Του Αρχιμ. Επιφανίου Οικονόμου, Ιεροκήρυκος
Το ταξίδι άρχισε την Κυριακή 4 Αυγούστου 1974. Εκείνη την ημέρα ο καταγάλανος ουρανός της Μαγνησίας, ο ιστορικός τόπος της αρχαίας Ιωλκού και της Βυζαντινής Δημητριάδος, ο σύγχρονος Βόλος, υποδέχθηκαν τον νέο Μητροπολίτη και Επίσκοπο της τοπικής Εκκλησίας Χριστόδουλο Παρασκευαϊδη.
Στην είσοδο της πόλης, δίπλα στον αγέρωχο και ευθυτενή Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, ξεπρόβαλε ένας νεαρός ιερωμένος, μόλις 35 ετών, του οποίου η φήμη είχε προηγηθεί από την ώρα της εκλογής του, λίγες μέρες πριν. Αυτή η φήμη περιέγραφε έναν νέο κληρικό, ιδιαίτερα μορφωμένο, φλογερό ιεροκήρυκα, δυναμικό και χαρισματικό, που είχε κερδίσει την συμπάθεια και την αναγνώριση του δύσκολου και ευφυούς Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ, από την πρώτη στιγμή, δοκιμασμένου σε δύσκολες αποστολές, όπως ήταν η πολυετής μοναστική άσκηση στα Μετέωρα και στην Αττική, η πολύμηνη διακονία του στη μεθοριακή γραμμή της Μακεδονίας, αλλά και η καθολικά αναγνωρισμένη προσφορά του στην Γραμματεία και Αρχιγραμματεία της Ιεράς Συνόδου. Ο Βόλος, με το έντονο προσφυγικό στοιχείο, υποδέχθηκε, για πρώτη φορά, έναν άλλο πρόσφυγα, τον Ξανθιώτη, με καταγωγή από την Αδριανούπολη, Χριστόδουλο, ο οποίος έφθασε στην πρωτεύουσα της Μαγνησίας άγνωστος μεταξύ αγνώστων.
Ο Μητροπολίτης Χριστόδουλος, εκείνη την εποχή, εκλήθη να αναλάβει τα ηνία μιας επαρχίας που βίωνε έντονα τα απότοκα ενός ιδιότυπου και ταραχώδους Εκκλησιαστικού παρελθόντος. «Εκλεγμένος λίγο πριν την μεταπολίτευση, σε μια πολύ ρευστή και μεταβατική πολιτική περίοδο, με έντονες πολιτικές και κοινωνικές ανακατατάξεις και αναταράξεις, έπρεπε να δικαιώσει, με έργα, την εκλογή του και να στεριώσει σε θρόνο από τον οποίο είχαν απομακρυνθεί ζώντες οι δύο προκάτοχοί του»1, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν εκείνη την εποχή.
Σ’ αυτό το ιδιότυπο Εκκλησιαστικό περιβάλλον έκανε την εμφάνισή του στην πόλη του Βόλου ο νέος Μητροπολίτης Δημητριάδος. Η αποστολή του δύσκολη. Η ευθύνη τεράστια. Η συναίσθηση, όμως, του καθήκοντος απόλυτη. Βασικό του μέλημα υπήρξε η ένωση των διεστώτων και η επανατοποθέτηση των πνευματικών και θρησκευτικών δυνάμεων του τόπου σε νέα, υγιή βάση, όπου η προσωποληψία θα άφηνε τη θέση της στην γνήσια πνευματικότητα και στην αυθεντική Εκκλησιαστική ζωή. Στον Ενθρονιστήριο λόγο του, στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Νικολάου, έδειξε τις προθέσεις του και κατέστησε σαφές
ότι θα λειτουργήσει ως Ποιμένας όλων και όχι ως ομαδάρχης ολίγων και προνομιούχων: «θεωρώ εμαυτόν εξόχως ευτυχή την χείραν σήμερον τεθείς επί το Θεοδρόμον άροτρον της Εκκλησίας ταύτης και το πνευματικόν γεώργιον αροτριάν τη του Θεού βοηθεία αρχόμενος, όπερ επί έτη Θεοφιλώς μοχθήσαντες ποικιλοτρόπως εκαλλιέργησαν οι κατά καιρούς χρηματίσαντες Σεβασμιώτατοι Ποιμενάρχαι και προκάτοχοι ημών και έτεροι υπ’ αυτούς πνευματικοί εργάται. Τον κόπον τούτων έρχομαι σήμερον ίνα συνεχίσω. Και εύκαιρον θεωρώ όπως βεβαιώσω υμάς ότι «ου καθ΄ υπεροχήν λόγου ή σοφίας» εγενόμην προς υμάς, «αλλ’ εν ασθενεία και εν φόβω και εν τρόμω πολλώ» (Α΄ Κορ. 2,1-4), ίνα τας πολλαπλάς υμών πνευματικάς ανάγκας θεραπεύσω, όση μοι δύναμις, μετά των περί εμέ φιλοτίμων συνεργατών, εμαυτόν δε ίνα παραστήσω «θυσίαν ζώσαν ευάρεστον τω Θεώ»2
Αν και νέος στην ηλικία, κατάφερε, λόγω της γεροντικής σύνεσης και σοφίας που τον διέκρινε, σε σύντομο χρονικό διάστημα, να επιτύχει αυτό το δύσκολο έργο να συσπειρώσει όλους γύρω του, κάνοντάς τους γρήγορα να ξεχάσουν το παρελθόν, καθώς διέκριναν στο πρόσωπό του τον ικανό και έντιμο πνευματικό ηγέτη και πατέρα, που τίμησε το χθες και έβαλε τις βάσεις για ένα ελπιδοφόρο αύριο στην τοπική Εκκλησία, η οποία έμελλε να καταστεί η δόξα και το καύχημά του.
Το έργο του, που ξεκίνησε από την επομένη της ενθρονίσεώς του και εξελίχθηκε σ’ όλη τη διάρκεια της εικοσιτετράχρονης διακονίας του στη Μητρόπολη Δημητριάδος, κάλυψε όλους τους τομείς ποιμαντικής δράσης, ενώ ανταποκρίθηκε απόλυτα στις απαιτήσεις των καιρών και στην ικανοποίηση των ποικίλων αναγκών της τοπικής κοινωνίας.
Μνημονεύουμε, κατακλείνοντας τον ταπεινό αυτό λόγο της ευγνωμοσύνης μας, με το απόσπασμα εκείνο του Επιβατηρίου λόγου του στο οποίο αποκαλύπτεται τόσο η αντίληψη, όσο και το όραμά του για την Εκκλησία, ένα όραμα που υπηρέτησε με συνέπεια καθόλη τη διάρκεια της Επισκοπικής εν Βόλω και Αρχιεπισκοπικής εν Αθήναις, διακονίας του, ευχόμενοι υιικώς να είναι η μνήμη του αιώνια και αγέραστη: «Εις την Εκκλησίαν δεν υπάρχουσι στεγανά διαμερίσματα φυλασσόμενα διά προνομιούχους τινάς. Η Εκκλησία ανήκει εις όλους και εις τους εργάτας του πνεύματος και εις τους εργάτας του μόχθου και εις τους πλουσίους και εις τους πτωχούς και εις τους ισχυρούς και εις τους αδυνάτους. Αι πτέρυγες της Εκκλησίας είναι πλατείαι. Κάτωθεν αυτών δύνανται να καλύπτωνται οι πάντες ανεξαιρέτως και αδιακρίτως, διότι οι πάντες είναι τέκνα Θεού και οι πάντες είναι δεκτικοί σωτηρίας. Επομένως, η Εκκλησία ανήκει εις πάντας. Και μετ’ αυτής και ο Επίσκοπος και ο ιερός Κλήρος. Προς τούτο ας γνωρίζωσιν οι πάντες ότι δύνανται να απευθύνονται μετ’ απλότητος προς τον Επίσκοπον, μη αποκοπτομένης
υπ’ ουδενός της προς αυτόν πορείας. Είναι ανάγκη να αισθανθώσιν οι άνθρωποι ότι η Εκκλησία είναι η οικογένεια αυτών, εντός της οποίας την θέσιν του Πατέρα επέχει ο Επίσκοπος. Και ότι εν τη οικογενεία ταύτη έχουσι δικαιώματα. Δικαιώματα εις την στοργήν και την αγάπην της…»