Άρθρο του Σεβ. Μητροπολίτη Αττικής και Βοιωτίας( Γ.Ο.Χ.) κ.Χρυσοστόμου
Ἀνήμερα τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου Πατρὸς ἡμῶν Μακαρίου, Ἐπισκόπου Κορίνθου, τοῦ Νοταρᾶ, ἐπὶ τῇ ἐυκαιρίᾳ τῆς παραμονῆς μου στὴν ἁγιοτόκο Χίο, μετέβηκα στὴ γῆ ἡ ὁποία ἐμπλουτίσθηκε ἀπὸ τοὺς ἀσκητικοὺς ἱδρῶτες καὶ τὰ δάκρυά του. Πρόκειται γιὰ ἕνα πολὺ μικρὸ καὶ ἀπέριττο σπήλαιο, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ὁ Ἅγιος ἐπιδόθηκε σὲ ὑπεράνθρωπους ἀγῶνες μὲ στόχο τὴ Θέωση τῆς ψυχῆς του. Διαβάζοντας κανεὶς τὸν βίο τοῦ Ἱεροῦ Ἀνδρός, χωρὶς νὰ μπεῖ σὲ ἰδιαίτερες λεπτομέρειες, εὔκολα διαπιστώνει ὅτι σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ «κυνηγοῦσε» τὸν Μοναχισμό. Κυνηγοῦσε τόπο καὶ χρόνο γιὰ νὰ ἐπιδοθεῖ στὰ Ἱερὰ καὶ τὰ Ὅσια.
Τὸ προσκύνημά μου στὴν ταπεινὴ σπηλιὰ καὶ μία σύγκριση μὲ τὴν σημερινὴ ἐποχὴ μοῦ προξένησαν ἔντονο προβληματισμὸ γιὰ τὸ ἂν ἡ φύση τοῦ Μοναχισμοῦ εἶναι ἀναλλοίωτη ἤ ἐπιδέχεται ἀλλοιώσεις, ἂν δηλαδὴ γιὰ νὰ εἶναι κάποιος ἀληθινὸς Μοναχὸς ὀφείλει νὰ ἀκολουθήσει κάποιους διαχρονικοὺς κανόνες, ἤ μπορεῖ νὰ διαμορφώσει τὸν Μοναχισμὸ στὰ δικά του μέτρα.
Γιὰ νὰ ἀπαντηθεῖ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα, πρέπει πρῶτα νὰ ἐξετασθεῖ ὁ στόχος τοῦ Μοναχισμοῦ. Ποιός ἄλλος θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἀπὸ τὴν ἁγιότητα; Ἂν δὲν εἶναι ἡ ἁγιότητα, ὁ Μοναχισμὸς δὲν ἔχει κὰν νόημα ὕπαρξης. Ὁ Μοναχισμός, λοιπόν, διαχρονικὰ στοχεύει στὸ νὰ δεχθεῖ ἕναν ἄνθρωπο μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες του καὶ νὰ τὸν προσφέρει στὸν Θεὸ τέλειο, καθαρὸ καὶ ἅγιο, ἀπαλλαγμένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Βέβαια, αὐτὸς εἶναι στόχος τῆς Ἐκκλησίας γενικά. Ὡστόσο, στὸν Μοναχισμὸ ἡ προσπάθεια κάθαρσης εἶναι πιὸ ἔντονη.
Αὐτὴ ἡ ἔνταση προκύπτει ἀπὸ τὴν ἀποχὴ κάθε βιωτικῆς μέριμνας. Μέσα ἀπὸ τοὺς βίους τῶν Καθηγητῶν τῆς Ἐρήμου, μέσα ἀπὸ τοὺς μοναχικοὺς κανόνες τῶν Ἁγίων Πατέρων, μέσα ἀπὸ τὸ Γεροντικό, τὴν Κλίμακα, τὸ Λειμωνάριο, τὴν Λαυσαϊκὴ ἱστορία, τὸν Εὐεργετινὸ καὶ ἄλλα ἀναγνώσματα περὶ Μοναχισμοῦ, διακρίνουμε ὅτι ὁ τρόπος γιὰ νὰ ὁδηγηθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία στὴν ἁγιότητα εἶναι πολὺ συγκεκριμένος. Λέξεις ὅπως: ἀποταγή, ἀπροσπάθεια, ξενιτεία, ὑπακοή, μετάνοια, μνήμη θανάτου, ἀοργησία, ἀμνησικακία, σιωπή, εἰλικρίνεια, φιλοπονία, ἁγνότητα, νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή, ἁπλότητα, διάκριση, ἀγάπη, ἐλπίδα καὶ πίστη δεσπόζουν στὰ ἐγχειρίδια ἐκμάθησης τοῦ ἀληθινοῦ βίου τῶν Μοναχῶν, δημιουργοῦν τὸ πλαίσιο στὸ ὁποῖο ὀφείλουν νὰ κινοῦνται καὶ εὔκολα ἐντυπώνουν μέσα μας τὸν Μοναχισμὸ ὡς ἕνα πνευματικὸ στάδιο, στὸ ὁποῖο γιὰ νὰ προσέλθει ὁ καθένας, πρέπει νὰ εἶναι ἔτοιμος νὰ πονέσει, νὰ ταπεινωθεῖ, νὰ δακρύσει, νὰ κόψει τὸ θέλημά του, ἤ καλύτερα, νὰ τὸ ταυτίσει μὲ τὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅπως μόνο μέσα ἀπὸ τὴν κάμινο ἀστράφτει ὁ χρυσός, ἔτσι καὶ ὁ Μοναχός, μόνο μέσα ἀπὸ τὴν κάμινο τῆς δοκιμασίας, μέσα ἀπὸ τὴν σπουδὴ καὶ ὑποταγὴ σὲ κάποιον Γέροντα, βγαίνει ἀστραφτερὸς καὶ ὡραῖος στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ.
Ὅσοι ἐξ ἀρχῆς τῆς πορείας τους ἤ καὶ πρὶν ἀκόμη εἰσέλθουν στὸν στίβο τῆς Ἀγγελικῆς Πολιτείας, φρόντισαν νὰ βροῦν νομιμοφανεῖς τρόπους γιὰ νὰ ἀποφύγουν αὐτὴ τὴν κάμινο, τὸ μόνο βέβαιο εἶναι ὅτι ἀπέτυχαν.
Γιατί κάποιος ὑποψήφιος Μοναχὸς νὰ θέλει νὰ ἀποφύγει αὐτὴ τὴν κάμινο; Αὐτὸ τὸ ἀπαντᾶ ἡ ἀπάντηση στὴν ἐρώτηση «γιατί θέλει κάποιος νὰ γίνει Μοναχός». Ἂν κάποιος θέλει νὰ γίνει Μοναχὸς διότι φλέγεται ἀπὸ Θεῖο Ἔρωτα, δὲν ἀντέχει τὴν κοσμικὴ ζωὴ καὶ τοὺς θορύβους τῆς κοινωνίας, γνωρίζει τὰ σφάλματά του καὶ θέλει νὰ τὰ διορθώσει γιὰ νὰ παραστεῖ τέλειος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀξιωθεῖ τῆς Οὐρανίου Βασιλείας, τότε σπεύδει μὲ ἀποφασιστικότητα νὰ ἐφαρμόσει τὸ εὐαγγελικὸ λόγιο «ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτὴν». Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν ὑπολογίζει ἐμπόδια καὶ δυσκολίες γιὰ νὰ ἐργαστεῖ τὰ Θεῖα, σὰν τοὺς Ἀποστόλους μετὰ τὴν Ἀνάσταση. Ἄν κάποιος θέλει νὰ γίνει Μοναχὸς μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ θεωρεῖ τὸν Μοναχισμὸ ὡς ἅρμα γιὰ τὴν Ἱερωσύνη, τὴν ὁποία ἐπιδιώκει θέλοντας νὰ ζήσει ὡς «ἄγαμος κληρικός» (ἄλλο πάλι καὶ τοῦτο), ἄν τοῦ ἀρέσει ἡ Ἱερωσύνη μὲ τὴν ἔννοια τῆς βιτρίνας, διότι τὴν ἔχει ταυτίσει μὲ τὰ ὡραῖα, χρυσοποίκιλτα ἄμφια, ἄν τοῦ ἀρέσει ἡ Ἱερωσύνη μὲ τὴν ἔννοια μιᾶς ἄνετης καὶ ἄεργης ζωῆς τοῦ «Εὐλογητός – Δι’ εὐχῶν» (οἱ τοῦ βίου ναυαγοὶ τοῦ Ὑψίστου Λειτουργοί, σύμφωνα μὲ τὸ λαϊκὸ ρητό), τότε ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς κάνει τὸ πᾶν γιὰ νὰ ἀποφύγει τὸν πόνο καὶ τὴν κάμινο τῆς Μοναχικῆς Παλαίστρας. Προσπαθεῖ, λοιπόν, νὰ θέσει στὴν Μοναχικὴ Πολιτεία τοὺς δικούς του ὅρους, ἐκ τῶν ὁποίων, κύριος καὶ βασικὸς εἶναι ἡ ἐπιθυμία του νὰ μὴν ὑποταχθεῖ σὲ κάποιον ἔμπειρο πνευματικό, ἀλλὰ νὰ ζήσει ἀνεξάρτητος.
Ὅταν κάποιος πάει γιὰ Ἱερομόναχος τονίζοντας ὅτι δὲν θέλει νὰ ὑποταχθεῖ, θέλει νὰ κάνει τὸ ἕνα ἤ τὸ ἄλλο καὶ ἀδιαφορεῖ γιὰ θεμελιώδεις μοναχικὲς ἀξίες, δὲν ἀνταποκρίνεται στὸν στόχο τοῦ Μοναχισμοῦ, ὁ ὁποῖος, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ἡ μεταμόρφωση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία στὴν τελειότητα. Ἀντιθέτως, κουβαλάει τὰ πάθη του μέσα στὸν Μοναχισμὸ καὶ τὴν Ἱερωσύνη, τὰ ὁποῖα ἐξαπολύει ἀργὰ ἤ γρήγορα στὸ ποίμνιο.
Τί εἴδους προοπτικὴ μπορεῖ νὰ ὑπάρξει σὲ ἕνα τέτοιο φαινόμενο; Ἡ πτώση σὲ κάθε εἴδους ἁμαρτία, ὁ σκανδαλισμὸς τοῦ ποιμνίου, ὁ τραυματισμὸς καὶ ἡ ἐρήμωση τῆς Ἐκκλησίας. Ἄν εἶναι δύσκολο γιὰ κάποιον ὁ ὁποῖος βρίσκεται σὲ συνεχῆ ἐπικοινωνία μὲ τὸν πνευματικό του, νὰ τερματίσει ἀξίως τὸν ἀγώνα, ἂς φαντασθοῦμε πόσο δύσκολο εἶναι νὰ φανεῖ ἄξιος αὐτὸς ποὺ εἶναι μόνος του καὶ ἀνεξέλεγκτος, ἀντιμέτωπος μὲ ὅλους τοὺς κινδύνους ποὺ πλουσιοπάροχα χορηγεῖ ἡ σύγχρονη τεχνολογία.
Μετὰ τὴν ἀναλυτικὴ προσέγγιση τοῦ θέματος, διερωτῶμαι: πῶς ἀντιμετωπίζεται αὐτὴ ἡ κατάσταση;
Μὲ τὴν προσοχή! Οἱ ἄνθρωποι ποὺ θέλουν τὸν Μοναχισμὸ κομμένο καὶ ραμμένο στὰ μέτρα τους, τὸν θέλουν διότι ἔχουν δεῖ ὅτι «μποροῦν» νὰ τὸν κόψουν καὶ νὰ τὸν ράψουν στὰ μέτρα τους. Ἄν ὑπῆρχε ἕνα τεράστιο τεῖχος, μία κοινὴ σειρά, μία ὀρθόδοξη σειρὰ ποὺ νὰ λέει: Θέλεις νὰ γίνεις ἄγαμος Ἱερέας; Θὰ γίνεις Μοναχός. Θέλεις νὰ γίνεις Μοναχός; Θὰ κάτσεις δίπλα σὲ ἕναν Γέροντα νὰ ἀσκηθεῖς στὴν ὑπακοή, στὴν ταπείνωση, στὴν ὑπομονή, νὰ θεραπεύσεις τὰ πάθη σου, νὰ ἁγιασθεῖς ψυχῇ τὲ καὶ σώματι. Καὶ ὅταν καὶ ἂν κρίνει ὁ Γέροντας καὶ ὁ Ἐπίσκοπός σου ὅτι εἶσαι ἔτοιμος, τότε θὰ ἀξιωθεῖς καὶ τῆς Ἱερωσύνης.
Ἄν, λοιπόν, ὁ κάθε ὑποψήφιος συναντᾶ αὐτὴν τὴν ὀρθόδοξη συμπεριφορά, τότε ἤ θὰ κάτσει κοσμικὸς στὸ σπίτι του, ἤ θὰ ἀγωνισθεῖ στὴν κατὰ Θεὸν ὑποταγὴ καὶ σὲ κάθε περίπτωση θὰ ἔχει πολὺ λιγότερες εὐκαιρίες νὰ βλάψει τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ψυχή του. Δυστυχῶς, πολλὲς φορὲς χειροτονοῦνται ἄνθρωποι μὲ ἀνορθόδοξους ὅρους, ἐξαιτίας τῆς λειψανδρείας. Καλύτερα, ὅμως, νὰ ὑπάρχει λειψανδρεία, παρὰ ἄνθρωποι – ὡρολογιακὲς βόμβες στὸ Ἱερὸ Θυσιαστήριο.
Ἐν κατακλείδι, γίνεται ἀντιληπτὸ ὅτι ἡ φύση τοῦ γνήσιου Μοναχισμοῦ παραμένει ἀναλλοίωτη καὶ ἀσυμβίβαστη. Ὁ Μοναχισμὸς ὁδηγεῖ στὴν Ἁγιότητα, στὴν ὁποία σκοπεύει. Τὰ χαρακτηριστικά του εἶναι διαχρονικά, μὲ κύρια τὴν ἐκκοπὴ τοῦ θελήματος, τὴν ὑπακοή, τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀγάπη (θὰ πεῖ κάποιος «ὅλο γιὰ ὑπακοὴ μιλᾶς καὶ φαίνεσαι τυραννικός». Τὸ μόνο σίγουρο εἶναι ὅτι αὐτὸ δὲν θὰ τὸ πεῖ κάποιος ἀληθινὸς Μοναχός, οὔτε καὶ σοφός. Ὁ σοφὸς Σόλων εἶχε πεῖ: «ἄρχεσθαι μαθών, ἄρχειν ἐπιστήσει» = ἄν μάθεις νὰ διοικεῖσαι, θὰ μάθεις νὰ διοικεῖς, φράση ποὺ ἐμπεριέχεται στὸ σύμβολο τῆς Σχολῆς Εὐελπίδων. Μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ὁ Μοναχισμός, στρατὸς τοῦ Χριστοῦ εἶναι). Ὅταν ὁ Μοναχὸς προσπαθεῖ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ αὐτά, ὁδεύει μετὰ βεβαιότητος πρὸς τὴν ἀπώλεια καὶ τὴν καταστροφή. Αὐτὸ ἔχουμε καθῆκον καὶ δυνατότητα νὰ τὸ ἀποτρέψουμε πρωτίστως οἱ Ἀρχιερεῖς, μὴ δίνοντας εὐκαιρία σὲ νέους ἀνθρώπους, ὑποψήφιους, νὰ ἰσοπεδώσουν σύμφωνα μὲ τὰ «θέλω» τους τὸ ἰδεῶδες τῆς Μοναχικῆς Πολιτείας.
Μετ’ ἐλπίδος γιὰ ἕνα καλύτερα μέλλον,
† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος