Ὑπό Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου
Γενικοῦ Διευθυντοῦ τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἡ ὀνομασία «Ἁγιοσορίτισσα»1 εἶναι σύνθετη ἀπό τίς λέξεις «ἁγία» καί «σορός» καί δηλώνει τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας πού φυ-λασσόταν στό ἱερό παρεκκλήσι τῆς «Ἁγίας Σοροῦ», στόν περίφημο ναό τῶν Χαλκοπρατείων2 στήν Κωνσταντινούπολη, μέ θύρες ἀπό ἤλεκτρο, ἀσήμι καί χρυσό3, ἐκεῖ πού ἦταν ἡ Ἁγία Σορός (ἡ Ἁγία Ζώνη) τῆς Θεοτόκου. Κτήτορες τοῦ παρεκκλησίου τῆς Ἁγίας Σο-ροῦ, πού ἦταν προσκολλημένο στόν κυρίως ναό, εἶναι ὁ αὐτοκρά-
τορας Ἰουστίνος Β΄(565-574) καί ἡ αὐγούστα Σοφία4. Ὁ αὐτοκρά-τορας Ἀρκάδιος (395-408) ἦταν αὐτός πού ἀνέλαβε τήν πρωτο-βουλία νά μεταφέρει τήν Ἁγία Ζώνη ἀπό τά Ἱεροσόλυμα στήν Κωνσταντινούπολη καί νά τήν τοποθετήσει μέσα σέ φρικτή καί ἀειλαμπῆ κιβωτό5 στό ναό τῶν Χαλκοπρατείων πού κτίσθηκε ἀπό
τήν αὐτοκράτειρα Πουλχερία (450-453)6. Τό γεγονός αὐτό ἑορτάζε-ται στίς 31 Αὐγούστου7.
Τά Χαλκοπρατεῖα ἦταν συνοικία τῆς Κωνσταντινουπόλεως κείμενη πλησίον τῆς Ἁγίας Σοφίας. Κλήθηκε ἔτσι, διότι ἀπό τῶν χρόνων τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἔκειτο σέ αὐτή ὁ ἔμβολος (στοά), ὅπου βρίσκονταν τά ἐργαστήρια κατασκευῆς καί ἐμπορίου
χάλκινων άντικειμένων8. Ἡ συνοικία ἦταν γνωστή καί ὡς ἡ συ-νοικία τῶν «Χαρτοπρατείων», ἐξαιτίας τῆς ὕπαρξης ἐργαστηρίων γραφικῆς ὕλης9.
Ἡ Θεοτόκος τῶν Χαλκοπρατείων ἀποτελεῖ τή σημαντικότε-ρη ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινούπολης ἀφιερωμένη στήν Παναγία μέχρι τήν ἀνάδειξη τοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου τῶν Βλαχερνῶν. Βρί-σκεται βόρεια τοῦ Πατριαρχείου καί σέ μικρή ἀπόσταση ἀπό τό συγκρότημα τῆς Ἁγίας Σοφίας10. Ὁ ναός ἀνήκει στόν τύπο τῆς τρί-κλιτης βασιλικῆς μέ μία τρίπλευρη ἀψίδα καί νάρθηκα στά δυτι-κά. Δυτικότερα ὑπήρχε τρίστωο αἴθριο μέ διαστάσεις παρόμοιες μέ ἐκείνες τοῦ αἰθρίου τῆς βασιλικῆς τοῦ Στουδίου11. Στή διάρκεια τῆς ἱστορίας του, ὁ ναός ἔγινε θέατρο σημαντικῶν γεγονότων. Κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ Α΄ ἡ ἐκκλησία χρησιμοποιήθηκε ὡς πατριαρχικός ναός γιά πέντε χρόνια (532-537), ἀπό τήν καταστροφή τῆς Ἁγίας Σοφίας, στίς πυρκαγιές τῆς στάσης τοῦ Νίκα, μέχρι τήν ὁλοκλήρωση τοῦ ἰουστινιάνειου να-οῦ12. Στό ναό τῶν Χαλκοπρατείων συνῆλθε ἡ Σύνοδος τοῦ 536, πού ἀναθεμάτισε τούς μονοφυσίτες καί τόν μονοφυσίτη πρώην πα-τριάρχη Ἄνθιμο Α΄13. Ὁ αὐτοκράτορας Ἀλέξιος Α΄ Κομνηνός (1081-1118), ἐξαιτίας τῆς σοβαρῆς οἰκονομικῆς κρίσης, προχώρησε στή
δήμευση ἐκκλησιαστικών ἀντικειμένων, γιά νά μπορέσει νά ἀντι-μετωπίσει τίς ἐπιθέσεις τῶν Νορμανδῶν14. Ἀπό τό ναό τῆς Πανα-γίας τῶν Χαλκοπρατείων ἀφαιρέθηκαν τότε οἱ χρυσές θύρες. Ὡς ἀποζημίωση ὁρίσθηκε ἕνα ἐτήσιο κονδύλιο ἀπό τό βασιλικό τα-μεῖο15. Τέλος, τήν περίοδο τῆς Λατινοκρατίας ὁ ναός χρησιμοποιή-θηκε ἀπό τόν λατινικό κλῆρο16. Ἐλάχιστα τμήματα τοῦ μνημείου διατηροῦνται σήμερα17.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας θεωρεῖται ἡ ἀρ-χαιότερη ἐγκαυστική εἰκόνα μέ τόν συγκεκριμένο εἰκονογραφικό τύπο πού χρονολογεῖται ἀπό ἱστορικούς ἀπό τόν 2ο μέχρι τόν 5ο αἰώνα18 καί εἶναι κατά τήν παράδοση ἔργο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λου-κᾶ19. Ἐντάσσεται στήν κατηγορία τῶν ἀχειροποίητων εἰκόνων, ἀφοῦ καί πάλι ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι μετά τήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου οἱ Ἀπόστολοι ἐζήτησαν ἀπό τόν Εὐαγγελιστή Λουκᾶ νά ζωγραφίσει τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Ὁ Λουκᾶς ἄρχισε τό ἔργο τῆς ἁγιογράφησης ἀλλά τό πρόσωπο τῆς Παναγίας τελειώθηκε
διά θαύματος. Ἡ ἀπεικόνιση τῆς θείας μορφῆς τῆς δεομένης Θεο-τόκου εἶχε ἁγιογραφηθεῖ μέ θεία παρέμβαση.
Ἡ εἰκόνα φυλασσόταν στά Ἱεροσόλυμα μέχρι πού ἡ αὐγού-στα Εὐδοκία20 (421-443, † 13 Αὐγούστου) τή μετέφερε στήν Κων-σταντινούπολη21. Ἡ ἱερά εἰκόνα, πού εἶναι τό πιθανό ἀρχέτυπο τοῦ εἰκονογραφικοῦ τύπου τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας, τοποθετήθηκε στό ναό τῶν Χαλκοπρατείων22 «ἐν ᾧ παννυχίδα καί λιτήν κατά πᾶσαν τετράδα ἐθέσπιζε γίνεσθαι. Συνάμα φωτί ὅ πη-γάζει λαμπάς»23.
Τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας, σύμφωνα μέ τή διήγηση κάποιου ἀνώνυμου, μετέφεραν στή Ρώμη ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη τρεῖς Ἕλληνες ἐξόριστοι, ὁ Σέρβηλος, ὁ Κέρ-βηλος καί ὁ Τέμπουλος πού τήν τοποθέτησαν στό ναό πού ἀφιε-ρώθηκε στήν Παναγία καί ἀναφέρεται στίς πηγές ὡς Sancta Maria
Tempuli24. Στή Ρώμη πρέπει νά ἔφθασε κατά τούς χρόνους τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου, Ἐπισκόπου Ρώμης (590-604, +12 Μαρτίου) 25, ὁ ὁποῖος συνδεόταν μέ τούς Ἕλληνες τῆς Κωνσταντι-νούπολης, ἀφοῦ εἶχε διατελέσει ἀποκρισάριος τοῦ Ἐπισκόπου Ρώ-μης στήν αὐτοκρατορική αὐλή26.
Κάποτε κάποιοι ἱερεῖς τῆς Ρώμης θέλησαν νά μετακινήσουν τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας στό ναό τοῦ Λατερανοῦ προκαλώντας μεγάλη στεναχώρια στίς μοναχές. Κατά τή διάρκεια τῆς μετα-φορᾶς ξέσπασε κυκλώνας καί τή νύχτα ἡ εἰκόνα ἐπέστρεψε θαυ-ματουργικά στό ναό ἀπό τόν ὁποῖο ἀποσπάσθηκε.
Ὅταν κατά τούς χρόνους τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου ἡ Ρώμη ὑπέφερε ἀπό τόν λοιμό τῆς πανώλης, ὁ Ἅγιος ἐπικαλέ-σθηκε γιά τή θεραπεία τῶν ἀνθρώπων τή χάρη τῆς Παναγίας καί διέταξε νά λιτανεύσουν τήν Εἰκόνα της. Ὅταν ἡ εἰκόνα τῆς Πανα-γίας ἔφθασε κοντά στόν τάφο τοῦ αὐτοκράτορα Ἀδριανοῦ, στό
κάστρο τοῦ Ἀγγέλου ἐμφανίσθηκε ξαφνικά μπροστά της ὁ Ἀρ-χάγγελος Μιχαήλ πού ἔβαλε τό σπαθί του στή θήκη του ἐνῶ οὐ-ράνιες δυνάμεις ἔψαλαν τόν ὕμνο «Χαῖρε, Βασίλισσα τοῦ κόσμου». Ἡ Παναγία, πού εἶναι τό πολυθρύλητο θαῦμα τῶν Ἀγγέλων, ἔκανε τό θαῦμα της. Ὁ λοιμός σταμάτησε27.
Ἡ μορφή τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας εἶναι μία δεό-μενη πρός τόν Χριστό Παναγία πού κρύβει μέσα της τήν κραυγή ἀγωνίας καί τήν ἱκεσία τοῦ πιστοῦ, τήν προσευχή του, τήν ἐλπίδα του γιά τό αὔριο, τήν ἐμπειρία τῆς χάριτός της, γιατί αὐτή εἶναι καί παραμένει παρηγοριά καί χαρά τοῦ λαοῦ της. Γι’ αὐτό καί ἐμεῖς μέ τά βλέμματα στραμμένα πρός τήν εἰκόνα Της ἀναφω-νοῦμε μέ τρυφερότητα: «Σκέπασέ μας, Παναγία Μητέρα μας, μέ τό τίμιο πέπλο σου κι ἀπό κάθε κακό ἐλευθέρωσέ μας, παρακαλώντας τόν Υἱό σου, τόν Χριστό καί Θεό μας, νά σώσει τίς ψυχές μας».
[1] G. Schlumberger, Sigillofraphie de l’ Empire Byzantin, Paris 1884. σελ. 38. N. Kondakov, Ιkonografiia Bogomateri, τόμ. ΙΙ, S. Petersburg 1914-15, σελ. 294-315, εἰκ. 162-176. J. Eber- solt, Sanctuaires de Byzance. Recherches sur les anciens trésors des églises de Constantinople, Paris 1921, σελ. 57. Γ. Σωτηρίου, Ἡ Χριστιανική καί Βυζαντινή εἰκονογραφία, Θεολογία 27, 1, 1956, σελ. 11: «Εἰκών τῆς Ἁγιοσοριτίσσης: Περίφημος εἰκών, τύπου δεομένης ἄνευ τοῦ Χριστοῦ, τιμωμένη εἰς τόν ὁμώνυμον, παρά τήν συνοικίαν τῶν Χαλκοπρατείων ὑπό τῆς Πουλχερίας ἱδρυθέντα ναόν, τόν ἐπιλεγόμενον τῆς ἁγίας Σοροῦ, ὅπου ἐφυλάσσετο ἡ ζώνη τῆς Θεοτόκου…». S. Der Nersessian, Two Images of the Virgin Mary in the Dumbarton Oaks Collection, DOP 14 (1960), σελ. 77-86. Μ. Αndaloro, Note sui temi ico- nografici della Deesis e dell’ Haghiosoritissa, RIAS 17 (1970), σελ. 85-153. Κ. Καλοκύρη, ¨Η Θεοτόκος εἰς τήν εἰκονογραφίαν Ἀνατολῆς καί Δύσεως, Θεσσαλονίκη 1972, σελ. 55, 70-71. Χρ. Μπαλτογιάννη, Ἡ Παναγία στίς φορητές εἰκόνες, Μήτηρ Θεοῦ, σελ. 147-148.
[1] Ὁ Ρ. Gilles στά μέσα τοῦ 16ου αίώνα σημειώνει ὅτι τά Χαλκοπράτεια δέν βρίσκο-νταν μακριά ἀπό τό Μίλιον, βλ. Νικολάου Καλομενοπούλου, Χαλκοπρατεῖα, Μεγά-λη Ἑλληνική Ἐγκυκλοπαίδεια, τόμος 24ος , σελ. 433, ἐκδ. Πυρσός, Ἀθῆναι 1934. Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως ΙΙΙ, 32, Scriptores Oroginum Constantinopolitanum (ἔκδ. ΤH. Pre-ger), σελ. 226-227. Petrus Gyllius, De topographia Constantinopoleos et de illius antiquatibus (Lyon 1561), II.21. Lathoud, D.-Pezaud, P., «Le sanctuaire de la Vierge au Chalcopratia», Echos d’ Orient 23 (1924), σελ. 36-37.
[1] Ἀπό τίς πηγές γνωρίζουμε ὅτι μέ τίς ἐπισκευές τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστίνου Β΄ ὀ ναός ἀπέκτησε φατνωματική ὀροφή ἐπενδεδυμένη μέ πολύτιμο μέταλλο καί θύρες ἀπό ἤλεκτρο, ἀσήμι καί χρυσό, Μango, C., The Chalkoprateia Annunciation and the preeternal Logos, Δελτίον Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας 17 (1993/4), σελ. 165.
[1] Τό παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας Σοροῦ ἦταν χωριστό καί ἐπικοινωνοῦσε μέ τόν κυρίως ναό καί συγκεκριμένα μέ τό βόρειο κλίτος. Αὐτό συμπεραίνεται καί ἀπό τήν περι-γραφή τοῦ Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, ὅπου άναφέρεται ὅτι ὁ Πατριάρχης «διά τῆς πλαγίας τοῦ ἀριστεροῦ μέρους (τοῦ θυσιαστηρίου) ἐξελθών, εἰσέρχεται εἰς τήν Ἁγίαν Σορόν καί στάς ἔμπροσθεν τῶν ἁγίων θυρῶν…», Ἔκθεσις τῆς Βασιλείου τά-ξεως, P.G., 112, σελ. 404-408, 408. Μ. Καζαμία-Τσέρνου, Ὁ Ναός τῆς Θεοτόκου τῶν Χαλκοπρατείων καί ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας, σελ. 82, Ἐπιστημονι-κή Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς, Ἀνάτυπο, τόμος 13, Θεσσαλονίκη 2003. Οἱ πηγές μαρτυροῦν τήν ὕπαρξη δύο παρεκκλησίων, τῆς Ἁγίας Σοροῦ καί τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου. Βλ. Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου, Περί Βασιλείου Τάξεως, Reiske, J.J. (ἐπιμ.), Constantini Porphyrogeniti imperatoris De Cerimoniis aulae byzantinae Ι (CSHB, Bonn 1829), σελ. 31.4-9· Lackner, W. (ἐπιμ.), «Ein byzantinisches Marienmira-kel», Βυζαντινά 13.2 (1985), σελ. 853.
[1] Εὐθυμίου Μοναχοῦ, Ἐγκώμιον εἰς τήν προσκύνησιν τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί τά ἐγκαίνια τῆς Ἁγίας αὐτῆς Σοροῦ ἐν τοῖς Χαλκοπρατίοις», Patrologia Orientalis, 16, σελ. 511.
[1] Βλ. Νικολάου Καλομενοπούλου, Χαλκοπρατεῖα, Μεγάλη Ἑλληνική Ἐγκυκλοπαίδεια, τόμος 24ος , σελ. 433, ἐκδ. Πυρσός, Ἀθῆναι 1934. Πρωτοπρεσβυτέρου Ἰωάννου Ράμ-φου, Ἁγιολογικά Μελετήματα, σελ. Γ11-12, Ἀθήναι 1987. Μ. Καζαμία-Τσέρνου, Ὁ Ναός τῆς Θεοτόκου τῶν Χαλκοπρατείων καί ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορί-τισσας, σελ. 79, Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς, Ἀνάτυπο, τόμος 13, Θεσσαλονίκη 2003. Mathews, T., The Early Churches of Constantinople. Architecture and Liturgy (University Park-London 1971), σελ. 30. Müller-Wiener, W., Bildlexicon zur Topo-graphie Instabuls (Tübingen 1977), σελ. 76. Janin, R., La géographie écclesiastique de l’empire byzantin I: Le siège de Constantinople et le Patriarchat oecumenique, iii: Les églises et les mona-stères2 (Paris 1969), σελ. 237, 239. Πρβλ. Mansi, J., Sacrorum Conciliorum nova et amplissima collectio 8 (Paris 1901), στήλ. 878. Καραγιαννόπουλου Ἰ., Ἱστορία τοῦ βυζαντινού κρά-τους Α΄ (Θεσσαλονίκη 1990), σελ. 495. Φασουλάκη Σ .-Λαΐου Ἀ., «Ἡ δυναστεία τῶν Κομνηνῶν καί οἱ Σταυροφορίες», Ἱστορία του Ελληνικού Έθνους Θ΄ (Ἀθήνα 1979), σελ. 13. Σκαρλάτου τοῦ Βυζαντίου Δ., Κωνσταντινούπολις Α΄ (Ἀθῆναι 1851), σελ. 460. Ἄννας Κομνηνῆς, Ἀλεξιάς, Schopen, L. (ἐπιμ.), Annae Comnenae, Alexias Ι (CSHB, Bonn 1839), σελ. 278.6-10.
[1] «Τῇ ΛΑ΄ τοῦ μηνός Αὐγούστου ἀνάμνησις τῆς ἐν τῇ ἁγίᾳ σορῷ καταθέσεως τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν τῷ σεβασμίῳ αὐτῆς οἴκῳ, τό ὄντι ἐν τοῖς Χαλκο-πρατείοις, ἀνακομισθείσης ἀπό τῆς Ἐπισκοπῆς Ζήλας ἐπί Ἰουστινιανοῦ τοῦ βασιλέως», Συναξάρι ἡμέρας, Μηναῖον Αὐγούστου, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, ἐν Ἀθήναις 2006, σελ. 409. «Σήμερον ναός ἐγκαινίζεται τῆς ὑπευρευλογημένης θεόπαιδος, έν ᾧ ἀγγέλων στρατιαί ὑπηρετοῦσιν ἀδιάλειπτα καί κύκλῳ τῆς ἀειλαμοῦς σοροῦ παρίστα-νται.. Σήμερον ναός ἐγκαινίζεται τῆς παναχράντου δεσποίνης ἡμῶν. Σήμερον ναός ἐγκαινίζεται τῆς δεδοξασμένης μητρός τοῦ Θεοῦ. Σήμερον ναός ἐγκαινίζεται τῆς μη-τρός τοῦ βασιλέως Χριστοῦ. Σήμερον ναός ἐγκαινίζεται τῆς ἀπειρογάμου νύμφης τοῦ ἀκαταλήπτου Πατρός. Σήμερον ναός ἐγκαινίζεται τῶν ἁπάντων ναῶν τῆς πανάγνου ὑπέρτερος. Σήμερον ναός ἐγκαινίζεται τῆς ἁπάντων χριστιανῶν προστασίας καί σκέ-πης. Σήμερον ναός ἐγκαινίζεται τῆς πανυμνήτου καί παμωμήτου κόρης. Σήμερον ναός τῆς παντευλογήτου καί τιμίας νεάνιδος καί τῆς τῶν προφητῶν κορωνίδος ἐγκαίνι-σται, ἐν ᾧ παραλυτικοί ἀνορθοῦνται, ἀόμματοι τό βλέπειν ἀπολαμβάνουσι, ῥιγῶντες καί πυρέττοντες ἐξιῶνται. Ἀέναος γάρ ἡ βρύσις τῶν αὐτῆς θαυμάτων ἑκάστοτε», Εὐ-θυμίου Μοναχοῦ, Ἐγκώμιον εἰς τήν προσκύνησιν τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί τά ἐγκαίνια τῆς Ἁγίας αὐτῆς Σοροῦ ἐν τοῖς Χαλκοπρατίοις», Patrologia Orientalia 16, σελ. 512-513.
[1] Βλ. Νικολάου Καλομενοπούλου, Χαλκοπρατεῖα, Μεγάλη Ἑλληνική Ἐγκυκλοπαίδεια, τόμος 24ος , σελ. 433, ἐκδ. Πυρσός, Ἀθῆναι 1934. Ψευδο-Κωδινοῦ, Πάτρια Κωνσταντι-νουπόλεως, Preger, Τ. (επιμ.), Scriptores Originum Constantinopolitanarum ΙΙ (Leipzig 1907, ἀνατ. 1975), σελ. 227. Lathoud, D.-Pezaud, P., «Le sanctuaire de la Vierge au Chalcopratia», Echos d’Orient 23 (1924), σελ. 36-37.
[1] Lathoud, D.-Pezaud, P., «Le sanctuaire de la Vierge au Chalcopratia», Echos d’Orient 23 (1924), σελ. 36-37.
[1] Πασπάτη Ἀ., Τά βυζαντινά ἀνάκτορα καί τά πέριξ αὐτῶν ἱδρύματα. Μεθ’ ἑνός χάρ-του τοπογραφικοῦ (Ἀθῆναι 1885), σελ. 84.
[1] Mathews T., The Early Churches of Constantinople. Architecture and Liturgy (University Park-London 1971), σελ. 30.
[1] Müller-Wiener, W., Bildlexicon zur Topographie Instabuls (Tübingen 1977), σελ. 76.
[1] Βλ. Βλασίου Ἰω. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α΄, Ἀθῆναι 2002, σελ. 691-694. Janin, R., La géographie écclesiastique de l’empire byzantin I: Le siège de Constantinople et le Patria-rchat oecumenique, iii: Les églises et les monastères2 (Paris 1969), σελ. 239. . Mansi, J., Sacro-rum Conciliorum nova et amplissima collectio 8 (Paris 1901), στήλ. 878. Καραγιαννόπου-λου Ἰ., Ἱστορία τοῦ βυζαντινού κράτους Α΄ (Θεσσαλονίκη 1990), σελ. 495.
[1] Φασουλάκη Σ.-Λαΐου Ἀ., «Ἡ δυναστεία τῶν Κομνηνῶν καί οἱ Σταυροφορίες», Ἱστορία τοῦ Ελληνικού Έθνους Θ΄ (Ἀθήνα 1979), σελ. 13.
[1] Ἄννας Κομνηνῆς, Ἀλεξιάς, Schopen, L. (ἐπιμ.), Annae Comnenae, Alexias Ι (CSHB, Bonn 1839), σελ. 278.6-10.
[1] Janin, R., La géographie écclesiastique de l’empire byzantin I: Le siège de Constantinople et le Patriarchat oecumenique, iii: Les églises et les monastères2 (Paris 1969), σελ. 237, 239.
[1] Mathews, T., The Early Churches of Constantinople. Architecture and Liturgy (University Park-London 1971), σελ. 28.
[1] Ὁ H. Βelting χρονολογεῖ τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας περί τόν 6ο αἰώνα, βλ. Hans Belting, Likeness and Presence, A History of the Image before the Era of Art, σελ. 320, εἰκ. 190, πίν. V, University of Chicago Press, 1997. Περί τῆς μοναδικότητας τῆς εἰκόνας γράφει καί ἡ Ἀ. Μπιτσάνη στό ἄρθρο «Βυζαντινή εἰκόνα τῆς Παναγίας δεομένης στήν Καταπολιανή Πάρου», Δελτίον Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας, τόμος ΚΓ΄ (2002), σελ. 177-198. M. Andaloro, Note sui temi iconografici della Deesis et della Hagiosoritissa, Riasa 17, 1970, σελ. 127-128. Μ. Καζαμία-Τσέρνου, Ὁ Ναός τῆς Θεοτόκου τῶν Χαλκοπρατείων καί ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας, σελ. 93, Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς, Ἀνάτυπο, τόμος 13, Θεσσαλονίκη 2003.
[1] Μ. Καζαμία-Τσέρνου, Ὁ Ναός τῆς Θεοτόκου τῶν Χαλκοπρατείων καί ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας, σελ. 93, ὑποσημ. 122, Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Θεολο–γικῆς Σχολῆς, Ἀνάτυπο, τόμος 13, Θεσσαλονίκη 2003. Vladimir Koudelka, Le Una ic-ona d’ Oriente nel cuore dell’ Occidente Cristiano, σελ. 136.
[1] Ἡ βασίλισσα Εὐδοκία παρέμεινε στά Ἱεροσόλυμα ἐπί πολλά ἔτη καί ἀνήγειρε τό ναό τοῦ Ἁγίου Στεφάνου τοῦ ὁποίου ἱερά λείψανα ἔφερε μαζί της στή Βασιελύουσα περί τό τέλος τοῦ 439, ἔκτισε πολλές ἐκκλησίες καί μοναστήρια, πτωχοκομεῖα καί γηροκομεῖα, βλ. Ἰω. Χ. Κωνσταντινίδη, «Εὐδοκία», Θρησκευτική καί ἠθική ἐγκυκλο-παιδεία, τόμος 5ος, Ἀθῆναι 1964, σελ. 1021. Μ. Γεδεών, Βυζαντινόν Ἑορτολόγιον, σελ. 152. Κυρίλλου Σκυθοπολίτου, Βίος Μ. Εὐθυμίου, ἐκδ. Schwartz, Leipzig 1939, σελ. 152. Βασ. Κ. Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, ἐκδ. Ἀστέρος, Ἀθῆναι 1978, σελ. 226.
[1] Πρόκειται γιά τό κείμενο τοῦ Θεοδώρου Ἀναγνώστου (6ος αἰώνας) «ὅτι ἡ Εὐδοκία τῇ Πουλχερίᾳ τήν εἰκόνα τῆς Θεομήορος, ἥν ὁ Ἀπόστολος Λουκᾶς καθιστόρησεν, ἐξ Ἱερο-σολύμων ἀπέστειλεν», Θεοδώρου Ἀναγνώστου, Ἐκλογαί ἐκ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστο-ρίας, Α΄, P.G. 86, σελ. 165. Βλ. André Grabar, Martyrium. Recherches sur le culte des reliq-ues et l’art chrétien antique, Collége de France, ΙΙ, Paris 1943–1946, σελ. 348. Vladimir Kou-delka, Le monasterium Tempuli et la fondation dominicaine de San Sisto, AFP 31, 1961, σελ. 14-15. Τοῦ ἰδίου, Una icona d’ Oriente nel cuore dell’ Occidente Cristiano, σελ. 141. Μ. Καζαμία-Τσέρνου, Ὁ Ναός τῆς Θεοτόκου τῶν Χαλκοπρατείων καί ἡ εἰκόνα τῆς Πα-ναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας, σελ. 93, Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς, Ἀνάτυπο, τόμος 13, Θεσσαλονίκη 2003.
[1] Ἀγγελικῆς Μπιτσάνη, ἄρθρο «Βυζαντινή εἰκόνα τῆς Παναγίας δεομένης στήν Καταπολιανή Πάρου», Δελτίον Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας, τόμος ΚΓ΄ (2002), σελ. 177-198. Μ. Καζαμία-Τσέρνου, Ὁ Ναός τῆς Θεοτόκου τῶν Χαλκοπρατείων καί ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας, σελ. 114, Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχο–λῆς, Ἀνάτυπο, τόμος 13, Θεσσαλονίκη 2003.
[1] Νικηφόρου Καλλίστου, P.G. 147, 41 ἑξ.
[1] Ἡ ὀνομασία Τempuli ἑρμηνεύθηκε ὡς ἠ λατινική ἀπόδοση τοῦ «Σορίτισσα», βλ. Ch. Baltoyanni, The icon of Haghiosoritissa and the Eleousa, στό Mother of God, Repre-sentations of the Virgin in Byzantine art, (ed. M. Vassilaki), Milan 2000, σελ. 148. http://romanchurches.wikia.com/wiki/Santa_Maria_in_Tempulo. Ὑπάρχει ὅμως καί μία διαφορετική ἑρμηνεία πού τή συσχετίζει μέ τό ὄνομα τοῦ Τέμπουλου (Tempulus) τοῦ ἑνός ἀπό τούς τρεῖς ἀδελφούς στήν κατοχή τῶν ὁποίων περιῆλθε ἡ εἰκόνα. Λε-πτομερής ἀνάλυση τῆς σχετικῆς ἄποψης βλ. στό Vladimir Koudelka, Le monasteri-um Tempuli et la fondation dominicaine de San Sisto, AFP 31, 1961, σελ. 14-15. Τοῦ ἰδί-ου, Vladimir Koudelka, Una icona d’ Oriente nel cuore dell’ Occidente Cristiano, σελ. 135. Μ. Καζαμία-Τσέρνου, Ὁ Ναός τῆς Θεοτόκου τῶν Χαλκοπρατείων καί ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἁγιοσορίτισσας, σελ. 93, ὑποσημ. 122, Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Θεολο-γικῆς Σχολῆς, Ἀνάτυπο, τόμος 13, Θεσσαλονίκη 2003. Σήμερα ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας φυλάσσεται στό γυναικεῖο μοναστήρι τῶν Ἁγίων Δομηνίκου καί Σίξτου στή Ρώμη, ὅπου ἐγκαταβιοῦν ἔγκλειστες μοναχές, πού εἶναι γνωστό καί ὡς ναός τῆς Santa Ma- ria del Rosario.
[1] Vladimir Koudelka, Una icona d’ Oriente nel cuore dell’ Occidente Cristiano, σελ. 140 : «Quest’ ultimo descrisse una tradizione sulla prezenza dell’ icona a Roma già nell’ anno 590, nel tempo di papa Gregorio Magno (590-604)».
[1] Παρέμεινε ἀποκρισάριος ἀπό τό 579 μέχρι τό 585, βλ. Βασιλείου Μουστάκη, «Γρη- γόριος ὁ Α΄», Θρησκευτική καί ἠθική ἐγκυκλοπαιδεία, τόμος14ος, Ἀθῆναι 1964, σελ. 820. Ε. Γ. Παντελάκη, «Γρηγόριος ὁ Α΄», Μεγάλη Ἑλληνική Ἐγκυκλοπαίδεια, ἐκδ. Πυρσός, Ἀθῆναι 1929, σελ. 726. Eugen H. Fischer, Gregor der Grosse und Byzanz, Ein Beitrag zur Geschichte der päpstlichen Politik, Weimar 1950.
[1] San Domenico e il monastero di San Sisto all’ Appia, Raccolta di studi storici, tradizioni e testi d’ archivio, Storia e legenda della Madonna di San Sisto, σελ. 101.