You are currently viewing 8 Μαϊου «Η γιορτή της Μάννας»

8 Μαϊου «Η γιορτή της Μάννας»

  • Reading time:1 mins read

Υπό Αιδεσιμόλ. Δημητρίου Λυμπεροπούλου Εφημερίου Ιερού Ναού Προφήτου Ηλιού Τριπόλεως

 

Κρίνω ορθόν, και πλέον από απαραίτητον να αρχίσω εις το παρόν

κείμενόν μου που είναι αφιερωμένο εις την Μάννα, με την μεγάλη

Μάννα όλων μας, την Γλυκειά Πατρίδα.

Η Εκκλησιαστική Υμνογραφία βρίθει από ύμνους και Ιερές Ακολουθίες,

αφιερωμένες στο σεπτό πρόσωπό της. Εγκώμια έχουν συνταχθεί από

σπουδαίους υμνογράφους που εξάρουν την Αγιότητά της.

Η Παναγία μας. Η μεγάλη μας Μάννα. Των Θλιβομένων η

χαρά.Χριστιανών προστάτης. Η βακτηρία των τυφλών. η Μητέρα του

Θεού του Υψίστου.

Η Παναγία μας, είναι ο εύδειος λιμήν που προσαράζει το ανεμοδαρμένο

από τα αχθηφόρα κύματα της ταραγμένης κοινωνίας καράβι της

υπάρξεώς μας.

Η Παναγία μας, που είναι η Δέσποινα και η Μητέρα του Λυτρωτού,

δέχεται τις ικεσίες και παρακλήσεις μας, και απαλύνει το ψυχικό και

σωματικό άλγος. Είναι η προστάτιδα της ζωής μας, η ασφαλεστάτη

φρουρός. Είναι η ελπίδα και το στήριγμα.

Συνεχόμενοι από πολλούς πειρασμούς, καταφεύγουμε στην Παναγία

μας, επιζητώντας την σωτηρία μας. «Ω, Μήτερ του Λόγου και

Παρθένε, των δυσχερών και δεινών με διάσωσον». (Μικρός

Παρακλητικός Κανών, εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον).

Η Αγία Εκκλησία, μας παρουσιάζει Άγιες Μητέρες που ανέδειξαν

Αγίους Πατέρες και Ομολογητάς. Τους έθρεψαν με τα ζείδωρα νάματα

της Ορθοδόξου Χριστιανής πίστεως, λόγιους Εκκλησιαστικούς

συγγραφείς. Τρείς Ιεράρχαι. Μεγάλοι Οικουμενικοί Διδάσκαλοι της

Πίστεως, και των Ελληνικών Γραμμάτων πρεσβευταί.

Από την άλλη πλευρά, έρχεται η ελληνική ιστορία και παρουσιάζει εις

τας δέλτους της, την ηρωίδα μάννα. Τις ηρωίδες μάννες που αποτελούν

ορόσημον, φωταυγή φάρον, και οδοδείκτην, για τις επερχόμενες γενιές

των Ελληνίδων Μητέρων, να πορευθούν σωστά, χριστιανικά, Ελληνικά

Πατριωτικά μέσα στο στίβο της ζωής.

Οφείλομεν λοιπόν φόρον τιμής και ευγνωμοσύνης στις ηρωίδες

μάννες.

Αν ανατρέξωμεν εις την Αρχαίαν Ιστορίαν, θα ακούσουμε εκείνο το

”ΤΑΝ ή ΕΠΙ ΤΑΣ”, της λιονταρίσιας αχαλίνωτης εκείνης ψυχής, της

Σπαρτιάτισσας μάννας. Ακουμπισμένη στο μισάνοιχτο παραθύρι του

σπιτιού της, κατευώδονε τον πολεμιστή γιό της, με την ευχή, ή να

νικήση, η να τον φέρουν νεκρό επάνω στην ασπίδα του.

Οι αιώνες κυλούν και φθάνωμεν στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Να

η Ζαμπέτα ή Ζαμπία (Ελισάβετ Κολοκοτρώνη), γόνος της Δοξασμένης

Αλωνίσταινας [1750]. Αν και δεν διακρίθηκε εις το πεδίο της μάχης,

όπως η Μόσχω Τζαβέλα, η Δέσπω Μπότσαρη, η αδάμαστη

Μπουμπουλίνα, εις τους ναυτικούς αγώνες, η Μαντώ Μαυρογέννους,

που αφιέρωσε την αμύθητη περιουσία της για την έκβαση του αγώνα, η

Ζαμπία, η ηρωίδα αυτή λεβεντόκορμη αντρογυναίκα, ηξιώθη και

ευτύχισε να γίνει μάννα, του εξοχώτερου ήρωα της Ελληνικής

Παλιγγενεσίας, του στρατηλάτη και ελευθερωτή του ΓΕΝΟΥΣ μας,

Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, του αθάνατου Γέρου του Μοριά.

Η κυπαρισσένια στο κορμί. Κυπαρισσιώτισα “μάννα”, που έδωσε δυο

παιδιά της (τα σπλάχνα της), στον πόλεμο 1940-1944, που άφησαν τα

κορμιά τους, εκεί ψιλά στα κακοτράχαλα χιονισμένα βουνά της

Αλβανίας.

Όταν έφτασε το πικρό μαντάτο, αγέρωχη είπε: θα το πιώ το πικρό

ποτήρι. Έχω άλλα τρία αγόρια, αν χρειασθεί, τα στέλνω και αυτά για την

Πατρίδα. Λόγια δεν χωρούν.

Οι ηρωίδες “μάννες” της Βορείου Ηπείρου, που κουβαλούσαν

ζαλωμένες, τα πολεμοφόδια, χωμένες μέσα στο χιόνι, στην πρώτη

γραμμή του μετώπου.

Όντως οφείλομεν σαν πραγματικοί ‘Ελληνες πατριώτες, τον σεβασμό,

και την απότιση φόπου τιμής, σ’ αυτές τις αθάνατες ηρωίδες “μάννες”.

Έρχεται λοιπόν ο ποιητής με το δημοτικό άσμα του, να μας εισαγάγη

στον μ’ηνα Μάιο, που έχει καθιερωθεί η 12η, να είναι αφιερωμένη στην

γιορτή της ΜΑΝΝΑΣ.

“Εμπήκε ο Μάης, εμπήκε ο Μάης,

Εμπήκε ο Μάης ο μήνας,

Ο Μάης με τα τριαντάφυλλα κι Απρίλης με

τα ρόδα. Απρίλη ροδοφόρετε, Μάη μου Κανακάρη, που όλον τον

κόσμον Γιόμισες με άνθια και λουλούδια.”

Πολλά, μα πάρα πολλά ποιήματα έχουν γραφεί για τη ”μάννα”, που η

μούσα τα σιγοτραγουδάει, για να γεμίση την ψυχή του Θείου τούτου

πλάσματος, της μάννας.

Λυρικοί ποιητές([Ιωάννης Βυλαράς), στολίζουν την ψυχήν της μάννας.

” Η γλυκυτάτη άνοιξη

με τα άνθη στολισμένη

ροδοστεφανωμένη

τη γη γλυκοτηράει

#

Κι ο γιός βοσκός χαρούμενος

φυσώντας τη φλογέρα

γεμίζει τον αγέρα

με τραγουδιού φωνές!!! ”

Τι συγκινητικό! Λυγίζει κανείς. Ναι.

Είναι οι επόμενοι στίχοι από το ποίημα του Διονυσίου Ηλιακόπουλου.

Επί τω θανάτω της Δεκατριετούς Πηγής Ι «Κολλαϊτη.

« Το ‘χε λοιπόν απόφαση η περιπαίχτρα μοίρα.

Εγώ με νεκρολούλουδα, Πηγή μου να σε ράνω, η τόση

κακορίζικη και δυστυχή μου λύρα, εις το στερνό κλωνάρι

σου να κρεμασθή επάνω;»

#

Αλλ’ ήλθε η ώρα έξαφνα, η ώρα η βουλιασμένη

και ο θάνατος επρόλαβε στο πλάγι σου φονιάς.

στο κτύπημά του έκραξες τη μάννα τρομαγμένη

κι έκλεισες στην αγκάλη της τα μάτια σου για μιάς.

#

Τάχα τα μάτια που έκλεισες θα ανοίξουνε και πάλι;

κι εκεί που η μοίρα σε ‘φερε θε να μας ξαναδείς;

αν κρύβει ελπίδα ο θάνατος, κι υπάρχει ζωή άλλη,

την αγκαλιά σου άνοιξε και θα ‘λθουμε κι εμείς.

Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (Λευκάδα 1824 – 1879), Λυρικός

ποιητής, ύμνησε την πατρίδα, την στοργή, τη φιλία και κατά κύριον λόγο

τη μάννα. Μας δίνει όλο εκείνο το μεγαλείο που κρύβει στα σωθηκά της

η Μάννα. Η Μάννα η γλυκειά. Η Μάννα που για εννέα ολόκληρους

μήνες θάλπει μέσα στα σπλάχνα της τη νέα ζωή που θα γεννηθή. Όντως

και ασύλληπτο μυστήριο. Να τρέφεται και αν αυξάνη με τον ομφάλιο

λώρο μια νέα ζωή.

Υπήρξε μια περίοδος του περασμένου αιώνος, που πλειάδα ποιητών

εξύμνησαν το μεγαλείο που λέγεται μάννα. Ύφαναν με τον αργαλειό της

ποίησης, ανεξίτηλα πολύχρωμα κεντισμένα κάδρα.

Γεώργιος Μαρτινέλης (Κέρκυρα 1836-1896) λυρικός ποιητής.

Και ποιος δεν έχει απαγγείλει στα σχολικά του χρόνια το ποίημά του

που ακολουθεί;

«Μάννα κράζει το παιδάκι,

μάννα ο νιος και μάννα ο γέρος

μάννα ακούς σε κάθε μέρος,

Ω! Τι όνομα γλυκό!

#

Την υγειά της την ζωή της

όλα η μάννα τα αψηφάει,

για το τέκνο π΄ αγαπάει,

για το τέκνο που φιλεί.

#

Δυστυχής όποιος την χάσει,

ο καημός είναι μεγάλος,

σαν την Μάννα δεν ειν΄άλλος

εις τον κόσμον θησαυρός.

#

Κι όποιος μάννα πλιά δεν έει,

μάννα κράζει στ΄ όνειρό του

πάντα μάννα στον καυμό του

είναι ο μόνος στεναγμός»

Στην αγκαλιά της λουφάζει το μωρό της, το μικρό, μικρούτσικο εκείνο

χαριτωμένο πλασματάκι, που είναι σπλάχνο από τα σπλάχνα της.

Η μάννα ξενυχτάει στο προκεφάλι του, όταν το καίη ο πυρετός. Με

το τρυφερό χάδι της, στο φλογισμένο προσωπάκι του, και με το μητρικό

φιλί της, διώχνει τον πυρετό και ανακουφίζει το μωράκι της.

Με τη μάννα μοιράζεσαι τις χαρές και τις λύπες σου, και ποτέ δεν

της κρύβεις μυστικό.

Όλον τον κόσμο και αν θα ψάξη κανείς, δεν θα βρη άλλο πλάσμα,

σαν τη μάννα να σε λατρεύη και να πονά για σένα.

Η καρδιά της μάννας χωράει πολλά. Ανοίγει διάπλατα και δέχεται το

καλό, τα γλυκόλογα από το σπλάχνο της. Αν όμως και καμμιά φορά, την

ποτίζεις με φαρμάκι, και της κεντρίζεις την καρδιά με οξεία και δίστομη

ρομφαία, η υπομονετική μάννα, σου απαντάει με γλυκά και ολόθερμα

φιλιά.

Εδώ οφείλω να παραθέσω αυτούσια τα λόγια ενός σπουδαίου

Ευρωπαίου λόγιου πεζογράφου, J. Richepin.

” Η καρδιά της μάννας ”

Είπε στον ερωμένο της η μάγισσα:

«Αφού πιστά ποθείς τον έρωτά μου, πήγαινε, φέρε την καρδιά

της μάννας σου και ρίχ’ την να την φάνε τα σκυλιά μου».

Κι ο γιος από τον έρωτα παράφορος, απ’ το κακούργο πάθος

μεθυσμένος το πρόσταγμα της λατρευτής του παίρνοντας, στη μάννα

του χιμάει αγριεμένος.

Και μπήγει κοφτερό μαχαίρι αλύπητα στα σπλάχνα που τον είχαν

αναθρέψει, και ξεριζώνει την καρδιά της μάννας του και στη νεράιδα

πάει να τον πιστέψη.

Μ’ απ’ την ορμή παραπατώντας έπεσε.

Και η καρδιά της μάννας ξεσχισμένη στα λασπωμένα χώματα

κυλίστηκε.

Και, μέσα εκεί, στη λάσπη, κυλισμένη, στο γιο της λέει

Στενάζοντας βραχνά: «Μη χτύπησες παιδί μου πουθενά;»

Ποτέ μα ποτέ δεν θα πικράνουμε την μάννα. Πάντα θα την έχουμε

κορωνίδα, όπως είναι. Η μάννα είναι ο αρραγής θεμέλιος λίθος και το

αγκωνάρι της οικογένειας. Είναι η βάσις. Το στήριγμα. Αν και καμιά

φορά υπάρξουν τριγμοί στην οικογένεια, είναι εις θέση να επαναφέρη

την ομαλότητα.

Μάννα αποκαλούσαν και την Ελλάδα, και οι ποιηταί του 18ου

αιώνος.

Λορέτζος Μαβίλης [Ιθάκη 1860]. Ύμνησε την Πατρίδα, και

γενικότερα την Μητέρα Ελλάδα, για να σαλπίσει με την λύρα του, και

τον λυρικό του λόγο ωδή μεγαλόστομη

”Μάννα μου Ελλάδα, τι δεν είσαι τώρα

Σαν πρώτα ορθή, ψηλή, στεφανωμένης με δάφνες,

Τι δεν είσαι με τα δώρα της αθάνατης νίκης στολισμένη;”

#

”Αχ πότε θ’ ‘ερθη, πότε θ’αρθη η ώρα,

Να μεταστρέψη η όψη σου η σβησμένη,

Και της Λευτεριάς θε να προβάλη η μέρα,

Και το θείο πρόσωπό σου θα λάμψη σαν τον ήλιο της.

Μεγάλη θα γίνεις, κι αλλοιά τότε στον εχτρό σου;”

”ΜΑΝΝΑ”

Τ’ι μητρός συμπαθέστερον; (Γρηγόριος Θεολόγος)

Μάννα…………να είσαι σίγουρη, ότι αν έτσι έλθουν τα πράγματα,

κάποια στιγμή, πάνω στο χώμα, που θα καλύπτη το αγιασμένο από

τους αγώνες σκήνωμα σου, αν δεν προφθάσεις να το ακούσης σε

αυτόν τον κόσμον, θα έλθη το παιδί σου γονατιστό, με δάκρυα, με

αγάπη….. κερί θ’ ανάψη ευγνωμοσύνης και θα πη σε σένα, που το

ανάστησες: «Μανούλα μου σ’ ευχαριστώ».

Τι άλλο θα ήθελες να ακούσεις Μάννα γλυκειά; «της ζωής υφάντρα,

τεχνήτρα, φρουρέ;»

Μάννα, σ’ ευχαριστούμε, και μαζί με τον θείο της Εκκλησίας

Διδάσκαλόν Άγιον Γρηγόριον τον Θεολόγον, επαναλαμβάνουμε με

δέος: «Τι Μητρός συμπαθέστερον;», και από τα τρίσβαθα της ψυχής

μας αναφωνούμε: «Ουδέν Μητρός θαυμασιώτερον».

«H φωνή μιας Ελληνίδας Μάννας»

Διαπιστώνω δυστυχώς, ότι με λύσσα διώκεται το δικαίωμα εμείς οι

Ελληνίδες ”Μάννες”, να φέρουμε στον κόσμο Ελληνόπουλα. Φοβούνται

οι κρατούντες μήπως γίνουν χριστιανόπουλα, και γίνουν συνέχεια των

ηρώων και αξίων προγόνων μας.

Αδελφοί Συνέλληνες, αρκετά μείναμε απαθείς των Εθνικών

εγκλημάτων (διωγμός της Εκκλησίας, κατακρεούργησης της Ελληνικής

γλώσσας, διαστρέβλωσις της ιστορίας μας, διάλυσις οικογένειας,

απαξίωση για την Πατρίδα μας).

Ας μάθουν τόσον της ενδοχώρας υποτακτικοί άρχοντες εις το ΔΝΤ,

ΤΡΟΙΚΑ, ΜΕΡΚΕL, SOIBLE, όσον και γενικά οι Ευρωπαίοι δυνάστες,

ότι στις φλέβες αυτού του υπερήφανου Ελληνικού λαού, κυλάει αίμα

Αγίων και ηρώων, και θα γίνη ποτάμι που θα τους πνίξη.

Ας μην σκύβουμε τον αυχένα σε κάθε ντόπιο και ξένο αφέντη. αυτό

το χώμα που πατάμε είναι Ελληνικό, και ανήκει σε μας. Δεν χαρίζεται.

Θα το κρατήσουμε με νύχια και με δόντια, όσο και αν θέλουν κάποιοι να

μας βγάλουν από αυτό.

Γι’ αυτό ας ενώσουμε τα χέρια όλες οι οικογένειες, και ”όλοι μαζί

μπορούμε”. Ας μάθουν οι ανθέλληνες ότι: ”ζη Κύριος ο θεός”, και

υπερηφάνοις αντιτάσεται”.

Ναι. Είμαι πολύτεκνη μάννα, θέλω να με σέβεται η Πατρίδα μου,

γιατί μεγαλώνω 4 παιδιά, με αξίες, με όνειρα, με στόχους. Κάποιοι

θέλουν να μου τα στερήσουν και αυτά,

Ναι. Αφήστε μου το δικαίωμα, όταν ο άντρας μου ασκεί ένα

λειτούργημα, να μπορώ να ΑΝΑΘΡΕΨΩ” τα παιδιά μου, και μην του

κόβετε τον μισθό, μέσα στο πλαίσιο μιας ισοπεδωτικής πολιτικής, που

τελικά αγγίζει μόνον αυτούς, που εργάζονται χωρίς να έχουν κλέψη;

ποτέ. Τιμή και ευγνωμοσύνη οφείλομε να απευθύνουμε, και λόγια

απύθμενα, ιερά και στοχαστικά, στις ηρωϊδες Μάννες, και να τις

θυμόμαστε στις προσευχές μας, γιατί έτσι μόνον θα τις βρίσκουμε και θα

μας βρίσκουν.

Στις μάννες όλων μας. Σε αυτές τις άγιες μορφές, που αγωνίστηκαν

με το πάλεμα της αγνής ζωής των, για μιά καλύτερη κοινωνία. Για μια

κοινωνία ανθρώπινη και ζηλευτή.

Και τώρα αείμνηστη μάννα, ξύπνα μέσα από τον βαθύ σου ύπνο,

και το Πάνθεον των ηρώων, και έλα και πάλι μαζί μας. Σε

χρειαζόμαστε τώρα, που ο εχθρός είναι όχι απλώς προ των πυλών,

αλλά είναι εδώ. Μπροστά μας. Ύπουλος.

Το όνομά του;

• Λυσσώδης πόλεμος κατά της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

• Κατάργησις και κατακρεούργησις της Ελληνικής Εθνικής και

Εκκλησιαστικής Ιστορίας.

• Κατακρήμνισις των Ιερών και των Οσίων.

• Τον λένε Μνημόνιον.

• Είναι η Παγκοσμιοποίησις

• Τον λένε αφελληνισμόν και αποχριστιανισμόν.

Γίνου ηρωϊδα μάννα, ο προπομπός και ο μπροστάρης, με φύλακα την

”Ζωοδόχον Πηγή”, την Παναγία μας. Φώναξε δυνατά. Αν χρειασθεί

κλάψε κιόλας, όχι από αποθάρυνση, αλλά από σπαραγμό ψυχής, για

αυτά που θα αντικρύσεις. Σε χρειαζόμαστε γιά τον μεγάλον αγώνα. Ζήτα

το θαύμα της. Θα το κάνη. «Ζωοδόχος πηγή και μάννα είναι πάντα

μαζί.»

Θεωρώ χρέος ιερόν, επιτακτικόν αλλά αναγκαίον, για να

υπογράψωμε το καθήκον της μνήμης. Το καθήκον για να μην

ξεχνάμε……… τις ηρωϊδες μάννες, γιατί αν θα τις ξεχνάμε, δεν θα είμεθα

αντάξια τέκνα των.

θα γυρίσω λοιπόν την μηχανή του αέναου χρόνου πίσω στα χρόνια

τα παλιά, για να παρουσιάσω ζωντανά και έμπλεος συγκινήσεως, τη ζωή

που έζησαν οι μάννες του χωριού δεκαετίες πρίν.

Εποχές σκληρές. Χρόνια πέτρινα. Τα μέσα πενιχρά, ίσως και

ανύπαρκτα.

Εκείνες οι μάννες με τις μεγάλες φαμελιές. Πολλά παιδιά. 6,8,10,όχι

λιγότερα από τέσσερα. Οι παπούδες και οι γιαγιές, όλοι μαζί. Το σπίτι

χαμηλό και μικρό. Το παραγώνι με το τζάκι. Η καμαρούλα. Η σάλα με το

γιούκο, και τον μεγάλο καθρέπτη. Το λαδολύχνι και το πετρολύχνι.

Και να η μάννα. Από το πρωί μέχρι το βράδυ, χωρίς στάση καμμιά,

να αγωνίζεται να τα βγάλη πέρα. Ο πατέρας στις εξωδουλιές.

Η μάννα να κουβαλίση το νερό με τα βαρέλια και τις βούτες από το

πηγάδι. Να ανάψη τη φωτιά στη γωνιά, να βάλη το καζάνι να κάψει το

νερό, να πλύνη τα ρούχα, με σαπούνι φτιαχτό. Να κουβαλίση ζαλιά τα

ψιλά ξύλα από το λόγγο. Τις αφάνες για προσάναμα, φορτωμένες στο

άλογο και το γαιδούρι, να της τρυπάνε τα χέρια και να ματώνουν.

Να κουβαλήσει τα δεμάτια στο αλώνι, με τα ζώα. Να τα αλωνίση με

το ντουένι μέσα στο λιοπύρι. Να λυχνίση, Να δρυμονίση. Να βάλει το

σιτάρι σε εκείνα τα σακιά υφαμένα στον αργαλειό. Να κουβαλίση το

άχυρο με της λιοπάνες τις μεγάλες, στον ώμο της, στο καλύβι, γιά την

τροφή των ζώων τον χειμώνα.

Να ξεκουραστή λίγο γιατί της ήλθε ζαλάδα. Να πιή λίγο νερό, ζεστό

και εκείνο. Και να συνεχίση. Να κοσκινίση το αλεύρι, για να ζυμώση. Σε

εκείνο το μεγάλο ξύλινο σκαφίδι. Να το πλωχερίση. Να το γαλαυτίση.

Να βάλη το ζυμάρι στις πινα κοτές, με τα 4 η 6 μικρά διαμερίσματα, να

το αφήση να γίνη. Να κάψη το φούρνο. Να το ξυαρίση με τη μασιά να

διώξη τις θράκες. Να τον καθαρίση με την πανιάρα να διώξει τις

στάχτες. Να κουβαλίση τις πινακοτές στον ώμο της, και με το ξύλινο

φτυάρι να το φουρνίση. Σε καμμιά ώρα θα βγάλη εκείνα τα τραγανά

νόστημα καρβέλια να ταϊση τη φαμελιά.

Η μάννα από την κούραση δεν θα μπορέση να φάη. Λίγο αργότερα.

Όταν ο πατέρας φέρνει τα πρόβατα το βράδυ, τρέχει να τον βοηθήση

να αρμέξουν. Να πήξουν το τυρί. Θα φτιάξη τα μαγειρέματα. Τον ξυνό

και γλυκό τραχανά. Τις χυλοπίτες, τα λαζάνια.

Την βλέπεις να τρέχη στο χωράφι, με τη νάκα στον ώμο της, με το

μωρό μέσα, να την κρεμάη στην γκορτσιά, και εκείνο το μωρούλι να μην

κλαίη, λες και καταλαβαίνει την κούραση της μάννας του. Η μάννα όμως

θα τρέξη να του δώσει το βυζί της να πιεί λίγο γάλα.

Μετά από τις τόσες δουλειές, για να ξεκουραστή όπως έλεγε,

πήγαινε στον αργαλειό, να ρίξει καμμιά σαϊτιά, πέρα δώθε να περάσει το

στιμόνι και το υφάδι, για να υφάνει την προίκα των κοριτσιών της.

Αντρομίδες κεντιστές, φλοκάτες, κουρελούδες.

Και όταν ήταν να φύγη ο πατέρας ως μετανάστης για την Αμερική.

τότε η μάννα, γινόταν και μάννα και πατέρας, για την φαμελιά της.

Από την άλλη πλευρά υπήρξαν και δυσάρεστες σκληρές στιγμές.

Πόλεμος 1940-41. Γενική επιστράτευσις. Φεύγουν τα παλληκάρια γιά το

μέτωπο. Η μάννα ακουμπισμένη στο μισάνοιχτο παραθύρι του σπιτιού

κατευόδωνε με ευχές το γιό της,. Στο καλό γιόκα μου και με τη νίκη.

Το βράδυ κουρασμένη από τις δουλειές, άναβε το καντήλι και

προσευχόταν στην Παναγία να φυλάη το παιδί της εκεί μακρυά στο

μέτωπο.

Περίμενε ακουμπισμένη στην αυλόπορτα, μήπως φανή ο ταχυδρόμος

να της φέρη το γράμμα από το μέτωπο, Κι’ ο ταχυδρόμος το φέρνη.

Δυστυχώς όμως, μιά μέρα σκοτινιασμένη και μουντή, δέχτηκε το

φοβερό μαντάτο. Ο γιός της σκοτώθηκε στα χιονισμένα βουνά της

Αλβανίας. Ε αυτό ήταν. Έπεσε η μάννα λιπόθυμη. Τρέξανε όλοι στο

χαροκαμένο σπίτι. Η μάννα τράβαγε τα μαλλιά της. Ξέσκιζε τα μάγουλά

της και έτρεχαν αίματα.

Ο πατέρας έκοψε ένα κομμάτι μαύρο πανί, το κάρφωσε στην

αυλόπορτα, και έγραψε με άσπρα γράμματα Σ.Π. Έβαλε και μια μαύρη

κορδέλα γύρω από τον βραχίονα. Δεν ξυρίζεται για πολύ καιρό.

Το σπίτι βουβό και έρημο. Το βράδυ οι γείτονες πήγαιναν φαγητό

στην χαροκαμένη οικογένεια.

Η μάννα, όσον άντεχαν τα πόδια της, να βράση το σιτάρι, να το βάλη

στο πανέρι, να το ανακατέψη με σταφίδα μαύρη, με μαιντανό, ρεβύθια,

με λίγη ζάχαρη, γιατί ήταν κατοχή, να φτιάξη στη μέση το σταυρό, να το

πάη στην Εκκλησιά, να ψάλη το μνημόσυνο ο παπάς.

Να το μοιράσει, να το πάρουν τα παιδιά που περίμεναν με τα

μαντήλια στο χέρι να συχωρέσουν, και να το φάνε, γιατί τότε στην

Κατοχή, υπήρχε μαύρη πείνα.

Με αυτά και με πολλά άλλα είχε επιφορτισθεί η μάννα τις δύσκολες

εκείνες εποχές.

Προτρέπω τους νέους μας, που είναι η συνέχεια του αύριο, να

προσπαθήσουν να μάθουν τα της εποχής εκείνης, για να διατηρήσουν

αλώβητα τα ιδανικά, τα ήθη και τα έθιμα της μάννας Ελλάδος. Γιατί η

Ελλάδα έχει μακραίωνη ιστορία. Να αφρουγκαστούν την παράδοση,

γιατί η παράδοση είναι σπουδαιοτέρα και μεγαλυτέρα από τη γραφή…