Κάθε λειτουργικό έτος αρχίζει και τελειώνει, σύμφωνα με την παράδοση της Ανατολικής Εκκλησίας, με μια γιορτή της Παναγίας· αρχίζει δηλαδή με την ανάμνηση της γέννησης και τελειώνει με την ανάμνηση της κοίμησης της Θεοτόκου που τιμούνται στις 8 Σεπτεμβρίου και 15 Αυγούστου αντίστοιχα. Η διαπίστωση αυτή δημιουργεί ίσως σε πολλούς τον προβληματισμό για τη θέση της Θεοτόκου στη θεολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, καθώς θα ανέμενε κανείς η αρχή και στο τέλος του εκκλησιαστικού έτους να σηματοδοτούνται από μια γιορτή προς τιμήν του Χριστού, εφόσον ο Χριστός είναι το κέντρο της λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας, εφόσον στο πρόσωπο του Χριστού έγινε ο Θεός άνθρωπος προκειμένου να πλησιάσει τους ανθρώπους και να τους σώσει, αποκαθιστώντας τις σχέσεις τους με τον Θεό. Στον βαθμό, κατά συνέπεια, που είναι αλήθεια πως η θεολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας αποτυπώνεται στη λειτουργική της πράξη, μια απάντηση στον παραπάνω προβληματισμό θα μπορούσε να προκύψει από τον αναστοχασμό της εκκλησιαστικής εμπειρίας όπως αυτή αποτυπώνεται στη χριστιανική λατρεία.
Ένα από τα χαρακτηριστικά της χριστιανικής πίστης που εμφανώς τη διαφοροποιεί από όλες τις θρησκείες είναι η ιστορική της διάσταση. Η χριστιανική πίστη δεν είναι προϊόν των θεωρητικών αναζητήσεων κάποιου φιλοσόφου ούτε το κατασκεύασμα κάποιου ιερατείου. Είναι συνέπεια της αποκάλυψης του Θεού μέσα στην Ιστορία. Οι χριστιανοί γνωρίζουν τον Θεό όχι μέσα από κάτι που βεβαιώνεται από τον μύθο αλλά μέσα από τις συγκεκριμένες σωτηριώδεις υπέρ των ανθρώπων επεμβάσεις του σε ιστορικό επίπεδο. Σκοπός, λοιπόν, της χριστιανικής λατρείας είναι μεταξύ άλλων να επεξεργαστεί αυτήν την ιστορική εμπειρία του λαού του Θεού, να την παραστήσει και να τη διατηρήσει στη μνήμη. Η αλήθεια αυτή συνοψίζεται στην Ευχή της Αναφοράς, όταν ο λειτουργός, αναφέροντας τα δώρα της κοινότητας στον Θεό, προσεύχεται μυστικά: «μεμνημένοι τοίνυν … πάντων τῶν ὑπὲρ ἡμῶν γεγενημένων … παρακαλοῦμέν σε καὶ δεόμεθα καὶ ἱκετεύομεν …». Έτσι, ολόκληρη η λειτουργική ζωή της Εκκλησίας δεν είναι παρά μια επανάληψη των σωτηριωδών ενεργειών του Θεού για χάρη του ανθρώπου όπως αυτές παραδίδονται από τη Βίβλο και η ερμηνεία των ενεργειών αυτών. Ιδιάιτερα η θεία λειτουργία ξαναζωντανεύει την υπαρκτική εμπειρία ότι στη σύναξη οι πιστοί γίνονται ένα σώμα με κεφαλή τον Χριστό. Γι’αυτό και στην ευχή της αναφοράς, για την οποία έγινε λόγος παραπάνω, μεταξύ των ‘‘γεγενημένων’’ και ως κορύφωση αυτών, οι πιστοί ‘‘θυμούνται’’ και τη δευτέρα παρουσία του Χριστού, δηλαδή αυτό που έρχεται από το μέλλον.
Αυτή η βασική αρχή, πάνω στην οποία στηρίζεται η χριστιανική πίστη, ότι δηλαδή ο Θεός επεμβαίνει στην ανθρώπινη Ιστορία σωτηριολογικά, έφερε τον χριστιανισμό, ήδη από τα πρώτα βήματά του, σε σύγκρουση με το πανίσχυρο φιλοσοφικό κατεστημένο της εποχής του. Το βασικό δόγμα της πλατωνικής φιλοσοφίας που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή και ταυτόχρονα το αδιέξοδό της συνοψίζεται στη φράση που παρατίθεται στο έργο του Πλάτωνα Συμπόσιον: «θεὸς δὲ ἀνθρώπῳ οὐ μίγνυται». Το αδιέξοδο στο οποίο περιήλθαν οι πλατωνικοί φιλόσοφοι της εποχής του Χριστού φαίνεται από την προσπάθειά τους να επινοήσουν ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο σύστημα επικοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό και στην αδυναμία τους να διατυπώσουν μια εφαρμόσιμη πρόταση ζωής, αφού ως σκοπός της ζωής καθορίστηκε η απελευθέρωση της ψυχής από το σώμα. Η απάντηση της χριστιανικής πίστης στις θέσεις αυτές της πλατωνικής φιλοσοφίας συνοψίζεται στον πρόλογο του Κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου: «Απ’ όλα πριν υπήρχε ο Λόγος και ο Λόγος ήτανε με τον Θεό και ήταν Θεός ο Λόγος. … Μέσα στον κόσμο ήταν και ο κόσμος δι’ αυτού δημιουργήθηκε, μα δεν τον αναγνώρισε ο κόσμος. … Και ο Λόγος σαρκώθηκε, κατοίκησε ανάμεσά μας και είδαμε τη θεϊκή του δόξα …» (Ιωα α΄ 1,10,14).
Για να σαρκωθεί όμως ο Λόγος, για να γίνει άνθρωπος ο Θεός ήταν απαραίτητη η πλήρωση ορισμένων βασικών προϋποθέσεων και από την πλευρά των ανθρώπων. Η επέμβαση του Θεού στην ανθρώπινη Ιστορία, για την οποία έγινε λόγος παραπάνω, δεν γίνεται ποτέ βίαια. Ο Θεός δεν εξαναγκάζει τους ανθρώπους να τον ακολουθήσουν, αλλά από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας ζητά τη συνεργασία μαζί τους. Και αν ο πρώτος άνθρωπος αρνήθηκε να συνεργαστεί με τον Θεό, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για την είσοδο του κακού στον κόσμο, ο Θεός ποτέ δεν εγκατέλειψε το πλάσμα του. Βάζει σε εφαρμογή ένα σχέδιο, που, χωρίς να παραβιάζει την ελευθερία του ανθρώπου, θα τον οδηγήσει και πάλι κοντά του. Για να εφαρμοστεί το σχέδιο αυτό χρειαζόταν οι άνθρωποι να κάνουν ελεύθερα, χωρίς καταναγκασμό, αυτό που αρνήθηκε να κάνει ο πρώτος άνθρωπος· να ακολουθήσουν το δρόμο που τους δείχνει ο Θεός. Ολόκληρη η πνευματική προϊστορία της ανθρωπότητας, όπως περιγράφεται μέσα στην Αγία Γραφή, είναι γεμάτη από τις συνεχείς προσπάθειες και προσκλήσεις του Θεού προς τους ανθρώπους για συνεργασία μαζί του. Ο Αβραάμ, ο Μωυσής, οι προφήτες και πλήθος άλλων που κατονομάζονται ή όχι στη Βίβλο ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση αυτήν και κάθε φορά το σχέδιο του Θεού προχωρούσε ένα βήμα παραπέρα προς την τελική ολοκλήρωσή του. Όταν, λοιπόν, ήρθε ο κατάλληλος καιρός, ο Θεός αναζήτησε άλλον έναν άνθρωπο, που και πάλι ελεύθερα και χωρίς καταναγκασμό, θα δεχόταν να συνεργαστεί μαζί του. Όταν ο άγγελος μετέφερε στη Μαρία την απόφαση του Θεού, εκείνη χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς αντίρρηση, δέχτηκε να γίνει όργανό του. Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι χωρίς αυτήν την απροϋπόθετη συνεργασία της Μαρίας η πραγματοποίηση του σχεδίου του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου θα ήταν αδύνατη.
Η Μαρία δεν είχε τίποτε το ξεχωριστό, με την έννοια ότι δεν είχε κάτι που δεν θα μπορούσε να έχει ο κάθε άνθρωπος. Καταγόταν από ένα χωριό της Παλαιστίνης, ήταν φτωχή και άσημη και ούτε είχε κάποια μόρφωση. Αλλά είχε κάτι, που και πάλι θα μπορούσε ο κάθε άνθρωπος να αποκτήσει, χρειάζεται όμως γι’ αυτό ιδιαίτερη προσπάθεια και συνεχής αγώνας. Είχε ακλόνητη εμπιστοσύνη στον Θεό και ήταν πάντοτε έτοιμη να υποταχθεί στο θέλημα του. Αυτός είναι ο λόγος που η λειτουργική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας ορίζει ως αποστολικό ανάγνωσμα της πρώτης αφιερωμένης στη Θεοτόκο γιορτής την περικοπή Φιλ β´ 5-11. Διότι υπενθυμίζει στους σύγχρονους πιστούς ότι η Μαρία είχε κατορθώσει να επιτύχει αυτό που παραγγέλλει ο απόστολος Παύλος στους πιστούς της εποχής του: «Φροντίστε στις μεταξύ σας σχέσεις να σκέφτεστε όπως κι ο Ιησούς Χριστός,ο οποίος ως πραγματικός Θεός που ήταν, δεν θεώρησε την ισότητά του με τον Θεό σαν κάτι ξένο που το άρπαξε, αλλά δέχτηκε να γίνει ένα τίποτα, να μοιάσει με δούλο, καθώς έγινε ίδιος με τους ανθρώπους· και όντας πραγματικός άνθρωπος, δέχτηκε να ταπεινωθεί, υπακούοντας στον Θεό μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού» (Φιλ β΄ 5-7). Το παραπάνω κείμενο, μια από τις αρχαιότερες ομολογίες πίστεως της Εκκλησίας, περιγράφει μια επαναστατική για τις σχέσεις του Θεού με τον άνθρωπο αλήθεια. Μόνον αυτό που κατέχει κανείς πραγματικά μπορεί να το μοιραστεί με τους άλλους· αντίθετα, εκείνο που δεν του ανήκει και το αποκτά δι’ αρπαγής το κρατάει για τον εαυτό του, στερούμενος έτσι της χαράς του μοιράσματος και της σχέσης με τον άλλον. Ο Χριστός ως πραγματικός Θεός θέλει και προσφέρει στους ανθρώπους τη δυνατότητα μετοχής στη θεότητά του, για να το κάνει όμως αυτό χρειάζεται να σαρκωθεί. Και η Μαρία προσφέρει στον Θεό αυτό ακριβώς που δεν έχει, τη σάρκα, για να το κάνει όμως αυτό χρειάζεται να υποτάξει το δικό της θέλημα στο θέλημα του Θεού. Έτσι, η Μαρία κατόρθωσε να μιμηθεί τον Χριστό, όπως παραγγέλλει ο απόστολος Παύλος, πριν ακόμη γεννηθεί ο Χριστός. Και αφού ήταν ένας κοινός άνθρωπος σαν όλους τους άλλους, έγινε το σύμβολο της ανθρώπινης συμμετοχής στο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου.
Τοποθετώντας, λοιπόν, η εκκλησιαστική παράδοση την ανάμνηση της γέννησης της Θεοτόκου στην αρχή του νέου εκκλησιαστικού έτους, υπενθυμίζει σε όλους τους χριστιανούς ότι η σωτηρία της ανθρωπότητας προϋποθέτει τη συνεργασία τους με τον Θεό. Το πανηγύρι του Γενεθλίου της Θεοτόκου ισοδυναμεί με μια δήλωση προς τον Θεό της ετοιμότητας των χριστιανών να τον υποδεχτούν και να συνεργαστούν μαζί του, ώστε να επιτευχθεί αυτό με το οποίο ο απόστολος εύχεται στο τέλος της παραπάνω περικοπής: «όλοι μ’ ένα στόμα θα ομολογήσουν ότι Κύριος είναι ο Ιησούς Χριστός, για να δοξάζεται έτσι ο Θεός Πατέρας» (Φιλ β΄ 11). Το πανηγύρι του Γενεθλίου της Θεοτόκου καλεί όλους τους πιστούς σε μια δέσμευση απέναντι στον Θεό ότι στο διάστημα που μεσολαβεί από τη γιορτή της γέννησης της Θεοτόκου ως τη γιορτή της γέννησης του Θεανθρώπου θα προσπαθούν καθημερινά να μιμηθούν τη στάση της Μαρίας, ώστε να είναι έτοιμοι, όταν θα γιορτάσουν τη γέννηση του Χριστού, να τον ακολουθήσουν πραγματικά και να πραγματώσουν το θέλημά του.
Καθηγητής Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.