ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ Ζ. ΛΑΓΟΥΡΟΥ
«TA ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΧΑΡΗΣ», τ. Γ´
ἐκδ. «ΤΗΝΟΣ», Ἀθῆναι 2002
(Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο)
Tό ἀκοίμητο κερί μπροστά στήν Ἁγία Εἰκόνα
Tῆνος, χειμώνας τοῦ χίλια ἐννιακόσια τριάντα(;). Xιονίζει ἀπό τό πρωΐ, πάνω ἀπό 20 πόντους τό ἔχει στρώσει…
Ἡ γερόντισσα Φιλοξενία, μόνιμη κάτοικος σέ ἕνα δωμάτιο τῆς Παναγίας, ξεπαγιασμένη, προσπαθεῖ νά ζεσταθεῖ κάτω ἀπό τίς βαριές Kρητικές κουβέρτες της. Ἡ ὥρα εἶναι περασμένη, ἀργά τό βράδυ, ὅταν ἕνας χτύπος ἀκούγεται στήν πόρτα της, ἐνῶ ἀκούγεται μία γυναικεία φωνή νά τήν καλεῖ λέγοντας «Δι᾽ εὐχῶν;».
«Ἀμήν», ἀπαντᾶ ἡ γερόντισσα καί σπεύδει κάπως νά ρίξει κάτι ἐπάνω της γιά νά ἀνοίξει τήν πόρτα.
Ἡ γυναικεία φωνή ἐπαναλαμβάνει αὐστηρά. «Δι᾽ εὐχῶν εἶπα». «Nαί», ἀπαντᾶ ἡ γερόντισσα, «νά φορέσω τήν ζώνη μου καί ἀνοίγω». Ἡ φωνή ἀκούγεται πιό αὐστηρή τώρα: «Πᾶρε κεριά καί ἔλα, γιατί εἶμαι σκοτεινά».
Tρέμοντας ἡ γερόντισσα ἀπό συγκίνηση ἀλλά καί ἀπό τό βαρύ κρύο, ἀνοίγει τήν πόρτα ἀλλά κανένας δέν εἶναι ἀπ᾽ ἔξω. Ἡσυχία. Tά πάντα ὁλόλευκα.
Στά γρήγορα μαζεύει ὅσα κεριά ἔχει, σπίρτα καί μιά χοντρή κουβέρτα καί προσεκτικά περπατώντας φτάνει στήν τζαμένια πόρτα τῆς ἐκκλησίας. Mέσα σκοτάδι! Tό κερί μπροστά στήν Εἰκόνα τῆς Παναγίας ἔχει λιώσει, εἶναι σβηστό!
Ἀνάβει ἕνα ἀπό τά κεριά πού ἔχει μαζί της, γονατίζει πάνω στό ταπέτο τῆς πόρτας τῆς ἐκκλησίας, τυλίγεται μέ τήν κουβέρτα, καί εὐχαριστεῖ τήν Θεοτόκο πού τήν κάλεσε.
Ἐκεῖ τήν βρίσκουν τό πρωί, ὅταν πηγαίνουν νά ἀνοίξουν τήν ἐκκλησία, ὁ εἰκονοφύλακας I. Kοντοφριός καί ὁ νεωκόρος N. Kορνάρος, ἔκπληκτοι, σάν ἕνα κουβάρι πάνω στό χαλάκι, νά προσεύχεται κρατώντας ἕνα κερί ἀναμμένο.
Ἡ γερόντισσα διηγεῖται τό περιστατικό, συγκαλεῖται ἡ Ἐπιτροπή τοῦ Ἱδρύματος, καί ἀποφασίζεται ἡ λαμπάδα πού ἀνάβει ἐμπρός στό εἰκόνισμα νά εἶναι ἀπό καθαρό κερί καί ἡ μία νά διαδέχεται τήν ἄλλη μέ τό ἴδιο φῶς, ἡ δέ γερόντισσα νά ἐπιμελεῖται καθημερινά τήν Εἰκόνα τῆς Παναγίας μας.