Του π. Ηλία Μάκου
Στο ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, πίσω ακριβώς από το Προεδρικό Μέγαρο, στην Αθήνα, φυλάσσεται ταριχευμένη η καρδιά του Αλέξανδρου Υψηλάντη, 196 χρόνια μετά το θάνατό του 31/1/1828) ενός από τους πρωτεργάτες της Επανάστασης του 1821 και αρχηγού της Φιλικής Εταιρείας, αλλά και του αδελφού του Γεωργίου.
Εκεί έγινε επιμνημόσυνη δέηση στη μνήμη τους, όπως και στο ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών εντός του Πεδίου του Άρεως, όπου υπάρχει μαρμάρινη λάρνακα με τα οστά του Αλέξανδρου Υψηλάντη.
Αν και συμμετέχουν λίγοι άνθρωποι στις επιμνημόσυνες δεήσεις, στάθηκαν αφορμή να “ξυπνήσει” μια καρδιά λεύτερη, που επιθύμησε να σπάσει τα δεσμά της μακρόχρονης σκλαβιάς ολόκληρου του Γένους.
Πώς, όμως βρέθηκε η καρδιά του Αλέξανδρου Υψηλάντη σ’ αυτό το εκκλησάκι;
Η υπόθεση έχει ιστορικό, που αναθερμαίνει την ανάγκη της αγάπης, της τιμής και της ευγνωμοσύνης.
Μετά την Ελληνική Επανάσταση ο Αλέξανδρος Υψηλάντης αποσύρθηκε απογοητευμένος στη Βιέννη, όπου πέθανε πάμφτωχος και σχεδόν ξεχασμένος. Αλλά ο ίδιος δεν διανοήθηκε να ξεριζώσει την Ελλάδα από μέσα του. Η τελευταία επιθυμία του ήταν να αφαιρεθεί η καρδιά του από το σώμα του και να μεταφερθεί στην αγαπημένη πατρίδα του, όπου άφησε ανεξίτηλα τα ίχνη του.
Αυτή την επιθυμία του, της ταρίχευσης της καρδιάς του, που συνηθιζόταν τότε στην Ευρώπη, εκπληρώθηκε στις 3 Απριλίου του 1843 από τον αδελφό του Γεώργιο, που την έστειλε στον τότε μητροπολιτικό ναό της Αγίας Ειρήνης Αθηνών.
Η χήρα του Γεωργίου Υψηλάντη, Μαρία Υψηλάντη, στις 27 Νοεμβρίου του 1859, επειδή θεωρούσε ότι το κράτος συμπεριφέρθηκε με αγνωμοσύνη στους Υψηλάντηδες και στον αγώνα τους, εμπιστεύτηκε τις καρδιές στον ιερέα του παρεκκλησίου των Ταξιαρχών Νικόλαο Μούρτζινο.
Σ’ αυτό το παρεκκλήσιο, στο χώρο του Αμαλίειου Ορφανοτροφείου Κορασίδων, για την ίδρυση του οποίου είχε συμβάλλει και η ίδια, επί δεκαετίες ήταν κρυμμένη η καρδιά του Αλέξανδρου Υψηλάντη, αλλά και του αδελφού του.
Όταν αρρώστησε ο π. Νικόλαος, το 1894, ανακάλυψε τις καρδιές τυχαία ο αρχιμανδρίτης Κριεζής. Παρότι το Ορφανοτροφείο κατεδαφίστηκε το 1959, ο ναός διασώθηκε.
Η καρδιά του Αλέξανδρου Υψηλάντη είναι μια αφορμή να θυμηθούμε ότι οι αγωνιστές του 1821 μας άφησαν κληρονομιά την ελευθερία.
Αλλά και το ηθικό πρόσταγμα να βαδίζουμε επάνω στα δικά τους ίχνη. Να έχουμε τους ίδιους με εκείνους προσανατολισμούς. Να κρατάμε και να χειριζόμαστε τα ίδια με εκείνους δοκιμασμένα και νικηφόρα όπλα της πίστης και της φιλοπατρίας. Να έχουμε την ίδια με αυτούς αυταπάρνηση.
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης πορεύτηκε με τον κραταιό πόθο της ελευθερίας της ελευθερίας, στηριζόμενος στη δύναμη της πίστης στο Χριστό, που είχε κυριεύσει την καρδιά του.
Εξάλλου στο ταφικό μνημείο του Αλέξανδρου Yψηλάντη, που κατασκευάστηκε (αποδίδεται η κατασκευή το 1869 στον γλύπτη Λεωνίδα Δρόση), μπροστά από τον Ιερό Ναό των Ταξιαρχών στο Πεδίον του Άρεως (εκεί μεταφέρθηκε από το Πολυτεχνείο το 1964), εναποτέθηκαν το 1964 των οστών του Αλέξανδρου Υψηλάντη, που έως τότε βρίσκονταν στη Βιέννη.
Όλοι γενναίοι μαχητές, με το σταυρό στο χέρι και με την καρδιά πυρπολημένη από την πίστη στο Χριστό, πολέμησαν και ελευθέρωσαν το Γένος μας από τη σκληρή δουλεία του Τούρκου δυνάστη.
Και σήμερα, που πάλι κρίσιμοι είναι οι καιροί και κάποιοι δεν διστάζουν να ρίξουν λάσπη για να ασχημίσουν την ομορφιά της αρετής και του ψυχικού μεγαλείου, διαβάλλοντας και διαστρέφοντας τους ηρωισμούς και τα ολοκαυτώματα, τις θυσίες και την ανιδιοτέλεια των αγωνιστών, ξεπετάγεται όρθια η ελληνική ψυχή.
Και μας λέει, πως τέτοιες εποποιΐες πηγάζουν από την καθαρή αγάπη στην Πατρίδα, από την πίστη του Χριστού, από τον πόθο της ελευθερίας.