Του π. Ηλία Μάκου
Ήταν 21 Ιουλίου του 1971, όταν εκδόθηκε νόμος του Τουρκικού κράτους, που απαγόρευε τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, οπότε σταμάτησε να λειτουργεί η περίφημη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, που υπήρξε φυτώριο πολλών σπουδαίων στελεχών της Εκκλησίας, ακόμη και Πατριαρχών, Αρχιεπισκόπων και Αρχιερέων και και ήταν ένα παραγωγικό και όχι άχρωμο καθίδρυμα, χωρίς κανένα στοιχείο εσωστρέφειας.
Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά της σπουδαιότητας της Σχολής της Χάλκης για τη Ρωμιοσύνη και την Ορθοδοξία.
Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου, αλλά και για 48 χρόνια από το 1923 έως το 1971, επί τουρκικής δημοκρατίας, δηλαδή στα 127 χρόνια λειτουργία της, αποφοίτησαν 930 άτομα.
Από αυτά οι 343 εκλέχτηκαν αρχιερείς και 12 εξ αυτών Οικουμενικοί Πατριάρχες, δύο Πατριάρχες Αλεξανδρείας, δύο Αντιοχείας, τέσσερις Αρχιεπίσκοποι Αθηνών και ένας Αρχιεπίσκοπος Τιράνων.
Παρά τις προσπάθειες του Οικουμενικού Πατριαρχείου και προσωπικά του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαθρολομαίου, που αναπτύσσει με το κύρος και τη δυναμική του, μια αξιοπρόσεκτη πολύπλευρη κινητικότητα, για την επαναλειτουργία της, παρά τις πιέσεις από τη διεθνή κοινότητα προς την Τουρκία, παρά τις αλεπάλληλες κρούσεις των ευρωπαϊκών θεσμών, αλλά και παρά τις υποσχέσεις της Τουρκικής πολιτείας, ο πόθος να ξανανοίξει ακόμη δεν έχει πραγματοποιηθεί.
Αν και για μισό περίπου αιώνα είναι ερμητικά αμπαρωμένη και δεν συγκεντρώνονται φοιτητές στις αίθουσες, καθηγητές δεν μεταδίδουν τη θεολογική γνώση, στην περίφημη βιβιλοθήκη της δεν αναζητούν υλικό σπουδαστές (στο υπόγειο της βόρειας πλευράς του μοναστηριού φυλάσσονται οι 90.000 τόμοι της ιστορικής βιβλιοθήκης, κυρίως βιβλία του 18ου και 19ου αιώνα, αλλά και παλαίτυπα του 16ου αιώνα), εν τούτοις είναι έτοιμη ανά πάσα στιγμή να ανοίξει και πάλι τις πόρτες της και να γίνει εκ νέου θεολογικός πνεύμονας, αφού το Οικουμενικό Πατριαρχείο φροντίζει να βρίσκονται οι χώροι της σε άριστη κατάσταση και οργανώνονται σ’ αυτούς πολιτιστικές εκδηλώσεις, καθώς και διεθνή επιστημονικά και οικολογικά συνέδρια.
Από τότε, που ιδρύθηκε, το 1844, από τον Πατριάρχη Γερμανό Δ’, στούς χώρους της μονής της Αγίας Τριάδος, μέχρι, που έκλεισε, το 1971, ήταν μια Σχολή υψηλού επιπέδου, με προτότυπα προγράμματα και καινοτόμα εκπαιδευτική δομή.
Πέρα από την ανεκτίμητη προσφορά της στην επιστήμη της Θεολογίας, η ιστορική σημασία της φαίνεται και από το γεγονός ότι ήταν από τις πρώτες Θεολογικές Σχολές.
Προηγήθηκε του Πανεπιστημίου Αθηνών (1837) και ακολούθησαν της Χάλκης (1844) και του Τιμίου Σταυρού στα Ιεροσόλυμα (1855).
Από το 1844 έως το 1919 η Σχολή είχε επτά τάξεις, τέσσερις γυμνασιακές (λυκειακές) και τρεις θεολογικές.
Με ορισμένες εξαιρέσεις είχε και οκτώ τάξεις. Από το 1919 έως το 1923 ήταν Ακαδημία πέντε τάξεων. Από το 1923 έως το 1951 επανήλθε η παλιά επτατάξια μορφή της Σχολής.
Από το 1951 έως το 1971, που θεωρείται περίοδος ακμής, η Σχολή είχε πάλι επτά τάξεις, από τις οποίες οι τρεις ήταν γυμνασιακές (λυκειακές) και οι τέσσερις θεολογικές. Προστέθηκε, δηλαδή, ένα έτος στο θεολογικό της τμήμα.
Προσδοκία και επιδἰωξη όλων αποτελεί η επαναλειτουργία της, ώστε και πάλι να είναι σε θέση να ενισχύει την Εκκλησία και την κοινωνία με καταρτισμένους θεολόγους, που θα μεταλαμπαδεύουν τις οικουμενικές αξίες της Ορθοδοξίας και της αρχές της εκκλησιαστικής συνείδησης.