🔺Του π. Ηλία Μάκου
Στο ακριτικό Μοναστήρι της Μολυβδοσκεπάστου, στα Ελληνοαλβανικά σύνορα, τη Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2022, ο Μητροπολίτης Κονίτσης Ανδρέας, ιερείς και πνευματικά παιδιά του αλησμόνητου Μητροπολίτου Κονίτσης Σεβαστιανού, τέλεσαν σεμνά ένα τρισάγιο στον τάφο του. Είχε προηγηθεί επιμνημόσυνη δέηση κατά τη θεία λειτουργία στο ναό της Παναγίας.
Μέσα στην παγερή φύση ξανάνιωσαν τη φλόγα της καρδιάς του και ζεστάθηκαν από τους θερμούς αγώνες του για να μη σβήσουν τα ιδανικά, αλλά και έχουν τον ενάρετο βίο του σαν πυξίδα, για να μην πέφτουν πάνω στα βράχια.
Ο προκάτοχός του Μητροπολίτης Ανδρέας ήταν φανερά συγκινημένος, αφού επί 27 ολόκληρα χρόνια έζησε κοντά στο Σεβαστιανό ως ιεροκήρυκας και πρωτοσύγκελος.
Συχνά σημειώνει ότι αν και ο ίδιος θεωρεί ότι σε καμία περίπτωση δεν είναι Σεβαστιανός, δεν θα σταματήσει τη μάχη για τα ιδεώδη, που αυτός ξεκίνησε.
Ήταν 12 Δεκεμβρίου του 1994, ανήμερα του αγίου Σπυρίδωνα και οι δείκτες του εντοιχισμένου ρολογιού στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ιωαννίνων έδειχναν επτά παρά είκοσι πέντε το πρωί.
Αυτή ακριβώς την ώρα έπαψε να χτυπά η γλυκιά καρδιά του Σεβαστιανού, που νοσηλευόταν επί ημέρες. Τα καθάρια μάτια του σφάλισαν. Έπαυσαν να αντικρίζουν τους φτωχούς και τους περιφρονημένους. Τα σεμνά χέρια του έπαυσαν να υψώνονται ικετευτικά, παρακαλώντας το Θεό. Η ευθαρσής γλώσσα του παύει να μολογάει το δίκαιο του αδικημένων. Ο σεπτός Σεβαστιανός έπαυσε να υπάρχει στη γη. Πέρασε από τον χειμώνα των βασάνων στην άνοιξη της αιωνιότητας.
Ωστόσο με την παρακαταθήκη, που άφησε, εξακολουθεί να στηρίζει, να αγαπά, να κατευθύνει, να αλαφρώνει.
Ο Σεβαστιανός, αγνός και αψεγάδιαστος, έφτασε στην κορυφή. Και το κάλλος του είναι εκθαμβωτικό. Τ’ όνομά του ξέφυγε από την αρμοδιότητα της τόσο τέλειας ταπεινοφροσύνης του. Ανήκει στην Εκκλησία. Ανήκει στην Πατρίδα. Ανήκει ε όλους.
Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ
28 χρόνια μετά, είναι επίκαιρη όσο ποτέ, η διαθήκη του.
Το καυτό απόγευμα απόγευμα της 27ης Αυγούστου του 1994 ο εξασθενημένος από την ανίατη αρρώστια Επίσκοπος προαισθάνθηκε ότι “ταχινή” θα είναι η έξοδός του από τον κόσμο. Ένιωθε πια σίγουρος, πως η ώρα που θα…φτερούργιζε προς τον ουρανό πλησίαζε.
Γι’ αυτό κάθισε και έγραψε τη διαθήκη του. Μια διαθήκη γεμάτη υποθήκες. Με σταθερό χέρι χάραξε στο χαρτί την ευγνωμοσύνη του, τη συμβουλή του, τη συγγνώμη του, την πτωχεία του, την προσευχή του.
Κατόπιν τῆς κλονισθείσης ὑγείας μου καί ἐπειδή ἡ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ὥρα τῆς ἐξόδου μου εἶναι ἄδηλος, γράφω ἰδίαις χερσί τήν Διαθήκην μου, ἤτις ἀποτελεῖ καί τήν τελευταίαν μου βούλησιν :
α) Εὐγνωμονῶ ἐξ ὅλης ψυχῆς καί καρδίας τόν Ἅγιον Θεόν, διότι, καίτοι ἀνάξιον ὄντα ἀπό πάσης ἀπόψεως, μέ ἐτίμησε ποικιλοτρόπως, ἀξιώσας με μάλιστα καί τοῦ ἀνωτάτου ἀξιώματος τῆς Ἀρχιερωσύνης. Ἄς εἶναι εὐλογημένον καί δοξασμένον τό Πανάγιον Ὄνομά Του εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων.
β) Εὐχαριστῶ ἐπίσης τήν Ἀδελφότητα Θεολόγων «Σωτήρ», τήν μητέρα καί τροφόν μου, εἰς τά σπλάγχνα τῆς ὁποίας ἐγαλουχήθην πνευματικῶς, διά τήν ὅλην της πνευματικήν βοήθειαν καί στοργήν πρός τό πρόσωπόν μου, μάλιστα δέ κατά τάς ἡμέρας τῆς ἀσθενείας μου.
γ) Εὐχαριστῶ ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς μου τούς πολυτίμους συνεργάτας, πού μοῦ ἐχάρισε ὁ Θεός εἰς τήν Ἐπαρχίαν μου, τόσον τούς κληρικούς, ὅσον καί τούς λαϊκούς , καθώς ἐπίσης καί τάς εὐσεβεστάτας συνεργάτιδας εἰς τό ἔργον τῆς Ἱεραποστολῆς, τῶν φιλανθρωπικῶν ἱδρυμάτων, τοῦ Ραδιοφωνικοῦ Σταθμοῦ κ.λ.π. Ἰδιαίτερα θά ἤθελα νά ἀναφερθῶ εἰς τήν θυσίαν καί τήν αὐταπάρνησιν πού ἔδειξαν οἱ ἀρχιμ. π. Ἀνδρέας Τρεμπέλας, π. Θεόδωρος Διαμάντης, π. Κοσμᾶς Σιῶζος, π. Νικόλαος Χατζηνικολάου, π. Χριστόδουλος Δεληγιάννης, πρωτοπρεσβύτερος καί ψυχή τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, ὁ διάκονος Ἰωήλ Κωνστάνταρος, ὡς καί ὁ ἐκλεκτός μας ὁδηγός Λεωνίδας Νικολάου.
Ὅλοι οἱ ἀνωτέρω τά ἐθυσίασαν ὅλα καί ἦλθαν διά νά μείνουν κοντά μου καί νά ἐργασθοῦν μετά πάσης αὐταπαρνήσεως καί ἀφοσιώσεως εἰς τό πρόσωπόν μου. Τό αὐτό ἔπραξαν καί αἵ ἐκλεκταί μας συνεργάτιδες καθηγήτριες, διδασκάλισσες κ.λ.π.
Ὁ Κύριος νά τούς εὐλογήση ὅλους καί νά ἀνταμείψη ἐπί γῆς καί ἐν οὐρανοῖς τήν θυσίαν τούς αὐτήν καί αὐταπάρνησιν.
δ) Θά ἦτο παράλειψις νά μήν εὐχαριστήσω καί ὅλους τους ἱερεῖς τῆς Ἐπαρχίας μου καί τόν πιστόν λαόν της, καί διά τήν ἀγάπην τούς τήν θερμήν, ἀλλά καί διά τήν ἀκούραστον καί ὁλοπρόθυμον συμπαράστασίν τους στίς δύσκολες ἡμέρες πού ἐπεράσαμε.
ε) Πολλήν δέ εὐγνωμοσύνην αἰσθάνομαι καί πρός τούς ἐκλεκτούς συνεργάτας τοῦ Πανελληνίου Συνδέσμου Βορειοηπειρωτικοῦ Ἀγῶνος (ΠΑ.ΣΥ.Β.Α.), καθώς καί πρός τά ἠρωϊκά παλληκάρια τῆς Σ.Φ.Ε.Β.Α. , μέ τήν συνεργασίαν τῶν ὁποίων ἐβοηθήσαμε εἰς τήν προώθησιν τοῦ Βορ/κοῦ θέματος.
στ) Τί δέ νά εἰπῶ διά τούς προσφιλεῖς μου ἀδελφούς καί πονεμένους Βορειοηπειρῶτες, τούς ὁποίους τόσον πολύ ἠγάπησα καί ἠγωνίσθην μέ ὅλες μου τίς δυνάμεις, διά τά δικαιώματά τους; Λυποῦμαι μόνον πικρά, διότι τό ἐπίσημον κράτος δέν ἔδειξε τό ἁρμόζον ἐνδιαφέρον, ὁπότε τά πράγματα θά ἤσαν σήμερα πολύ καλύτερα εἰς τήν πολυπαθῆ Β. Ἤπειρον. Πάντως, παρακαλῶ τούς ἀδελφούς Βορειοηπειρῶτες νά μείνουν στόν τόπο τους καί νά συνεχίσουν ἑνωμένοι καί μονοιασμένοι τόν Ἀγώνα τους διά τήν ἀνάκτησιν τῶν δικαιωμάτων τους. «Ἰσχύς ἐν τή ἐνώσει». Ἐγώ δέ ταπεινῶς θά προσεύχωμαι ὑπέρ τοῦ Λυτρωμοῦ των.
ζ) Ἡ θητεία μου εἰς Ἰωάννινα ὡς Ἱεροκήρυκος ἀποτελεῖ τήν ὡραιοτέραν ἐποχήν τῆς ζωῆς μου. Εὐχαριστῶ φίλους, συνεργάτας καθώς καί ὅλον τόν Γενναῖον Ἠπειρωτικόν λαόν διά τήν ἀγάπην τους καί τήν ἐκτίμησίν τους.
η) Ζητῶ, τώρα, συγγνώμην ἀπό ὅλους, ὅσους ἐλύπησα ἡ ἐπίκρανα καθ’ οἱονδήποτε τρόπον. Παρέχω δέ καί ἐγώ τήν ἐξ ὅλης ψυχῆς καί καρδίας μου συγχώρησιν εἰς ὅσους, ἄθελά τους, μέ ἐλύπησαν καί μάλιστα ἐξ αἰτίας τοῦ ἐθνικοῦ θέματος τῆς Β. Ἠπείρου. Τώρα, ἀσφαλῶς, ὅπως ἐξελίχθησαν τά πράγματα, ὅλοι, ὑποθέτω, θά ἀντελήφθησαν τήν ἁγνότητα τῶν προθέσεών μου.
θ) Περιουσιακά στοιχεῖα: Περιουσίαν ἀτομικήν κινητήν ἤ ἀκίνητον δέν ἔχω νά ἀφήσω. Οὔτε ἐκληρονόμησα, οὔτε ἀπέκτησα μέ τήν Ἱερωσύνην μου. ‘Ο,τι χρήματα εὑρεθοῦν εἰς τό γραφεῖον μου, γνωρίζουν οἱ στενοί μου συνεργᾶται, ὅτι ἀνήκουν εἰς φιλανθρωπικούς σκοπούς.
ι) Ὁρίζω, τέλος, τριμελῆ ἐπιτροπήν ἐκ τῶν ἀρχιμανδριτῶν Θεοδώρου Μπεράτη, Ἀνδρέου Τρεμπέλα καί Κοσμᾶ Σιώζου, ὅπως ρυθμίσουν κατά τήν κρίσην τους τά προωπικά μου εἴδη, ἤτοι ἄμφια, βιβλία, κ.λ.π. Παρακαλῶ νά δοθοῦν ὡς ἐνθύμιον εἰς ὅλους τούς συνεργάτας μας. Ἀπό τά ἄμφια, βιβλία κ.λ.π. τινά νά μείνουν καί εἰς τήν Ἱεράν Μητρόπολιν.
ια) Στούς κατά σάρκα συγγενεῖς μου ἀφήνω τήν εὐχήν μου καί τήν ἀγάπην μου. Νά εἶναι μέ τόν Χριστόν πάντοτε. Τούς εὐχαριστῶ δέ, διότι οὐδέν πρόσκομμα μοί ἐδημιούργησαν κατά τήν περίοδον τῆς Ἱερατείας μου.
ιβ) Ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία μου νά ψαλῆ, παρακαλῶ, εἰς τόν Ἱερόν Ναόν τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, ἐν Κονίτσῃ.
Ἡ δέ ταφή μου νά λάβη χώραν εἰς τήν Ἱεράν Μονήν Μολυβδοσκεπάστου ἐντός τοῦ Περιβόλου τῆς Μονῆς.
Ταῦτα εἶχα νά διατυπώσω ἐν συντομία.
Καί τώρα, Σύ Κύριέ μου, Κύριε, τόν ὁποῖον, παρά τήν ἐν γένει ἁμαρτωλότητά μου, Σέ ἠγάπησα, Γενοῦ Ἴλεως εἰς τήν ἁμαρτωλήν μου ψυχήν καί ἀξίωσόν με μετά τοῦ εὐγνώμονος ληστοῦ τῆς ἐπουρανίου σου Βασιλείας. Ἀμήν.
Ἐν Κονίτσῃ τῇ 27η Αὐγούστου 1994
Ὁ Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης Σεβαστιανός
ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΗ ΜΟΡΦΗ
Η περιλάλητη διαθήκη του είναι δείγμα, και μάλιστα το ασφαλέστερο, που αποκαλύπτει ταυτόχρονα και την ασκητική βιωτή του, της φτώχειας του Σεβαστιανού, από τα χέρια του οποίου πέρασαν μεγάλα ποσά, αλλά όλα δίνονταν ως ανθρωπιστική βοήθεια.
Η ζεστασιά και η δύναμη της καρδιάς του συγκέντρωσε κοντά του πολλούς, από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, ακόμη και από το εξωτερικό, που τους σαγήνευσε η πατρότητά του και η αυθεντικότητά του. Γι’ αυτό την ημέρα της κηδείας του υπήρχε διάχυτη η αίσθηση ότι και αν πέθανε, δεν πέθανε.
Ήταν αναστάσιμη μορφή, με αναστάσιμη ζωή. Ταιριάζει εφαρμοστά στην περίπτωσή του ο στίχος του Παλαμά: