🔹Ο κάθε παπάς έχει ορκιστεί να υπηρετεί το Θεό και τον Άνθρωπο μέχρι τέλους και με οποιοδήποτε για τον ίδιον τίμημα!!
Με αφορμή το συμβάν τών τελευταίων ημερών εδώ στη Χίο (σύλληψη τού πατρός Χριστοφόρου Γουρλή, στις 18 Απριλίου 2020, από την Αστυνομία και επιβολή σ’ αυτόν χρηματικού προστίμου 5.000 ευρώ), επανέρχομαι και συμπληρωματικά καταθέτω κάποιους ακόμη προβληματισμούς:
Όπως είπα και στο προηγούμενο σύντομο άρθρο μου, ορθώς και σωφρόνως πράττουσα η Κυβέρνηση εξέδωσε οδηγία απαγορευτική τών μαζικών συναθροίσεων τού πληθυσμού προκειμένου, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να προστατεύσει τη δημόσια υγεία από το ενδεχόμενο τής ανεξέλεγκτης διασποράς τού ιού.
Επίσης ορθώς πράττουσα και η Ιερά Σύνοδος τής Εκκλησίας τής Ελλάδος συνηγόρησε στη λήψη μέτρων προστατευτικών τών πιστών. Δηλαδή η πρόταση τής Ιεράς Συνόδου προς άπαν το χριστεπώνυμον πλήρωμα αυτής να επιδείξει αυτό αυτοσυγκράτηση και να παραμείνει στα σπίτια του, εκκλησιαζόμενο κατ’ ιδίαν, σαφέστατα και είναι μια λογική και σώφρων πρόταση από την πλευρά τών εκκλησιαστικών ταγών.
Όμως νομίζω ότι τής Ιεράς Συνόδου ο ρόλος θα έπρεπε να είναι μονάχα μέχρι εδώ: δεν είναι έργο τής Ιεράς Συνόδου να επιβάλλει η ίδια μέτρα αστυνομικού χαρακτήρα προς τους ιερείς της μήτε να τους διατάσσει να κρατούν κλειστές τις θύρες τών εκκλησιών, διότι, μέσω μιας τέτοιας εντολής, η Ιερά Σύνοδος στην ουσία αυτοκαταργείται και ακυρώνει η ίδια τον θεολογικό και εκκλησιολογικό της ρόλο. Η προστασία και αστυνόμευση τών πολιτών είναι έργο τής Οργανωμένης και Συντεταγμένης Πολιτείας και μόνον αυτής! Γιατί η Διοικούσα Εκκλησία να «μπαίνει στα χωράφια» τής Πολιτείας; Είναι άραγε έργο τών παπάδων να «λουκετώνουν» οι ίδιοι τις εκκλησιές, επειδή έτσι τούς διέταξαν οι εκκλησιαστικοί τους προϊστάμενοι; Πού είναι λοιπόν η πνευματική ελευθερία τής Διοικούσας Εκκλησίας; Σκέφθηκαν άραγε οι εκκλησιαστικοί ταγοί το «σχίσμα» που θα γεννηθεί στις ψυχές τόσο τών απλών παπάδων όσο και του θρησκευόμενου λαού; Πώς άραγε αισθάνεται σήμερα ο απλός παπάς απέναντι στον τοπικό Μητροπολίτη του ο οποίος τον διέταξε να κρατήσει κλειστή την πόρτα τής εκκλησιάς του και να «αφήσει στο δρόμο» τον πιστό; Και πώς άραγε αισθάνεται ο πιστός ενορίτης που, πηγαίνοντας στην εκκλησιά τη Μεγάλη Εβδομάδα, βρίσκει την πόρτα τής εκκλησιάς κλειστή από τον ίδιο του τον παπά; Άραγε αυτό το ψυχικό «διαζύγιο» απλών παπάδων – εκκλησιαστικής ηγεσίας και απλών παπάδων – ενοριτών υπάρχουν ελπίδες ότι ποτέ θα αναιρεθεί; Θα επανέλθει ξανά άραγε η γαλήνη και ηρεμία ανάμεσα στα δύο μέρη ή μήπως η μεταξύ τους εμπιστοσύνη διερράγη και θα απαιτηθεί χρόνος πολύς για την επανοικοδόμηση αυτής τής σχέσης;
Φρονώ λοιπόν ότι η Ηγεσία τής Εκκλησίας δεν είχε κανένα λόγο να εμφανίσει η ίδια ένα πρόσωπο σφόδρα εκκοσμικευμένο και στοιχημένο πλήρως προς τις επιλογές και κατευθύνσεις τού κοσμικού-πολιτικού κράτους, και να διατάξει η ίδια «αστυνομικά μέτρα» προς τους κληρικούς της. Απεναντίας όφειλε η ίδια η Διοικούσα Εκκλησία να παροτρύνει βεβαίως τούς πιστούς να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση ως προς τον εκκλησιασμό τους, παραμένοντας στα σπίτια τους, αλλά την ίδια στιγμή επίσης όφειλε να απαιτήσει από το Επίσημο Κράτος να αναλάβει αυτό και μόνον την αστυνόμευση τής εισόδου τών ιερών ναών. Συγκεκριμένα η απαίτηση τής Ιεράς Συνόδου προς το Υπουργείο Προστασίας τού Πολίτη θα έπρεπε να είναι: «Κύριοι ζητούμε από εσάς την αστυνομική περιφρούρηση τών ναών, τους οποίους εμείς ως ιερωμένοι οπωσδήποτε πρέπει να κρατήσουμε ανοιχτούς! Εσείς ως Αστυνομία να επιβάλλετε την τάξη και κυρίως να περιφρουρήσετε και διασφαλίσετε την ελεγχόμενη είσοδο τών πιστών στους ναούς!». Αυτή θα έπρεπε να ήταν η «γραμμή» τών Συνοδικών Αρχιερέων. Αν ήταν αυτή η «γραμμή», σήμερα δεν θα συνέβαιναν συμβάντα όπως αυτό στην Ευαγγελίστρια Χίου. Με λίγα λόγια η Εκκλησιαστική Ηγεσία – δυστυχώς – απεδείχθη κατωτέρα τών περιστάσεων. Δεν μπόρεσε να διαχειρισθεί με τη δέουσα νηφαλιότητα και ψυχραιμία ένα ζήτημα το οποίο ανεφύη στους κόλπους της λόγω τής ενσκήψασας πανδημίας.
Το να ζητάς από έναν ιερέα να κρατήσει κλειστές τις πόρτες τής εκκλησιάς του, δηλαδή να «δείξει πόρτα» στον ίδιο τον ενορίτη του, με τον οποίο μέχρι χτες αυτός ο ίδιος παπάς βρισκόταν σε σχέση κοινωνίας, είναι ανάλογο με το να απαιτήσει ο διοικητής ενός νοσοκομείου από έναν γιατρό να προβεί ο ίδιος αυτός γιατρός σε ευθανασία προς τον ασθενή, δηλαδή είναι σα να ζητάς από το γιατρό να καταπατήσει τον ιατρικό του όρκο. Άραγε ο γιατρός πρέπει να υπακούσει στον διοικητή τού νοσοκομείου; Ή είναι σα να ζητά, σε καιρό πολέμου, ο στρατιωτικός διοικητής από τους στρατιώτες που μάχονται στην πρώτη γραμμή, και μάλιστα νικούν, αναδίπλωση και άτακτη υποχώρηση! Άραγε οι πολεμιστές σε μια τέτοια περίπτωση πρέπει να υπακούσουν στις εντολές τού διοικητή τους και να υποχωρήσουν; Ή είναι σα να μού χτυπά απεγνωσμένα την πόρτα τού σπιτιού μου ο ίδιος ο γιος μου κι εγώ, ο πατέρας του, να τον αφήνω κλεισμένο απ’ έξω! Άραγε όταν ο γιος μου, σε λίγο, με αρνηθεί ως πατέρα του θα έχει άδικο;
Ο γιατρός έχει ορκιστεί να υπερασπίζει τη ζωή κι όχι να τη σκοτώνει. Ο πολεμιστής πάλι έχει δώσει όρκο να μένει στο πόστο του και να πεθαίνει παρά να υποχωρεί. Ο γονιός τέλος έχει ηθική υποχρέωση να αγαπά απόλυτα το παιδί του και χωρίς προϋποθέσεις, ακόμα κι αν αυτό είναι ο χειρότερος άνθρωπος πάνω στη γη.
Ομοίως λοιπόν και ο κάθε παπάς έχει ορκιστεί να υπηρετεί το Θεό και τον Άνθρωπο μέχρι τέλους και με οποιοδήποτε για τον ίδιον τίμημα!!
Χίος: 20 Απριλίου 2020
Λεωνίδας Πυργάρης