Του π. Ηλία Μάκου
Ταπεινός και άκακος άνθρωπος, έζησε απλά και φιλάγια και έτσι αντιμετώπισε και την εκθρόνισή του το 1974, όπου μισό αιώνα μετά ακόμη τον θυμούνται και εκφράζονται πολύ θετικά για το πρόσωπο και την ευσέβειά του, αλλά και την ασθένειά του, που έξι μήνες μετά την παύση του από τα μητροπολιτικά καθήκοντα, τον οδήγησε στο θρόνο του ουρανού.
Όσα χρήματα είχε τα μοίραζε εκεί, που υπήρχε ανάγκη, χωρίς να το διατυμπανίζει και μετά το θάνατό του αποκαλύφθηκε πόσο φίλος των φτωχών ήταν, ενώ και ο ίδιος ζούσε σε πτωχεία.
Χειραγωγήθηκε πνευματικά, γι αυτό και υπήρξε μια παρουσία γνησιότητας και συνέπειας, κοντά σε αγνές και μεγάλες μορφές της Ορθοδοξίας, όπως ο άγιος Παΐσιος, ο Ρώσος παπα-Τύχων, ο Φιλόθεος Ζερβάκος και ο παπα-Δημήτριος Γκαγκαστάθης. Ήταν φιλάγιος και αναζητούσε μορφές αγιασμένες. Ως Μητροπολίτης Χαλκίδος επισκεπτόταν στη Μονή του αγίου Δαβίδ στις Ροβιές Εύβοιας τον άγνωστο τότε ιερομόναχο και τώρα άγιο της Εκκλησίας μας Ιάκωβο Τσαλίκη, μέσα στην απλότητα του οποίου έβλεπε την ταπεινότητά του και το έλεγε με θαυμασμό σε όλους τότε: “Ο π. Ιάκωβος είναι άγιος”.
Υπάρχουν μαρτυρίες, απ’ όσους έζησαν κοντά του, ότι ένιωθαν πάντα μια αύρα δροσίζουσα απ’ αυτόν. Ένα θρόισμα ψυχικής ευγένειας και ανθρωπιάς. Μια πνοή ανυψωτική, που ανάβλυζε από τη ζωή και τη σκέψη του, που τη διοχέτευε συναρπαστική πότε με τη σαγήνη των πράξεών του και πότε με τη γοητεία της ακαταμάχητης πνευματικότητάς του.
Και συνάρπαζε καρδιές. Στήριζε αδύναμους. Άνοιγε νέους ορίζοντες. Χάραζε πορεία, που τη φώτισε, αν και νεαρός σε χρόνια, με τις αστραπές της φωτεινής διάνοιάς του. Μιας διάνοιας αστραφτερής, αλλά και ευαίσθητης ταυτόχρονα.
Εκείνα τα ταραγμένα έτη, μπορεί όλα αυτά να μην εκτιμήθηκαν σωστά, αλλά η απόσταση του χρόνου, έφερε στο προσκήνιο τα τάλαντα, με τα οποία τόσο γενναιόδωρα, τον είχε προικίσει ο Θεός.
Ο αείμνηστος Μητροπολίτης Φθιώτιδος κυρός Νικόλαος, ο οποίος είχε κοινό τόπο καταγωγής με τον αυτόν, έχει γράψει ένα περιστατικό-μαρτυρία του αείμνηστου π. Δημητρίου Τζέρπου, που δείχνει πόσο εκτιμήθηκε μετά την κοίμησή του ο αοίδιμος Μητροπολίτης Χαλκίδος Νικόλαος:
“Αρκετά χρόνια μετά τα γεγονότα του 1974 βρέθηκε καλεσμένος ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ στο σπίτι ενός εφοπλιστού στη Φιλοθέη, μαζί με άλλα εξέχοντα πρόσωπα. Μεταξύ αυτών ήταν και ένας Στρατηγός, ο οποίος είχε ενδιαφέροντα εκκλησιαστικά, γι’ αυτό περισσότερο από τους άλλους συζητούσε με τον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ. Στη στζήτηση επάνω τον ερώτησε ο Αρχιεπίσκοπος: “Πώς έχεις τόσα ενδιαφέροντα για την Εκκλησία;” και ο Στρατηγός απάντησε ως εξής: “Εγνώρισα, Μακαριώτατε, έναν άξιο Ιεράρχη, όταν υπηρετούσα στη Σχολή Πεζικού Χαλκίδος, ο οποίος μου κέρδισε την ψυχή”. “Ποιος Ιεράρχης ήταν ;”ερώτησε ο Αρχιεπίσκοπος. “Ελέγετο Νικόλαος”, απάντησε ο Στρατηγός. Την ώρα εκείνη , σύμφωνα με την μαρτυρία του παρισταμένου Δημητρίου Τζέρπου, εφημερίου της Αγίας Φιλοθέης, ο οποίος και αυτός ήταν καλεσμένος στο δείπνο, ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ έβγαλε ένα αναστεναγμό, εκτύπησε με το χέρι το στήθος του και με αυθορμητισμό είπε: Αχ, το έχω βάρος στην ψυχή μου”.
Αν και ο Θεός τον κάλεσε πολύ πρόωρα στην αγκαλιά του, στα λίγα χρόνια της διακονίας του ξεχώρισε για την ακεραιότητά του, άφησε ως παρακαταθήκη την ακτινοβολία του παραδείγματός του και τους βηματισμούς της ευθύτατης και αγαπητικής διάβασής του από τον κόσμο αυτό.
Μας φαίνεται ότι μέχρι σήμερα βγαίνει από το ίδιο το στόμα του σεπτού νεκρού Μητροπολίτου Χαλκίδος Νικολάου Σελέντη ο στίχος του ψαλμωδού: “Μέτοχος ἐγώ εἰμι πάντων των φοβουμένων σε και των φυλασσόντων τας εντολάς σου”. Δεν πρόκειται να σβήσει η ηχηρή θριαμβευτική αψίδα πάνω από τη μνήμη του, που δεν είναι αψίδα καύχησης, αλλά διαβεβαίωσης του αγιασμένου βίου του.