Ἐπειδὴ ὁ σεπτός σου Ἀπόστολος, Κύριε, ὁ Μέγας Παῦλος, προσέταξε νὰ γίνονται ὅλα μὲ εὐπρέπεια καὶ τάξη, στὴν ἐκπνοὴ τῆς ἑβδομάδας τῆς ψηλαφήσεως τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ ἐπίτρεψέ μου νὰ θέσω κὶ ἐγὼ τὸν δάκτυλόν μου ἐπὶ τῶν τύπων τῶν ἥλων, τῶν σημαδιῶν ἐκεῖνων τοῦ Θείου Πάθους, τὰ ὁποῖα -παρὰ τὴν παντοδυναμία Σου- ἐπέτρεψες νὰ μείνουν στὸ Δεσποτικό Σου Σῶμα δείχνοντας μάλλον ὅτι καὶ στὸ νοητὸ Σῶμα Σου, τὴν Ἐκκλησία, μέχρι τῆς συντελείας θὰ ὑπάρχουν πληγές. Γνωρίζεις ὅτι δύναμαι νὰ μὴν μιλήσω, ἀλλὰ τότε δὲν θὰ εἶμαι παρὰ ἕνας παραβάτης τῆς ἀποστολικῆς ἐντολῆς. Πολλοὶ βλέπουν τὴν ἀκαταστασία, μὰ δὲν μιλοῦν. Ἐκεῖνοι εἶναι οἱ πραεῖς, οἱ καλοὶ στὰ μάτια τοῦ κόσμου. Ἐγώ, ὅμως, Δέσποτα, δὲν θέλω νὰ εἶμαι καλὸς στὰ μάτια τοῦ κόσμου, μὰ στὰ δικά Σου. Τὸ ἴδιο ποθῶ γιὰ κάθε πρόβατο ποὺ ἔθεσες στοὺς ὤμους μου.
Φώτισόν με, λοιπόν, νὰ μιλήσω στὰ τέκνα σου. Καὶ τοῖς μὲν εὐπειθέσιν, ἄς εἶναι τὰ λόγια βακτηρία καὶ στήριγμα, τοῖς δὲ ἀπειθέσι καὶ εὐτραπέλοις, ἔλεγχος παιδεύσεως.
Ὁ καθένας γράφει γιὰ τοὺς δικούς του λόγους. Ἐγὼ γράφω γιὰ νὰ ἐκφράσω τὸν πόνο μου γιὰ τὶς πληγὲς τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Κάποτε ὁ Χριστός μας ἀνέφερε στοὺς Μαθητές Του ὅτι ἐκείνη τὴν φοβερὰ ἡμέρα τῆς κρίσεως, πολλοὶ θὰ Τοῦ ποῦν: «Κύριε, Κύριε, δὲν προφητεύσαμε στὸ ὄνομά Σου, καὶ δὲν βγάλαμε δαιμόνια στὸ ὄνομά Σου, καὶ δὲν κάναμε πολλὰ θαύματα στὸ ὄνομά Σου;». Καὶ θὰ τοὺς ἀπαντήσει: «ποτὲ δὲν σᾶς γνώρισα∙ φύγετε μακριὰ ἀπὸ ἐμένα οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν». Τί πιὸ φοβερὸ ἄκουσμα; Νὰ εἶσαι γεννημένος καὶ μεγαλωμένος μέσα στὴν Ἐκκλησία, νὰ φορᾶς ἀκόμη καὶ τὸ τίμιο, μαρτυρικὸ ράσο, νὰ φτιάχνεις, νὰ φτιάχνεις, νὰ φτιάχνεις γιὰ τὴν Ἐκκλησία, κάπου κάπου -ὅταν τὸ ἐπιτρέπουν οἱ συνθῆκες- νὰ εἶσαι καὶ ὁμολογητής, νὰ κάνεις καὶ θαύματα ἀκόμα, καί, τελικά, στὴν δικαία κρίση ὁ Χριστὸς νὰ μὴν γνωρίζει οὔτε τὸ ὄνομά σου…
Γιατὶ γίνεται αὐτό; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἀπλή: «Ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες», διότι, ἄν ὁ Κύριος δὲν χτίσει τὸν οἶκο, τότε οἱ οἰκοδομοῦντες χτίζουν πάνω στὴν ἄμμο, καὶ μὲ τὴν πρώτη βροχὴ τὸ σπίτι πέφτει καὶ ἡ πτώσις αὐτοῦ εἶναι μεγάλη. Ἄν δὲν ἀρχίζουμε κάθε μας ἔργο μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία (εἴτε μᾶς ἀρέσει, εἴτε ὄχι) δίδεται διὰ χειρῶν τοῦ Ἀρχιερέως, τότε μπορεῖ νὰ νομίζουμε ὅτι περπατοῦμε σταθερὰ καὶ ἀνοδικά, μὰ στὴν πραγματικότητα βαδίζουμε σὲ κινούμενη ἄμμο, καθοδικά, πρὸς τὰ ἐκεὶ ἀπὸ ὅπου ἀναστήθηκε ὁ Δεσπότης Χριστός. Ἀντιθέτως, ὁ ἔχων τὴν εὐλογία τοῦ Ἀρχιερέως καὶ φερόμενος μὲ εἰλικρίνεια, ἀκόμη καὶ σὲ κινούμενη ἄμμο νὰ ἀκροβατεῖ, περπατᾶ σταθερὰ καὶ δὲν πέφτει ποτέ. Τὰ «σκληρὰ» αὐτὰ λόγια, τὰ ἐπιβεβαιώνει μὲ τὴν διδασκαλία του ὁ Ἅγιος Ἀποστολικὸς Πατέρας Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, ὁ ὁποῖος λέει «μηδεὶς χωρὶς τοῦ ἐπισκόπου τι πρασσέτω τῶν ἀνηκόντων εἰς τὴν ἐκκλησίαν» καὶ «ὁ λάθρα τοῦ ᾿Επισκόπου τι πράσσων τῷ διαβόλῳ λατρεύει».
Δικαιολογημένα τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου, διότι στὴν Ἐκκλησία πρέπει νὰ κυριαρχεῖ ἡ εἰρήνη καὶ ὄχι ἡ ἀναρχία. Ἄν ὁ καθένας παίρνει τὸν λόγο μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἄν ὁ καθένας ἐξομολογεῖ ἐκτὸς τῶν ὁρίων τῆς ἐνορίας του, ἄν ὁ καθένας τοποθετεῖ τὸ ὁτιδήποτε μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἄν ὁ καθένας δημιουργεῖ τὴν ὀμάδα καὶ τὴν φατρία του, τὸ μόνο σίγουρο εἶναι ὅτι ἀπουσιάζει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, διότι ὁ Θεὸς δὲν ἀναπαύεται στὴν παρανομία.
Ἄν τὰ λόγια αὐτὰ εἶναι γιὰ κάποιους ἐκτὸς πραγματικότητος καὶ ἐκτὸς τοῦ πνεύματος τῆς ἀγάπης, τότε μάλλον αὐτοὶ οἱ κάποιοι πρέπει νὰ φορέσουν ἀπὸ ἕνα ὡμοφόριο καὶ νὰ ἀλλάξουν τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Εἶναι τὸ μόνο ποὺ ἀκόμη δὲν ἔχει γίνει. Κατὰ τὰ ἄλλα, μιλοῦμε γιὰ ὁμολογία καὶ καταδικάζουμε τὸν οἰκουμενισμό. Ὁ οἰκουμενισμός, ὡς παναίρεση, δύναται νὰ ὄζει ὑπερηφανείας. Ἡ Ὀρθοδοξία, ὅμως, τὸ στολίδι μας, τὸ «τζιβαέρι» μας, εἶναι ὅ,τι πιὸ Ἅγιο ὑπάρχει. Μέσα της δὲν χωρᾶ ἡ ὑπερηφάνεια, παρὰ μόνο ἡ ταπεινοφροσύνη. Δὲν χωρᾶ τὸ μίσος, παρὰ μόνο ἡ ἀγάπη (ὄχι ἡ ψευδὴς ἀγάπη που ἰσοπεδώνει τὰ πάντα). Δὲν χωρᾶ ἡ καχυποψία, ἡ ἐμπάθεια, ὁ κομπλεξισμός, ἡ ζήλεια, ἡ εἰρωνεία, ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀπὸ ὁρισμένους μεταφράζονται ὡς Ὀρθοδοξία. Ὄχι, ἡ Ὀρθοδοξία δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ ὅλα αὐτά. Καὶ ἄν, ὡς Χριστιανοί, ὑπηρετούσαμε στὸ ἀκέραιο τὴν Ὀρθοδοξία, «ποτὲ ἀπὸ τὸ χρέος μὴ κινοῦντες», δὲν θὰ ὑπῆρχε λόγος νὰ γράψουμε ὄλα αὐτά. Τὰ γράφουμε, ὅμως, διότι ψυχικὰ ἔχουμε κουραστεῖ ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς ποὺ κόβουν καὶ ράβουν τὴν Ὀρθοδοξία στὰ δικά τους μέτρα. Εἶναι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἀνέχονται τὴν πρόοδο τῆς Ἐκκλησίας καὶ περιμένουν στὴν στροφὴ νὰ ἀκούσουν κάτι στραβό, προκειμένου νὰ ἐπιτεθοῦν σὲ ἐκείνους ποὺ ἐργάζονται τὸ ἀγαθό.
Δυστυχῶς, ἡ ἀδιαφορία, ὁ ἐτσιθελισμὸς, ἡ ἀσυνέπεια ἔχουν ἀπὸ καιροῦ καταστεῖ ὁδοδεῖκτες πολλῶν. Εἴμαστε στὴν Ἐκκλησία καὶ σὲ δευτερόλεπτα καταποντιζόμαστε. Πού πάμε; Τὰ ἐγκλήματα ἐντὸς τῆς κοινωνίας ἀντιμετωπίζονται ἀπὸ τὴν ἀστυνομία. Ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας δὲν πρέπει νὰ ἐργαστεῖ ἡ ἀστυνομία, ἀλλὰ ἡ ἐνσυνειδησία, αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ ὁποῖο τὰ τελευταῖα δύο χρόνια φάνηκε πόσο λείπει, ὅταν ὁ καθένας φόρεσε τὴν μάσκα, μὰ ἔβγαλε τὴν ἐσωτερική του μάσκα, τὰ ἀπωθημένα τῆς ψυχῆς του.
Δίχως αὐτὴ τὴν ἐνσυνειδησία καὶ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ ποιά εἶναι ἡ προοπτική μας, τὸ μέλλον μας; Τὸ γεώργιο τῆς Ἐκκλησίας πώς θὰ διευρυνθεῖ; Πώς θὰ ἀναδείξουμε τοὺς ἐργάτες γιὰ τὸ μέλλον; Ἔχουμε καταλάβει ὅτι μὲ τὸ νὰ κάνουμε ὅ,τι θέλουμε, θὰ καταποντιστοῦμε; Ἔχουμε συνειδητοποιήσει ὅτι ἑμεῖς ἔχουμε καθῆκον νὰ συμμορφωθοῦμε μὲ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ ὄχι τὸ ἀντίθετο;
Εἴμαστε ἄνθρωποι μὲ τὰ πάθη μας, μὲ τὶς ἀδυναμίες μας, μὲ τὰ θελήματά μας. Ἄς ἔλθουμε, ὅμως, εἰς ἑαυτοὺς καὶ ἄς βοηθήσουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. «Ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε» μᾶς λέει ὁ Ἀπόστολος. Τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἐξορίας τοῦ Ἀδάμ δὲν πρέπει νὰ τὰ εἰσάγουμε στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ νὰ φροντίζουμε νὰ τὰ ἀποβάλλουμε μὲ ταπείνωση, ὑπακοὴ, ἀγάπη καὶ συγχωρητικότητα. Αὐτὴ εἶναι ὁμολογία. Ἔτσι θὰ κρατηθεῖ ἡ πίστη. Ἔτσι θὰ ἀντισταθοῦμε στὸν οἰκουμενισμό καὶ σὲ κάθε πρόβλημα ποὺ μᾶς ταλαιπωρεῖ.
Οἰ καταστάσεις γύρω μας εἶναι δύσκολες. Ὁ παράλογος πόλεμος συνεχίζεται, οἱ τιμὲς αὐξάνονται, ὁ κόσμος αἰσθάνεται ἄγχος καὶ πίεση. Μέσα σὲ ὅλη αὐτὴ τὴν σύγχυση καταφέραμε νὰ γίνουμε τὸ Φῶς; Αὐτὴ πρέπει νὰ εἶναι ἡ μέριμνά μας.
Προσευχή μου ὁ Ἀναστάς, ὁ Ἐρασμιώτατος Νυμφίος Χριστός, νὰ φωτίσει τὶς ψυχές μας γιὰ νὰ ἐργασθοῦμε ὅπως Ἐκεῖνος θέλει, καὶ ὄχι ὅπως ἑμεῖς.