του Νεκτάριου Δαπέργολα
Διδάκτορος Ἱστορίας
Ὅσα ἔγιναν τό βράδυ τοῦ Μ.Σαββάτου, ἔθεσαν μία ἀκόμη πολύ χαρακτηριστική ψηφίδα στό ἀποτρόπαιο ψηφιδωτό πού κατασκευάζεται ἐδῶ καί πολλά χρόνια (ὑπό τό κράτος τῆς οἰκουμενιστικῆς λαίλαπας), ἀλλά ἡ κατασκευή του ἔχει πια τόσο πολύ προχωρήσει, ὥστε ἡ ἕως πρότινος θολά ὁρατή ἀκόμη εἰκόνα νά γίνεται πλέον ἀντιληπτή ἀπό σχεδόν ὅλους. Ἤ τουλάχιστον, ἀπό ὅλους τούς δυναμένους (καί κυρίως βουλομένους) ὁρᾶν.
Ὁ λόγος προφανῶς γιά τήν ἀλλαγή τῆς ὥρας τῆς Ἀναστάσεως, πού δέν εἶναι φυσικά μία ἀπλή ἀλλαγή ὥρας (καί πρωτίστως ἀλλαγή ἡμέρας), ἀλλά μία ἀκόμη ἐνέργεια βλασφημίας καθώς καί κατάφωρης δογματικῆς ἐκτροπῆς, μία ἀπό τίς πολλές πού βιώνουμε ἐδῶ καί καιρό, καί γιά τήν ὁποία ὑπεύθυνοι εἶναι ἔνα ἀμφιφανῶς ἀντίχριστο πολιτικό καθεστώς και μία ἐπίσης ἀμφιφανῶς προδοτική ἐκκλησιαστική ἡγεσία. Μέ τήν κύρια εὐθύνη ὅμως νά βαραίνει κατά την ἄποψή μου κυρίως (καί πάλι) τή δεύτερη. Γιατί γιά τό ποιον καί τίς προθέσεις τοῦ Καίσαρα οὔτε αὐταπᾶτες μπορεῖ νά ὑπῆρχαν, οὔτε ἀμφιβολίες. Ἡ Ἱεραρχία μας ὅμως θά μποροῦσε, ἄν ἤθελε, νά ἀντιτάξει οὐσιώδη λόγο ἀντιρρήσεως καί πνεῦμα ἀντιστάσεως ἀπέναντι στό καθεστώς – καί ἥδη ἀπό τήν περσινή ἄνοιξη τό ἔχουμε πολλές φορές ξαναγράψει ὅτι σέ μιά τέτοια περίπτωση τίποτε ἀπό ὅλα αὐτά πού ζοῦμε ἐδῶ και ἕνα χρόνο, δέν θά εἶχε γίνει. Τίποτε ἀπό ὅλο αὐτό τό αἶσχος μέ τούς κλειδωμένους καί ἀπολυμασμένους ναούς, τίποτε ἀπό αὐτό τό συνεχές κουτρουβάλιασμα στόν κατήφορο τῶν συνεχῶν ὑποχωρήσεων σέ θέματα ὁλοένα καί πιό οὐσιώδη, τίποτε ἀπό τή συνεχῆ ἀπώθηση τῶν δῆθεν κόκκινων γραμμῶν ὅλο καί πιό πέρα. Σέ βαθμό πού νά μήν ὑπάρχει κανένα ὅριο πιά. Σέ βαθμό πού καί τίς ὁποιεσδήποτε ἀπομείνασες διαβεβαιώσεις περί δῆθεν μή διαπραγματεύσιμων ζητημάτων (ὅπως π.χ. ἡ Θεία Κοινωνία), τά ὁποῖα βρίσκονται πέρα ἀπό τό «κατ’ οἰκονομίαν», ἐλάχιστοι ἀφελεῖς νά μποροῦν νά τίς παίρνουν πλέον ἀκόμη στά σοβαρά.
Ἐπειδή ὅμως δεν εἴμαστε ἅπαντες αἰθεροβάμονες, δέν ἐννοοῦμε προφανῶς ὅλη τήν Ἱεραρχία. Δεν ἐννοοῦμε κἄν τό μεγαλύτερο κομμάτι της. Δέν πάει λοιπόν σέ αὐτούς τό «ἄν ἤθελε». Εὐτυχῶς ἤ δυστυχῶς, εἶναι γνωστά τά τεράστια προβλήματα που ταλανίζουν τη διοικοῦσα Ἐκκλησία μετά ἀπό τόσες δεκαετίες ἐκκοσμίκευσης καί εὐρύτερης κατάπτωσης, γνωστές οἱ σχέσεις πολλῶν ἐπισκόπων (καί ἀνερχόμενων ἀρχιμανδριτῶν) μέ στοές, γνωστές οἱ εὐρύτερες παθογένειες τοῦ πάση θυσία καριερισμοῦ ἀπό ἀρκετούς ἀνθρώπους πού φοροῦν ράσο ἀλλά δέν πιστεύουν σέ τίποτε ἄλλο, γνωστό ὅτι κάποιοι «κρατοῦνται» μέ διάφορα ζητήματα καί ἐκβιάζονται, γνωστά καί πολλά ἀκόμη. Γνωστό συνεπῶς (ἀπέναντι σέ αὐτό τό «ἄν ἤθελε») καί τό ὅτι ὄντως μία μεγάλη μερίδα ἐξαρχῆς δέν ἤθελε.
Εἰδικά ὅμως τό παρόν κείμενο δέν ἀναφέρεται σέ αὐτούς. Αὐτοί δέν εἶναι ἐξάλλου «δυσί κυρίοις δουλεύοντες». Γιατί αὐτοί, παρά τά φαινόμενα καί πάρα τά ὅσα διακηρύττουν, εἶναι ὑπηρέτες σέ ἕνα ἀποκλειστικά καί πολύ συγκεκριμένο ἀφεντικό. Καί αὐτοί ἤδη «ἀπέχουσιν τόν μισθόν αὐτῶν». Ὑπάρχουν ὅμως καί οἱ ἄλλοι. Λιγότεροι μέν, ἀλλά γνωρίζουμε ὅτι ὑπάρχουν, σέ ὅλη τήν Ἑλλάδα. Καί δέν εἶναι μόνο κάποιοι λίγοι ἐπίσκοποι, ἀλλά καί (πολύ περισσότεροι) ἱερεῖς καί λαϊκοί ἀκόμη. Αὐτοί πού δεν συμφωνοῦν μέ ὅλα αὐτά, αὐτοί πού θλίβονται καί ἴσως καί νά πονοῦν μέ ὅλη αὐτή τήν προδοσία, αὐτοί πού ἔχουν ἀκόμη κάτι μέσα τους. Ἀλλά πού φοβοῦνται ἀκόμη νά μιλήσουν, δεν ἀποφασίζουν νά «ἐκτεθοῦν», διστάζουν νά ἀκολουθήσουν τούς ἀπειροελάχιστους πού ἀπέμειναν πλέον μόνο νά ἀντιδροῦν ἀνοιχτά καί ὁμολογιακά, παραμένουν ἐγκλωβισμένοι σέ ψευτοδιλήμματα, βραχυκυκλωμένοι στήν ἀνακολουθία μεταξύ καλῶν προθέσεων καί κακῶν ἐπιλογῶν, ἐνίοτε ἴσως καί σχιζοφρενικά μπερδεμένοι ἀπό τίς δύο βάρκες πού ἐπέλεξαν ταυτόχρονα νά πατοῦν.
Ὅμως θα πρέπει νά τό ξεκαθαρίσουμε, ὅσο κι ἄν ἀκούγεται σκληρό. Οἱ καλές προθέσεις, ὅταν μένουν μόνο προθέσεις, στρώνουν ἀπλῶς τόν δρόμο πρός τήν Κόλαση. Δέν γίνεται νά τά ἔχεις καλά μέ ὅλους. Δέν γίνεται νά ἀναλίσκεσαι ἐς ἀεί σέ ἰσορροπισμούς. Ὄταν ἐπιμένεις νά πατᾶς σέ δύο βάρκες, εἶναι νομοτελειακά βέβαιο ὅτι κάποτε θά καταποντιστεῖς. Κάποια στιγμή θά πρέπει ἐπιτέλους νά ἐπιλέξεις μέ ποιούς θα πᾶς καί ποιούς θά ἀφήσεις. Καί εἰδικά σέ μία τέτοια κρίσιμη πλέον φάση, ὅπου ἡ ἀνάγκη γιά πραγματική ὁμολογία Χριστοῦ (ἔργοις ὅμως, ὄχι ἀπλῶς λόγοις) εἶναι πιά τόσο ἐπιτακτική καί ὅπου περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη φορά «ὁ σιωπῶν
δοκεῖ συναινεῖν». Δέν μίλησαν γιά τήν οἰκουμενιστική πληγή, πού εἶναι ἐπί τόσα χρόνια χαίνουσα καί βαριά κακοφορμισμένη. Δέν μίλησαν γιά τό Οὐκρανικό. Δεν μίλησαν γιά τό κλείδωμα τῶν ναῶν, χωρίς ἀπολύτως κανένα σοβαρό λόγο (αὐτό δέν συνέβη ἄλλωστε ποτέ ἀκόμη καί σέ πραγματικά φονικές πανδημίες, πού οὐδεμία σχέση ἔχουν μέ τή σημερινή διαστροφικά ὑπερδιογκωμένη πραγματικότητα). Δέν μίλησαν, ὅταν κάποιοι ἐπινόησαν μία ὁλόκληρη ψευτοθεολογία τῆς μάσκας καί τοῦ…dettol, γιά νά δικαιώσουν τήν πτώση τους. Δεν μίλησαν οὔτε και προχτές, μέ τή νέα ψευτοθεολογία τῆς…διημέρου ’Αναστάσεως. Ἐπιτέλους, πότε θα μιλήσουν;
Καί τό πιό τραγικά εἰρωνικό εἶναι βέβαια ὅτι γίνονται ἔνοχοι ὅλης αὐτῆς τῆς ἀφωνίας και ἀπραξίας, ἀκόμη καί «μηδενός διώκοντος». Ποιός θά τούς ἐξανάγκαζε ἄραγε σέ πλήρη συμμόρφωση πρός τήν κάθε ἀνεκδιήγητη ἐγκύκλιο σάν κι αὐτές πού βγάζει ἐδῶ καί μῆνες ἡ διαδικτυακή παρέα πού συνέρχεται μέσω…zoom (εἰς τύπον δῆθεν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου); Ποιός θά τούς τιμωροῦσε, ἄν ἔλεγαν ἐπιτέλους στή ζωή τους καί ἕνα ΟΧΙ (σάν κι αὐτά δηλαδή ἀπό τά ὁποῖα ἀποκλειστικά γράφεται ἡ Ἱστορία); Ποιός θά τούς δίωκε, ἄν ἐπέλεγαν ἔστω πρό ὁλίγων ἡμερῶν νά ἀρνηθοῦν τό νά τιναχτεῖ στόν ἀέρα ἡ Ἱερά Παράδοση 2.000 ἐτῶν ὡς πρός τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου; Ποιός τιμώρησε δηλαδή τόσες καί τόσες ἐνορίες σέ ὅλη τήν Ἑλλάδα, πού ἀρνήθηκαν νά συμπράξουν στή νέα βεβήλωση καί ἑόρτασαν κανονικά τά μεσάνυχτα ἤ ἔστω νωρίς τό πρωί τῆς Κυριακῆς; Γιατί πρέπει κάποιοι νά εἶναι τόσο τρομακτικά ὑπάκουοι καί πειθήνιοι, γιατί πρέπει ἐνίοτε νά γίνονται ἀκόμη καί «βασιλικότεροι τοῦ βασιλέως» – καί δή (τό ἐπαναλαμβάνω) «μηδενός διώκοντος»; Καί σέ καιρούς μάλιστα πού τό καθῆκον τους ὡς πνευματικῶν ποιμένων δέν εἶναι ἡ προστασία τῶν πιστῶν ἀπό πρόστιμα ἤ ἀπό τή σωματική ἔκθεση σέ ἄκρως ἀμφισβητούμενες ἀσθένειες, ἀλλά ἡ προστασία τῶν ψυχῶν ἀπό τή βλασφημία, τήν πλάνη καί τήν αἵρεση. Καί ἕνα καθῆκον βέβαια πού θά ὄφειλαν νά τό πράξουν, ἀκόμη καί «πολλῶν διωκόντων». Γιατί οἱ καιροί αὐτό πλέον ξεκάθαρα ἀπαιτοῦν.
Και οἱ καιροί εἶναι καιροί ἀποκαλύψεων καί κοσκινίσματος. Θα τό ποῦμε καθαρά: ὅσοι λένε πώς εἶναι ζωντανοί (ἐπίσκοποι, ἱερεῖς καί λαϊκοί), δέν ἀρκεῖ πλέον νά τό λένε ἀπό μέσα τους. Ἀρκετά ἔπαιξαν ἔστω καί ἀπρόθυμα τό παιχνίδι τοῦ συστήματος (μέ τήν ἀδράνεια, τή φοβικότητα, τή ραθυμία τους). Ἀρκετά ἔμειναν στή σκιά, μήπως καί κάποιοι τούς ἀποκαλέσουν ψεκασμένους καί…ταλιμπάν ἤ μήπως δυσαρεστηθεῖ κάποιος πατριάρχης, ἀρχιεπίσκοπος ἤ ἄλλος ἀπό τό (πολιτικό καί ἐκκλησιαστικό) καθεστώς. Ἀρκετά κρύφτηκαν πίσω καί ἀπό προφάσεις, ὅπως ἡ ἐπίκληση τῆς δῆθεν ἀδυναμίας καί ὁλιγαριθμίας τους ἀπέναντι στήν ἰσχύ τῶν πολλῶν ἤ ὅπως ἡ παντελῶς ἐκείνη ἀθεολόγητη ἀνοησία τῆς ὑπακοῆς σέ ἐκκλησιαστικά ἀνωτέρους (κι ἄς εἶναι ἀπολύτως δεδομένο καί ξεκάθαρο ὅτι ἀπροϋπόθετος ὑπακοή οὔτε νοεῖται οὔτε ὑφίσταται βάσει καμίας πατερικῆς παρακαταθήκης, καμίας ἐκκλησιαστικῆς Παράδοσης, κανενός Ἱεροῦ Κανόνα).
Ὅσοι λένε λοιπόν πώς εἶναι ζωντανοί, ὅσοι λένε πώς νοιάζονται καί θλίβονται, δέν ἀρκεῖ πιά νά τό λένε ἀπό μέσα τους ἤ ἔστω διά ψιθυρισμῶν στόν στενό τους περίγυρο. Κάποια στιγμή θά πρέπει ἐπιτέλους καί νά τό φωνάξουν. Καί ἀμέσως μετά θά πρέπει καί νά τό ἀποδείξουν. Οἱ καιροί ἀπαιτοῦν πράξεις. Τίς ἀναμένουμε…