«Η πολυπολιτισμικὴ Σμύρνη αποτελεί διαχρονικόν καστροφύλακα μνήμης και βιώσεως της σωτηριώδους διδασκαλίας και της Ορθοδόξου μαρτυρίας του ευσεβούς ημών Γένους», σημείωσε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος στην ομιλία του μετά την λαμπρή Πατριαρχική Θεία Λειτουργία που τελέστηκε στον προσφάτως αναστηλωμένο ιστορικό Ορθόδοξο Ναό του Αγίου Βουκόλου, τον μοναδικό εκ των παλαιών δεκαέξι Ναών της Σμύρνης που διεσώθη της καταστροφής. «Ευρισκόμεθα αληθώς σήμερον εις χώρον και τόπον ασύλληπτον Τόπον και χρόνον αένναον, ως τον λειτουργικόν, κατὰ τον οποίον βιουμεν το παρελθὸν και το παρόν, εν φόβῳ και τρόμῳ, εν συγκινήσει και μακαρισμώ, εν χαρά και προσδοκίᾳ. Ζώμεν το μαρτύριον και την μαρτυρίαν των παλαιών», είπε, μεταξύ άλλων, ο Οικουμενικός Πατριάρχης ενώ σε άλλο σημείο της ομιλίας του τόνισε: «Η σημερινὴ λειτουργικὴ εμπειρία μας εις τον Άγιον Βουκόλον σημειώνει απλώς την μαρτυρίαν και το μαρτύριον της Ορθοδόξου Πίστεως και του Ορθοδόξου Γένους μας».
Στη θεία λειτουργία, η πρώτη που τελέστηκε στον Άγιο Βουκόλο μετά το 1922, συμμετείχαν οι Μητροπολίτες Σικάγου Ιάκωβος, Κρήτης Ειρηναίος, Αρκαλοχωρίου Ανδρέας και Κορωνείας Παντελεήμων.
Παρέστησαν συμπροσευχόμενοι οι Μητροπολίτες Ελβετίας Ιερεμίας, Τορόντο Σωτήριος, Σύμης Χρυσόστομος, Γορτύνης Μακάριος, Βελγίου Αθηναγόρας, Λέρου Παΐσιος και Κυδωνιών Αθηναγόρας, οι Επίσκοποι Αμορίου Νικηφόρος, Ηγούμενος της Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Βλατάδων, και Έγρας Ιερώνυμος, εκ της Σερβικής Εκκλησίας, ο Πρέσβης της Ελλάδος στην Άγκυρα, Κυριάκος Λουκάκης, ο Γενικός Πρόξενος στη Σμύρνη, Θεόδωρος Τσακίρης, ο Πρόεδρος και η Αντιπρόεδρος της Ένωσης Σμυρναίων μαζί με όμιλο προσκυνητών της Ενώσεως.
Επίσης, παρέστησαν ο Δήμαρχος της Σμύρνης Aziz Kocaoğlu, ο Δήμαρχος Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης και ο Πρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου Ekrem Demirtas, μαζί με τους οποίους ο Οικουμενικός Πατριάρχης, μετά τη θεία λειτουργία, φύτευσε στον αυλόγυρο του Ναού ένα δενδρίλιο Μυρτιάς, ενώ άναψε ένα καντίλι στο σημείο όπου κατά την παράδοση βρισκόταν ο τάφος του Αγίου Βουκόλου.
Να σημειωθεί ότι ο ιστορικός Ναός ήταν γεμάτος από πιστούς από την μικρή Ορθόδοξη Κοινότητα της Σμύρνης, από την Πόλη και προσκυνητές από την Ελλάδα αλλά και άλλες χώρες.
Αξίζει να αναφερθεί ότι την ευθύνη προετοιμασίας και τον συντονισμό των εκδηλώσεων είχε ο Αρχιμανδρίτης του Οικουμενικού Θρόνου Κύριλλος Συκής, Ιερατικώς προϊστάμενος της Ρωμέηκης Ορθόδοξης Κοινότητας Σμύρνης.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου:
Ἱερώτατοι ἅγιοι ἀδελφοὶ Συνοδικοὶ πάρεδροι, συνδιοικηταὶ τοῦ ἱερωτάτου θεσμοῦ τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου,
Μακάριοι Ὀρθόδοξοι πατέρες, πρόγονοι καὶ ἀδελφοί, οἱ ἀναπαυόμενοι εἰς τοὺς τόπους τούτους,
Πατέρες, ἀδελφοὶ καὶ τέκνα, ἐκλεκτοὶ συμπροσκυνηταὶ τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Βουκόλου καὶ τῶν ἀπειραρίθμων Ἁγίων καὶ μαρτύρων τῆς Ἰωνικῆς γῆς, γνωστῶν καὶ ἀνωνύμων,
«Ἔστι δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ᾿ ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία. Ἀμήν». Μὲ αὐτοὺς τοὺς λόγους κατακλείει τὸ ἱερὸν εὐαγγέλιόν του τῆς ἀγάπης, τῆς ἐπαγγελίας καὶ τῆς σωτηρίας, ὁ καταστήσας πρῶτον Ἐπίσκοπον Σμύρνης τὸν Ἅγιον Βουκόλον εὐαγγελιστὴς Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος (Ἰωάν. κα΄, 25).
Σήμερον, ὅτε «ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡμᾶς συνήγαγε» πανταχόθεν εἰς τὸν Ἱερὸν τοῦτον Ναὸν τῆς νύμφης τῆς Ἰωνίας, τῆς ἀρχαιοτάτης καὶ ἱστορικῆς πόλεως Σμύρνης, μιμνησκόμεθα τῶν λόγων τούτων τοῦ Εὐαγγελιστοῦ καὶ ὁμολογοῦμεν ὅτι ἀληθῶς τὰ βιβλία καὶ αἱ συγγραφαὶ τοῦ κόσμου ὅλου, ἀπὸ τῆς δημιουργίας του καὶ μέχρι σήμερον, δὲν θὰ ἠδύναντο ὄχι μόνον νὰ περιγράψουν ἀλλὰ καὶ ἀνθρωπίνως νὰ ἐκφράσουν τὸ θαῦμα τῆς διὰ τοῦ πληρώσαντος πᾶσαν τὴν πατρικὴν Οἰκονομίαν Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ συγκροτηθείσης ἀπὸ περάτων ἕως περάτων τῆς οἰκουμένης ἐκτεινομένης κατὰ τόπους Μιᾶς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Οὔτε ὅμως θὰ ἠδύναντο νὰ περιγράψουν αὐθεντικῶς, ἐξ ἑτέρου, τὸ μεγαλεῖον καὶ τὴν λαμπρότητα ἀλλὰ καὶ τὴν ἔκτασιν τοῦ θριάμβου τοῦ Ὀρθοδόξου ἤθους, ἐν στενῇ καὶ εὐρυτέρᾳ ἐννοίᾳ, τῆς Ὀρθοδόξου μαρτυρίας ἐν Χριστῷ καὶ τοῦ Ὀρθοδόξου μαρτυρίου ἐν Χριστῷ τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς μεγαλοπόλεως Σμύρνης, «τῆς πόλεως τῆς δημιουργίας καὶ τῆς εὐημερίας ἀλλὰ καὶ τοῦ θρύλου καὶ τοῦ πόνου, τοῦ σπαραγμοῦ καὶ τῆς ὀδύνης», ἀλλὰ καὶ ἐν γένει τῆς Ἰωνικῆς γῆς. Παρὰ τὸ ἀπαισιόδοξον ἀπόφθεγμα τοῦ εἰδότος καλῶς τὰ κατὰ τὴν πόλιν ταύτην Σμυρναίου ποιητοῦ Γιώργου Σεφέρη ὅτι «ἡ Σμύρνη ἔχει χάσει τὸν ἴσκιό της, ὅπως τὰ φαντάσματα», ἡ πολυπολιτισμικὴ Σμύρνη ἀποτελεῖ διαχρονικὸν καστροφύλακα μνήμης καὶ βιώσεως τῆς σωτηριώδους διδασκαλίας καὶ τῆς Ὀρθοδόξου μαρτυρίας τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν Γένους. Εἶναι ἡ διαχρονικὴ μνήμη καὶ μαρτυρία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, διὰ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, τοῦ ἑορταζομένου ἐν τῷ Ναῷ τοῦ Ἁγίου Βουκόλου, καὶ τοῦ διδασκάλου καὶ διαδόχου του Ἁγίου Πολυκάρπου καὶ τῆς «μέχρι τῶν ἐσχάτων» σειρᾶς τῶν ἀειμνήστων Ἱεραρχῶν τῆς πόλεως, οἱ ὁποῖοι ἐτήρησαν «τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ», καὶ εἰσελθόντες «εἰς τὸν χῶρον τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ», ἀναμένουν τὸν στέφανον τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἀγῶνος, «ὃν ἀποδώσει ἑκάστῳ ὁ Κύριος ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ».
Εὑρισκόμενοι εἰς τὸν ἀπέραντον τοῦτον χῶρον εἰς τὴν περίκλυτον Σμύρνην, τὴν περιγραπτὴν καὶ συγχρόνως ἄγνωστον, τὴν ἐν τόπῳ περικλειομένην καὶ ὁριοθετουμένην καὶ συνάμα ἀχώρητον καὶ ἄπειρον εἰς τὴν μνήμην καὶ εἰς τὴν ἱστορίαν, φέρομεν εἰς τὸν νοῦν μας ὅτι αἱ ἱστορικαὶ ἐναλλαγαί, αἱ ὁποῖαι ἀλλεπαλλήλως παρατηροῦνται εἰς τὸν ταλαίπωρον πλανήτην μας, δὲν ἐπέτρεψαν ἐπὶ δεκαετηρίδας, «κρίμασιν οἷς οἶδεν» ὁ Κύριος, τὴν τέλεσιν ἐν λειτουργικῇ συνάξει ἐνταῦθα τῆς πανηγύρεως τοῦ πρώτου Ἐπισκόπου τῆς Σμύρνης, πόλεως τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, ἡ ὁποία ἔχει νὰ παρουσιάσῃ πλῆθος ἁγίων ἱεραρχῶν, μαρτύρων καὶ ὁσίων, κοσμούντων διὰ τοῦ βίου καὶ τῶν ἄθλων των τὸ ἑορτολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας καὶ τὴν «ἱερὰν βίβλον τοῦ Γένους», διὰ νὰ δανεισθῶμεν ἐπίκαιρον χαρακτηρισμὸν μακαριστοῦ Ἱεράρχου τοῦ Θρόνου (Πριγκηποννήσων Δωρόθεος), κατὰ τὴν τήρησιν καὶ διαφύλαξιν τῆς προτροπῆς τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν Ἄγγελον-Ἐπίσκοπον τῆς Σμύρνης: «Γίνου πιστὸς ἄχρι θανάτου, καὶ δώσω σοι τὸν στέφανον τῆς ζωῆς» (Ἀποκ. β΄, 10-11).
Πρῶτος δὲ γενόμενος πιστὸς ἄχρι θανάτου καὶ ὁμολογήσας τὴν πίστιν πρὸς τὸν σαρκωθέντα Λόγον τοῦ Θεοῦ, τὸν Θεάνθρωπον καὶ Σωτῆρα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, εἶναι ὁ σήμερον ἑορταζόμενος Ἅγιος Βουκόλος, ὁ ὁποῖος «ὡς ἐπίσημος κριὸς ἐτέθη ἐπὶ κεφαλῆς τῆς χορείας τῶν Σμυρναίων ἁγίων», παραδοὺς βιωματικῶς εἰς τοὺς μετέπειτα πιστοὺς τῆς Σμύρνης καὶ τῆς περιοχῆς τὴν παρὰ τοῦ διδασκάλου του Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου παραληφθεῖσαν σωτήριον διδαχὴν τοῦ Εὐαγγελίου.
Ἡ πίστις εἰς τὸν Χριστόν, θεωρουμένη κατὰ τοὺς πρώτους τρεῖς αἰῶνας τῆς πρώτης μετὰ Χριστὸν χιλιετίας ἀλλὰ καὶ ἐν συνεχείᾳ, κατὰ περιόδους εἰς ὡρισμένους τόπους καὶ χώρους, ὡς «ἔγκλημα καθοσιώσεως» ἐτιμωρεῖτο διὰ φρικτῶν μαρτυρίων καὶ βασανιστη-ρίων, εἰς τὰ ὁποῖα καθυπεβλήθη καὶ ὁ Ἅγιος Βουκόλος διὰ τῆς διὰ ξίφους ἀποτομῆς τῆς κεφαλῆς του, μαρτυρίου διὰ τοῦ ὁποίου ἐμπράκτως ἐπεσφράγισε τὸν θεοφιλῆ βίον καὶ λόγον του.
Ἴσως θὰ διερωτηθῇ κάποιος διατὶ ἐπαναλαμβάνομεν τὰ γνωστὰ τοῖς πᾶσι σήμερον, κατὰ τὴν ἱστορικὴν αὐτὴν ὥραν, κατὰ τὴν ὁποίαν μετὰ δεκαετίας ὅλας ἀξιούμεθα νὰ ἱερουργῶμεν τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου εἰς τὸν Ἱερὸν τοῦτον Ναὸν τοῦ Ἁγίου Βουκόλου, τὸν πρό τινος ὑπὸ τῆς Δημαρχίας τῆς πόλεως τῆς Σμύρνης ἀνακαινισθέντα καὶ ἐν διαρκεῖ ἀποκαλύψει διὰ τῶν ἀποκαλυπτομένων εἰκονογραφιῶν ἐν αὐτῷ, μαρτυροῦντα μίαν ἀλήθειαν, ὄχι οἱανδήτινα ἀλήθειαν κοσμικῆς προελεύσεως ἢ ἀνθρωπίνης ἐπινοήσεως, ἀλλὰ τὴν «ὑπὲρ πάντα νικῶσαν ἀλήθειαν», ὡς θὰ ἔλεγε καὶ ὁ Ἔσδρας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Πρωτίστως ὅμως, νὰ ἀναφέρωμεν ὅτι καὶ τῆς ἡμετέρας Μετριότητος ἐπιθυμία καὶ πρόθεσις καὶ συνεχὴς προσπάθεια ὑπῆρξεν ἀπ᾿ ἀρχῆς τῆς Πατριαρχίας ἡμῶν ἡ ἀνακαίνισις τοῦ ἱστορικοῦ τούτου σεβάσματος τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τοῦ εὐσεβοῦς Ὀρθοδόξου Γένους μας, ὡς τόπου ἱστορίας, μαρτυρίας, μνήμης καὶ μαρτυρίου. Ἤδη εἴχομεν ἐργασθῆ πολυτρόπως, δι᾿ ἐκκλήσεων καὶ προτροπῶν, πρὸς τοῦτο καὶ εἴχομεν ὀργανώσει ἐν ἔτει 1997ῳ, κατὰ τὸν πανορθόδοξον ἑορτασμὸν ἐπὶ τῇ ἀνακηρύξει τῆς πόλεως τῆς Θεσσαλονίκης ὡς Πολιτιστικῆς Πρωτευούσης τῆς Εὐρώπης, ἐπὶ τούτῳ «συναυλίαν». Δοξάζομεν τὸν ἄναρχον Θεόν, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, ὅτι τὸ ὄραμα καὶ ἡ πρωτοβουλία ἐκείνη ἐστέφθη ὑπὸ ἐπιτυχίας χάρις εἰς τὴν μεγαλόπνοον δραστηριότητα τοῦ Δημάρχου Σμύρνης Ἐντιμοτάτου κυρίου Aziz Kocaoğlu, πρὸς τὸν ὁποῖον καὶ πρὸς τὸ ὑπ᾿ αὐτὸν Δημοτικὸν Συμβούλιον καὶ ἀπὸ τῆς θέσεως ταύτης ἐκφράζομεν τὰς προσηκούσας εὐχαριστίας διὰ τὴν διάσωσιν τοῦ μνημείου τούτου, τὸ ὁποῖον ἔχει τὴν ἰδιαιτέραν σημασίαν του διὰ τοὺς πανορθοδόξους, ἰδιαιτέρως δὲ διὰ τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον, τοῦ ὁποίου ἐκκλησιαστικὴ δικαιοδοσία εἶναι ὁλόκληρος ἡ Μικρὰ Ἀσία.
Λέγομεν, ἀδελφοί, ἡμεῖς, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ ἡ περὶ Αὐτὸν Ἁγία καὶ Ἱερὰ Σύνοδος ταῦτα σήμερον, καὶ μαρτυροῦμεν τῇ ἀληθείᾳ. Ἀληθῶς «ἕνας εἶναι ὁ Μάρτυς καὶ μία ἡ Μαρτυρία· καὶ ἐκεῖνος ποὺ μαρτυρεῖ ἐν μαρτυρίᾳ καὶ αὐτὸς ποὺ μαρτυρεῖ ἐν μαρτυρίῳ», ὡς θὰ ἐπαναλέμβανεν ἐπικαίρως καὶ ὁ μακαριστὸς Γέροντας καὶ ποδηγέτης ἡμῶν Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Μελίτων. Σήμερον εὑρισκόμεθα ἐνώπιον τῶν μαρτύρων καὶ τῆς μαρτυρίας. Ἀκροώμεθα νοερῶς, ἀλλὰ καὶ ὁρατῶς, καὶ τὸ μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Βουκόλου καὶ τῶν μετ᾿ αὐτὸν ἐν Σμύρνῃ. «Καὶ ἄν», πάλιν κατὰ τὸν Σμυρναῖον Σεφέρη, «κάθε ἀπομεινάρι (στὴν Σμύρνη) περνάει ἀπαρατήρητο», δι᾿ ἡμᾶς τοὺς κληρονόμους τῆς μνήμης καὶ τῆς ἱστορίας, κατὰ τὴν Σμυρναίαν Ξανθίππη Ἀναστασιάδου, «τὸ ἀπομεινάρι αὐτὸ χρειάζεται σεβασμὸ καὶ εὐαισθησία, προσεκτικὴ ἐπισήμανσι καὶ τῆς τελευταίας πέτρας… κάθε ἄλλη ἀντιμετώπισις μοιάζει μὲ ὕβρι καὶ βλασφημία».
Ἂς ἀκούσωμεν ὅλοι μαζὶ αὐτὴν τὴν μεγαλειώδη καθ᾿ ἑαυτὴν μαρτυρίαν καὶ τὸ ἀνεπανάληπτον εἰς τὴν ἐποχήν μας, ὑπὸ ἄλλας πτυχάς, μαρτύριον. Διότι καὶ εἰς τὴν βιουμένην σήμερον μαρτυρίαν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὸ μαρτύριον τῶν ἁγίων μορφῶν τῆς ἱστορικῆς παρουσίας μας καὶ τῶν ἱερῶν μας καὶ ἐνταῦθα, «ἀνακεφαλαιώνεται τὸ Θεῖον Μεγαλεῖον τῆς μαρτυρίας τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας· διότι αὐτὴ ἡ μαρτυρία εἶναι διὰ τὴν ἐποχήν μας τόσον σύγχρονος, ὅσον ἦτο σύγχρονος» (Χαλκηδόνος Μελίτων) κατὰ τὴν ἐποχὴν τοῦ Ἁγίου Βουκόλου τοῦ πρώτου αἰῶνος.
Ἰδοὺ ὁ λόγος, διὰ τὸν ὁποῖον ἀπευθύνομεν πρὸς ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους, πρὸς σᾶς τοὺς εὐλαβεῖς προσκυνητὰς καὶ πρὸς ἅπαν τὸ Ὀρθόδοξον πλήρωμα, τὸν λόγον τοῦτον τῆς ἀληθείας τῆς μαρτυρίας καὶ τοῦ μαρτυρίου, τῶν διαχρονικῶς μέχρι τῶν ἐσχάτων ἡμερῶν ἐμπειρικῶς βιουμένων ἰδιαιτέρως εἰς τὴν πόλιν ταύτην καὶ εἰς τὴν Ἰωνικὴν γῆν, εἰς ἔμπρακτον διαπίστωσιν τοῦ Παυλικοῦ λόγου, ὅτι ἡ ἀδυσώπητος ἡμῶν τῶν Ὀρθοδόξων πάλη εἶναι «πρὸς τὰς ἀρχὰς καὶ ἐξουσίας τοῦ σκότους, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (πρβλ. Ἐφεσ. α΄, 21).
Τούτου τοῦ εἰρηνοφόρου πολέμου, τῶν ἐξωτερικῶν διωγμῶν καὶ μαρτυρίων καὶ τῆς ἀενάου ἐσωτερικῆς πάλης καὶ τῆς νίκης καὶ καταξιώσεως τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ, μέτοχοι ἐγένοντο πάντες οἱ χοροὶ τῶν Ἁγίων, ἑκουσίως ἐπιλέξαντες αὐτὸν ἐν ἐπιγνώσει, βιοῦντες τὸ Παυλικὸν «ἐάν τις νομίμως ἀθλήσῃ νομίμως καὶ στεφανοῦται» (πρβλ. Β΄ Τιμ. β΄, 5-6) διὰ τοῦ ἀφθάρτου στεφάνου, «ὃν ἀποδώσει ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ὁ δίκαιος Κριτής» (πρβλ. Β΄ Τιμ. δ΄, 8).
Ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ,
Εὑρισκόμεθα ἀληθῶς σήμερον εἰς χῶρον καὶ τόπον ἀσύλληπτον. Τόπον καὶ χρόνον ἀένναον, ὡς τὸν λειτουργικόν, κατὰ τὸν ὁποῖον βιοῦμεν τὸ παρελθὸν καὶ τὸ παρόν, ἐν φόβῳ καὶ τρόμῳ, ἐν συγκινήσει καὶ μακαρισμῷ, ἐν χαρᾷ καὶ προσδοκίᾳ. Ζῶμεν τὸ μαρτύριον καὶ τὴν μαρτυρίαν τῶν παλαιῶν. Βλέπομεν τοὺς μὴ ὑπάρχοντας σήμερον δεκαὲξ Ναοὺς τῆς Σμύρνης, μὲ προεξάρχοντα τὸν τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς, καὶ τὸν μόνον διασωθέντα καὶ διατηρούμενον Ναὸν τοῦ Ἁγίου Βουκόλου, ἐν ᾧ ἐστῶτες δόξαν καὶ εὐχαριστίαν ἀναπέμπομεν τῷ Κυρίῳ. Εἶναι ἐμπρὸς εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς μας νοερῶς ἡ περίφημος Εὐαγγελικὴ Σχολή, τὸ Κεντρικὸν Παρθεναγωγεῖον, τὸ Νοσοκομεῖον τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, τὸ Βρεφοκομεῖον καὶ τὸ Ὀρφανοτροφεῖον, οἱ περὶ τοὺς 150 φιλεκπαιδευτικοὶ Σύλλογοι, αἱ 200 καὶ πλέον Βιβλιοθῆκαι, αἱ 35 ὁμογενειακαὶ ἐφημερίδες καὶ τὰ περιοδικά, ἡ ἀθλητικὴ καὶ πολιτιστικὴ δραστηριότης τῶν «Πανιωνίου» καὶ «Ἀπόλλωνος» καὶ ἄλλων γυμναστικῶν συλλόγων τῆς Σμύρνης. Βλέπομεν ἐδῶ, εἰς τὴν παραλίαν, εἰς τὸ «Καὶ» τῆς Σμύρνης, τὸ «ἀρχοντικὸ» τοῦ Θεοδώρου Καπετανάκη, μὲ τοὺς τοίχους γεμάτους μὲ ἀρχαίας ἑλληνικὰς παραστάσεις καὶ μὲ τὰς εἰκόνας τῶν Ἁγίων τῆς Σμύρνης, μεταξὺ τῶν ὁποίων τοῦ Ἁγίου Βουκόλου καὶ τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου. Αὐτὰ ὅλα καὶ πολλὰ ἄλλα ἦσαν τὸ καύχημα καὶ ἡ ἀλήθεια τῆς Σμύρνης, «ἕνας θαυμάσιος κόσμος μὲ ὁράματα, δράση καὶ προοπτική», τὴν ἀπώλειαν τοῦ ὁποίου ἡ λαϊκὴ μοῦσα τῆς προσφυγιᾶς διὰ τῆς Σμυρναίας Ξανθίππης Ἀναστασιάδου διεκτραγωδεῖ καί, ἀλληγορικῶς καὶ πραγματικῶς, περιγράφει: «πᾶνε κι᾿ ἔρχονται καράβια φορτωμένα προσφυγιά, βάψαν τὰ πανιά τους μαῦρα, τὰ κατάρτιά τους μαβιά. Ποῦ νὰ βρίσκεται ὁ πατέρας ψάχνει ἡ μάννα γιὰ παιδιά, μᾶς ἐσκόρπισε ὁ ἀγέρας σ᾿ ἄλλη γῆ, σ᾿ ἄλλη στεριά».
Δόξα τῷ Θεῷ ὅμως πάντων ἕνεκεν. Ἀξιώνει ὁ Κύριος τοῦ ἐλέους καὶ τῶν οἰκτιρμῶν, ἐπιβλέπων ἐπὶ τὴν ἡμετέραν ταπείνωσιν, καὶ φωτίζει καὶ μεταβάλλει ἐπιμονὴν πολλῶν περιόδων καὶ ἐπιτρέπει, κατὰ τὰ «κρίματα» Αὐτοῦ, τὴν τέλεσιν τῆς Θείας Λειτουργίας ἐν ἁπάσῃ τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἀνατολῇ, ἀρχῆς γενομένης πρὸ εἰκοσαετίας περίπου ἀπὸ τῆς Ἁγιοτόκου Καππαδοκίας καὶ συνεχιζομένης ἐν Πόντῳ, ἐν Ἰωνίᾳ καὶ ἀλλαχοῦ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας μέχρι τῆς σήμερον.
Ἐν τῷ πλαισίῳ τούτῳ ἀξιολογητέα καὶ ἡ ἀπὸ ἐτῶν μελετωμένη καὶ ἤδη ὑλοποιηθεῖσα πρωτοβουλία τῆς ἡμετέρας Μετριότητος τῆς ἐπανασυστάσεως τῆς Ὀρθοδόξου Κοινότητος Σμύρνης καὶ τοῦ διορισμοῦ ὡς Ἱερατικῶς Προϊσταμένου τοῦ Ὁσιολογιωτάτου Ἀρχιμανδρίτου τοῦ καθ᾿ ἡμᾶς Οἰκουμενικοῦ Θρόνου πατρὸς Κυρίλλου Συκῆ, ὁ ὁποῖος μετὰ τοῦ διορισθέντος ὑφ᾿ ἡμῶν Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου, ὑπὸ τὴν προεδρίαν τῆς Εὐγενεστάτης κ. Θεοδώρας Χατζούδη, ἐπιτελοῦν λειτουργικὸν καὶ εὐρύτερον ἐκκλησιαστικὸν ἔργον τόσον διὰ τοὺς ἐναπομείναντας ἐν τῇ πόλει ὁμογενεῖς καὶ τοὺς ἀπογόνους των, καὶ τοὺς διακονοῦντας ἐν τῇ ἐν Σμύρνῃ ἑδρευούσῃ ἀντιπροσωπείᾳ τῆς Νατοϊκῆς Συμμαχίας ὀρθοδόξους πιστούς, ὅσον καὶ διὰ τοὺς παρεπιδημοῦντας ἐν Σμύρνῃ ὀρθοδόξους πιστοὺς ἀνεξαρτήτως ἐθνικῆς καὶ φυλετικῆς καταγωγῆς.
Ἡ σημερινὴ λειτουργικὴ ἐμπειρία μας εἰς τὸν Ἅγιον Βουκόλον σημειώνει ἁπλῶς τὴν μαρτυρίαν καὶ τὸ μαρτύριον τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ τοῦ Ὀρθοδόξου Γένους μας καὶ μᾶς εἰσάγει εἰς μίαν ἀντίστροφον θεώρησιν τῶν ἐγκοσμίων πραγμάτων, μόνον διὰ τῆς πίστεως ἑρμηνευομένην, πίστεως ἐρειδομένης εἰς τὸ ἀψευδὲς στόμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος καὶ διὰ τὸ ὑπὸ πολλῶν νομιζόμενον φοβερὸν θέμα τοῦ θανάτου, ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν, διεκήρυξε καὶ διακηρύσσει ἀνὰ τοὺς αἰῶνας, ἄχρι τέλους τοῦ κόσμου, ὅτι «ἐγὼ (ὁ Κύριος) εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ ζήσεται» (Ἰω. ια΄, 25-26). Συμπληρώνει δὲ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος ἐπιγραμματικῶς, ὅτι «οὐδὲν ὕπνου πλέον ὁ θάνατος ἔχει» (J.P.Migne, P.G. 47, 343), ὁ ὁποῖος ὕπνος προοιμιάζει τὴν σὺν τῷ σταυρωθέντι καὶ ἀναστάντι Χριστῷ, τῇ Χώρᾳ τῶν ζώντων, αἰώνιον καὶ ἀτελεύτητον συμβασιλείαν.
Αὐτὴν τὴν συμβασιλείαν, τῆς ὁποίας διὰ πολλῶν μαρτυρίων καὶ κόπων καὶ ἱδρώτων, ἐξωτερικῶν καὶ ἐσωτερικῶν, μέτοχοι ἐγένοντο καὶ ὁ σήμερον ἑορταζόμενος Ἅγιος Βουκόλος καὶ μεθαύριον ὁ Ἅγιος Ἐπίσκοπος Σμύρνης Πολύκαρπος καὶ κατὰ τὴν ἐνιαύσιον περίοδον πάντες οἱ Ἅγιοι καὶ οἱ Μάρτυρες, Ὅσιοι καὶ Δίκαιοι τῆς Ἰωνικῆς γῆς, εὐχόμεθα εἰς πάντας ἡμᾶς τοὺς ζῶντας καὶ περιλειπομένους, κατακλείοντες τὸν λόγον διὰ τῶν στίχων ἑνὸς ποιήματος, ἀφιερωμένου εἰς τὴν Σμύρνην, τοῦ γνωστοῦ Βρεταννοῦ GeorgeHorton:
«Βασίλισσα τῆς Μεσογείου καὶ δόξα της
ἦταν-καὶ εἶναι- (προσθέτομεν ἡμεῖς) ἡ Σμύρνη ὡραία πόλη,
καὶ τὸ πιὸ ὄμορφο μαργαριτάρι τῆς Ἀνατολῆς·
Σμύρνη μου ὡραία πόλη!
Κληρονόμος ἀμέτρητων αἰώνων ἱστορίας,
μητέρα ποιητῶν, ἁγίων καὶ σοφῶν…
Μιὰ ἀπ᾿ τὶς πιὸ ἀρχαῖες, δοξασμένες τὶς Ἑφτά,
ἦταν ἡ Σμύρνη, ἡ ἁγία πόλη
κι᾿ εἶχε ἀναμμένες τὶς λαμπάδες της στὸν οὐρανὸ ψηλά».
«Ἄνω σχῶμεν, λοιπόν, ἀδελφοί, εἰς τὸν οὐρανὸν τὰς καρδίας». Καὶ ἐκεῖθεν, ἐκ τῶν οὐρανῶν, καὶ ἐντεῦθεν, ἀπὸ τῆς γῆς, μυριόστομον εὖχος: «Ἔχομεν πρὸς τὸν Κύριον», ὅτι «ἄνευ Αὐτοῦ οὐδὲν δυνάμεθα ποιεῖν». Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνησις καὶ ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη, διὰ πάντα καὶ κατὰ πάντα. Ἀμήν.