναι το πάθος του κ. Ταμβάκη. Οι ιστορίες ατέλειωτες και η έγνοια του μεγάλη. Ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να πηγαίνει τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα για να επιβλέψει τις εργασίες.
«Παλιότερα είχαμε πολύ περισσότερο προσωπικό, που ήταν μόνιμο και πεπειραμένο, και η κατάσταση του Κήπου ήταν σαφώς καλύτερη. Τότε κάναμε δική μας παραγωγή φυτών, ενώ σήμερα τα αγοράζουμε. Όχι ότι είναι παραμελημένος ο Κήπος, αλλά είναι δύσκολη δουλειά. Θέλει μεράκι». «Δεν ξέρω πόσο και αν αγαπούν οι Αθηναίοι το πράσινο, αλλά ξέρω ότι ενδιαφέρονται για τον Εθνικό Κήπο».
Το «μπούζι»
«Χρειάστηκε να γίνουν αρκετές αλλαγές για να μετατραπεί ένας μεγάλος ιδιωτικός κήπος σε δημόσιο πάρκο» μας λέει ο κ. Ταμβάκης. «Το 1927 ανοίχτηκαν νέες είσοδοι –γιατί μέχρι τότε όλες οι πόρτες οδηγούσαν στο προαύλιο των Ανακτόρων–, τοποθετήθηκαν παγκάκια και καλάθια, κατασκευάστηκαν η λίμνη με τις πάπιες και η παιδική χαρά.
Το κτίριο που στεγάζει σήμερα το Βοτανικό Μουσείο ήταν γραφείο του Γεωργίου Α’.
Λένε μάλιστα ότι ήταν μουρντάρης και τα πάνω δωμάτια τα είχε για γκαρσονιέρα… Έγιναν όμως και ανεπανόρθωτες ζημιές, όπως η καταστροφή του “ψυγείου”. Το κτίριο αυτό με τους χοντρούς τοίχους (οι παλιοί το έλεγαν “μπούζι”) ήταν το ψυγείο του παλατιού το 19ο αιώνα. Στο υπόγειο έβαζαν τον πάγο και γύρω σε ράφια τα τρόφιμα, ενώ στο ισόγειο έβαζαν τα λάδια και τα κρασιά. Τον πάγο τον έφερναν αγωγιάτες από το Μενίδι που όλο το χειμώνα μάζευαν το χιόνι από μια περιοχή που λέγεται Καραμπόλα στην Πάρνηθα. Εκεί άνοιγαν τεράστιους λάκκους για να πέφτει μέσα το χιόνι. Την άνοιξη, όταν άρχιζε να ζεσταίνει ο καιρός, σκέπαζαν τους λάκκους με κλαδιά και άχυρα. Αυτό λειτουργούσε ως μόνωση και το χιόνι γινόταν πάγος. Το καλοκαίρι έσπαγαν με μπαλτάδες κομμάτια πάγου, τα έβαζαν στα κοφίνια, τα σκέπαζαν με άχυρο και τα κατέβαζαν στη ζεστή Αθήνα. Βρήκα χαρτιά που λένε ότι το 1846 το παλάτι αγόρασε 6.000 οκάδες χιόνι προς 40 λεπτά την οκά για τη διατήρηση της θερμοκρασίας του ψυγείου. Αν δεν καταστρεφόταν τότε, θα είχαμε σήμερα ένα μοναδικό δείγμα ψυγείου αυτής της εποχής».