You are currently viewing Ἐν ἡμέρᾳ θλίψεως…

Ἐν ἡμέρᾳ θλίψεως…

  • Reading time:1 mins read

του Νεκταρίου Δαπέργολα
Διδάκτορος Βυζαντινῆς Ἱστορίας

«Καί ἀπεκρίθη Θεόδωρος ὁ θερμὸς τῆς Ὀρθοδοξίας πρόμαχος, ὁ τῶν Στουδίου ἡγούμενος, Λέοντι τῷ βασιλεῖ, λέγων: “Μὴ παρασάλευε, βασιλεῦ, κατάστασιν ἐκκλησιαστικήν. Εἴρηκεν γὰρ ὁ ἀπόστολος, καὶ οὓς μὲν ἔθετο ὁ Θεὸς ἐν ἐκκλησίᾳ, πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον ποιμένας καὶ διδασκάλους. Οὐκ εἶπεν βασιλεῖς. Σοὶ μὲν γὰρ ἡ πολιτικὴ κατάστασις ἐπιστεύθη καὶ τὸ στρατόπεδον. Τούτων φρόντιζε, καὶ τὴν ἐκκλησίαν ἔασον ποιμέσι καὶ διδασκάλοις κατὰ τὸν θεῖον λόγον. Εἰ δὲ μὴ βούλει προσέχειν τούτοις καὶ εἶναι μετὰ τῆς πίστεως ἡμῶν, κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανῶν κατελθὼν βουληθείη παρατρέψαι ἡμᾶς, οὐκ ἀκουσόμεθα αὐτοῦ, μήτι γε βασιλέως.” Ὁ οὖν τύραννος ταῦτα ἀκούσας καὶ ὑπερζέσας τῷ θυμῷ…καὶ πάντας μεθ’ ὕβρεως ἀπελάσας, και τὸν Νικηφόρον τὸν μέγαν τῆς πόλεως ἀπελάσας, ὡσαύτως καὶ Θεόδωρον τῶν Στουδίου ἐξορίσας…καὶ ἐπαρθεὶς ὁ ἀλιτήριος κατὰ τῆς εὐσεβείας, μειζόνως ἐδίωκε τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθει σφόδρα, μέχρι τοῦτον ἐνδίκως ἡ θείη δίκη μετῆλθεν». (Χρονικόν Γεωργίου Μοναχού 768.9-10).

Ἡμέρες Εἰκονομαχίας ζοῦμε, ὡς γνωστόν, καί πάλι. Ἡμέρες διωγμοῦ τῆς πίστης μας, ἡμέρες θλίψεως, ἡμέρες πλάνης καί κακοδοξίας. Ἕνα ὁλόκληρο ἔτος συμπληρώνουμε σέ λίγο μέ τις ἐκκλησιές κλειστές (γιατί ἔτσι εἶναι στην οὐσία, ἀκόμη κι ὅταν τό ἀντίχριστο καθεστώς μᾶς κάνει τη…χάρη καί τίς «ἀνοίγει» γιά λίγο, ἀλλά μέ χυδαίους ὅρους καί βέβηλες συνθῆκες), μέ τή Θεία Λειτουργία σχεδόν ἀπαγορευμένη, τή Λατρεία ἐκτός νόμου, τό Ποτήριον τῆς Ζωῆς βλάσφημα κατασυκοφαντημένο ὡς φορέας μικροβίων καί μεταδότης ἀσθενειῶν, μέ ἀποτρόπαια ἀλλαγμένη πιά μέχρι καί τήν ὥρα τῆς Ἀνάστασης. Ἕνα ὁλόκληρο ἔτος, πού ἀφιονισμένοι καί ἄνομοι τύραννοι διαλύουν τις ζωές μας, βλασφημοῦν τά τίμια καί καθυβρίζουν τά ὅσια καί τά ἱερά.

Ζητοῦνται ἄραγε νέοι Θεόδωροι Στουδίτες καί νέοι πατριάρχες Νικηφόροι, γιά νά προτάξουν τά στήθη τους ἀπέναντι στόν πρωτοφανῆ αὐτό διωγμό (καί φυσικά νά ὑποστοῦν καί τίς ἀνάλογες συνέπειες ἀπό τούς νῦν τυράννους καί ἀπό ὅλη τήν ἐνορχηστρωμένη καί κανιβαλικά μαινόμενη ἀντίχριστη κακοήθεια πού κατακλύζει τά λεγόμενα ΜΜΕ καί μέγα μέρος τῆς «κοινῆς γνώμης»); Ζητοῦνται ἄραγε νέοι Βασίλειοι καί Χρυσόστομοι καί Μάξιμοι Ὁμολογητές, πού θά τά βάλουν μέ τήν κρατική καί παρακρατική ἀθλιότητα, ἀλλά καί τήν ἐνδοεκκλησιαστική παράκρουση τῶν λυκοποιμένων πού ἔχουν γίνει ἕνα μέ τίς βουλές τοῦ διεστραμμένου καθεστῶτος, προδίδοντας τό ποίμνιο πού τούς ἔχει ἄνωθεν ἀνατεθεῖ;

Ποιός δέν θά τό ἤθελε αὐτό; Θά ἦταν δυστυχῶς ὅμως μή ρεαλιστικό νά ζητήσουμε σήμερα ἔστω καί κατά προσέγγιση τέτοια ἀναστήματα, βλέποντας ποιά εἶναι ἡ κατάσταση στήν Ἱεραρχία, ἀλλά καί ποιά εἶναι συνάμα καί τά δικά μας πνευματικά χάλια. Γιατί στούς καιρούς ἐκείνους βέβαια καί ὁ λαός (σέ μία συγκλονιστική χωροχρονική ἐνότητα πού μόνο κάποιοι ξεδιάντροπα ἐγκάθετοι – ἤ ἀμφιφανῶς ἀγράμματοι – τολμοῦν ἀκόμη νά τήν ἀποκαλοῦν μεσαιωνική καί σκοταδιστική) εἶχε πνεῦμα ταπείνωσης καί βαθιά αὐτοσυναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας, συνάμα ὅμως εἶχε καί πίστη κραταιᾶ, φρόνημα μαχητικό, βίωμα ἐνεργό καί σφῦζον. Καί μποροῦσε νά μένει κρατημένος κοντά στήν ἀλήθεια, ἀκόμη καί σέ ἐποχές πού πολλοί (ἤ καί οἱ πλεῖστοι) πνευματικοί ταγοί του παρεκτρέπονταν στήν πτώση καί τήν αἵρεση.

Ἀντίθετα, ὅπως χαρακτηριστικά ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «οἱ σημερινοί Χριστιανοί δέν εἶναι γιά μάχες. Οἱ πρῶτοι Χριστιανοί ἦταν γερά καρύδια· ἄλλαξαν ὅλο τόν κόσμο. Καί στήν βυζαντινή ἐποχή μιά εἰκόνα ἔβγαζαν ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἀντιδροῦσε ὁ κόσμος». Ὅμως τότε ὁ κόσμος εἶχε γιά ὀξυγόνο του τήν πίστη καί ζοῦσε καθημερινά ἀγκαλιά μέ τό Θαῦμα. Σήμερα ἀπλῶς ζοῦμε ἀγκαλιά μέ τήν οἴηση μιᾶς ψευδορθολογιστικῆς αὐταπάτης, μή ξέροντας πιά ἄλλο τρόπο ζωῆς ἀπό τήν ἀμετανόητη ἀποστασία καί τόν ἐθισμό σέ κάθε εἴδους ἀθλιότητα καί διαστροφή, ἔχοντας συνειδητά ἐπιλέξει νά κατοικοῦμε εἰς γῆν μακρᾶν, ἐν σκότει καί ἐν σκιᾷ θανάτου, μέσα στόν φόβο καί τήν ἀνασφάλεια, τραγικοί αὐτοεξόριστοι ἀπό τή φωτεινή Χώρα τοῦ Πατρός, κατεσθίοντες σκουπίδια καί ξυλοκέρατα ἀναμέσον τῶν χοίρων.

Νά γιατί ἡ ἀναμφίβολη ἀπογοήτευση καί ἡ βαθιά θλίψη γιά τήν παντελῶς ἀποῦσα καί ἀνάξια τῶν περιστάσεων Ἱεραρχία (γιά τήν ὁποία ἔχουμε τόσες φορές γράψει), δέν μπορεῖ νά σκεπάζει, οὔτε νά δίνει ἄλλοθι καί συγχωροχάρτι στίς δικές μας τραγικές (συν)ευθύνες. Τοιοῦτοι ἔπρεπον ἡμῖν ἀρχιερεῖς, συνεπώς; Ναί, μᾶλλον τέτοιοι – καί ἴσως κι ἀκόμη χειρότεροι. Σαρξ ἐκ τῆς σαρκός ἡμῶν. Δεσμῶτες ἅπαντες τῆς ἀνεπάρκειας καί τῆς ἀπιστίας. Τῆς πτώσης καί τῆς ἀποστασίας. Καί πρωτίστως βέβαια τῆς ἐμμονικῆς ἀμετανοησίας μας.

Ἔχουμε μπεῖ ἐδῶ καί καιρό σέ τρομακτικές καί σκοτεινές ἀτραπούς. Ποιός μπορεῖ ἄραγε νά ἀμφιβάλλει ἀκόμη γιά τό ὅτι ἄλλος δρόμος δέν ὑπάρχει ἔξω ἀπό τήν ἔμπρακτη καί εἰλικρινῆ μετάνοια, γιά νά βροῦμε παρρησία ἀπέναντι στόν Θεό καί νά ζητήσουμε τό ἔλεός Του; Μόνο ἔτσι θά μπορέσουμε νά μείνουμε ἀλώβητοι μέσα στή δαιμονική καταιγίδα πού ἔχει ἤδη ξεσπάσει καί τελικά νά ξαναβγοῦμε στό φῶς. Ἄς το θυμόμαστε εἰδικά τώρα, σέ μία περίοδο πού εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ ἐποχή κατανύξεως καί μετανοίας, ἐν μέσω δηλαδή μίας ἀκόμη Μεγάλης Τεσσαρακοστής καί καθώς πλησιάζει μία ἀκόμη Μεγάλη Ἑβδομάδα. Ἡ δεύτερη Μεγάλη Τεσσαρακοστή καί ἡ δεύτερη Μεγάλη Ἑβδομάδα πού βιώνουμε ἐν καιρῷ διωγμοῦ καί θλίψεως.

Ζεῖ ὅμως Κύριος ὁ Θεός ἡμῶν. Καλή δύναμη στόν Γολγοθᾶ πού ὑψώνεται μπροστά μας. Καλή Ἀνάσταση!