Ο αδερφός μου έσκασε από τη στεναχώρια του για όσα του καταλόγιζαν και του έγραφαν. Περιουσία δεν είχαμε, απολύτως τίποτα. Ακόμα και τα δώρα που του χάρισαν οι αρχηγοί κρατών βρίσκονται όλα στη δικαιοδοσία της Αρχιεπισκοπής Αθηνών.
Τα τελευταία λόγια που μου είπε πριν “φύγει” ήταν: “Γιάννη, δύναμη και πίστη για τους καιρούς που έρχονται”».Τον Γιάννη και τον Χριστόδουλο Παρασκευαΐδη χώριζαν 13 ολόκληρα χρόνια και ένας σκληρός αγώνας για επιβίωση, μιας και η οικογένεια του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου καταγόταν από την Ξάνθη και αργότερα ήρθε στην εμπόλεμη Αθήνα.
Ο 90χρονος πλέον Γιάννης Παρασκευαΐδης είναι και ο τελευταίος κρίκος στην αλυσίδα μιας πολύ δυνατής εκκλησιαστικής προσωπικότητας, που έμελλε να σημαδέψει την Ελλάδα για μια ολόκληρη δεκαετία. Κλεισμένος τις περισσότερες ώρες στο δωμάτιό του στο γηροκομείο του Αιγίου, υπό την επίβλεψη του Μητροπολίτη Καλαβρύτων Αμβροσίου, δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να διαβάζει τους λόγους του αδερφού του. Ένα κρεβάτι, μια μικρή τηλεόραση, μια ντουλάπα με μερικά κοστούμια είναι όλα και όλα τα υπάρχοντά του. Πλέον με δυσκολία βγαίνει από το δωμάτιό του για να γευματίσει. «Ηταν η τελευταία επιθυμία του αδερφού μου αυτή. Να έρθω εδώ, υπό την επίβλεψη του Αμβροσίου. Δεν ήθελε να πεθάνω μόνος», μας λέει με κατεβασμένο το κεφάλι και με συγκίνηση στα μάτια. Στο μικρό κομοδίνο που έχει δίπλα του βρίσκονται μερικά βιβλία με λόγους τους Χριστόδουλου.
Τα ξεφυλλίζει, τα διαβάζει, τα ξανακλείνει και αφήνεται στις αναμνήσεις που έχει από την κοινή τους ζωή. Έχουν περάσει ήδη οκτώ χρόνια από τον θάνατο του μακαριστού Χριστοδούλου και οι αναφορές που γίνονται στα social media κατά καιρούς για εκείνον είναι εντυπωσιακές, μιας και δείχνουν την άσβεστη μνήμη για τον πνευματικό ηγέτη που σημάδεψε την Ελλάδα για περισσότερα από 10 χρόνια. Στο γηροκομείο του Αιγίου, εκεί όπου φιλοξενείται ο αδερφός του, Γιάννης Παρασκευαΐδης, τα πάντα είναι ήρεμα, αλλά και τα πάντα θυμίζουν τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αθηνών. Ο 90χρονος γέροντας, πρόσωπο σεβαστό για τους φιλοξενουμένους και το προσωπικό, αποφεύγει να θυμάται ιστορίες με εκείνον, μιας και η συγκίνησή του είναι ορατή. «Πάντα θυμάμαι τον αδερφό μου και πάντα θα τον μνημονεύω. Ο αδερφός μου έπραξε πολλά καλά για τον λαό της Ελλάδος και για την Ελλάδα μας. Πιστεύω πως ο Χριστόδουλος κέρδισε και τον κόσμο και την Ιστορία με τις πράξεις του».Καθισμένος στο κρεβάτι του, γυρίζει τις φωτογραφίες και μας λέει ιστορίες για την κοινή τους ζωή. Κοντοστέκεται σε μια φράση του για την «άλλη ζωή». «Ξέρετε, όσο περνάει ο καιρός, τόσο περισσότερο πιστεύω ότι θα τον συναντήσω στην άλλη ζωή και θα πορευτούμε και πάλι μαζί», μας λέει. «Μάθαμε στη φτώχεια» Αναρωτιέται κανείς πώς μπορεί ο αδερφός ενός τόσο σημαντικού προσώπου, όπως ήταν ο Χριστόδουλος, να βρίσκεται σε γηροκομείο, αντί να απολαμβάνει τις ανέσεις που θα μπορούσε να έχει από διάφορα περιουσιακά στοιχεία που τυχόν είχε αφήσει ο αδερφός του. Ο υπερήλικας γέροντας είναι αφοπλιστικός.
«Εμείς μάθαμε στη φτώχεια. Η οικογένειά μας ήταν πρόσφυγες, μια από τους Τούρκους και μια από τους Βούλγαρους. Το 1941 κατεβήκαμε στην Αθήνα και αφήσαμε όλα μας τα υπάρχοντα στην Ξάνθη. Δεν υπάρχει, λοιπόν, κανένα περιουσιακό στοιχείο από πλευράς γονέων», μας λέει, ξεκαθαρίζοντας ότι τόσο ο ίδιος όσο και ο μακαριστός Χριστόδουλος ήταν αυτοδημιούργητοι. «Ο αδερφός μου δεν συμπαθούσε το χρήμα, γιατί έζησε φτωχός από τα παιδικά του χρόνια. Ακόμα και τα άμφιά του και τα δώρα που του έκαναν όλα αυτά τα χρόνια βρίσκονται στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών», λέει, ενώ μας αναφέρει πως, αν και ο Μητροπολίτης Καλαβρύτων έχει εκφράσει την επιθυμία να γίνει μουσείο με κάποια αντικείμενα του Χριστόδουλου, ακόμα η επιθυμία του δεν έχει πραγματοποιηθεί. «Ο αδερφός μου έσκασε…»
Όλα αυτά τα χρόνια από τότε που έφυγε από τη ζωή, το 2008, τα σενάρια για τον θάνατο του Χριστόδουλου δίνουν και παίρνουν. Κάποιοι μιλούν για σχέδιο δολοφονίας του από πολιτικούς. Ο Γιάννης Παρασκευαΐδης δίνει τη δική του ερμηνεία σε όλα αυτά. «Ο αδερφός μου ήταν πρόσχαρο πρόσωπο. Ηθελε πάντα να δίνει αισιοδοξία στον κόσμο και χαρά. Υπήρχε, λοιπόν, έντονη διένεξη σε πολλά θέματα με πολιτικούς. Όμως, τη μεγαλύτερη ευθύνη φέρουν άλλοι. Τον θυμάμαι ένα βράδυ να κάθεται στο γραφείο του και να διαβάζει εφημερίδα. Ξαφνικά σηκώνεται στεναχωρημένος από την καρέκλα και μου λέει: “Βρε Γιάννη, ξέρεις τι είναι άλλα να λέω στο κήρυγμά μου και άλλα να βλέπω να γράφουν στις εφημερίδες;”. Ο αδερφός μου έσκασε από τη στεναχώρια του. Δεν άντεχε να βλέπει να παραπληροφορούν τον κόσμο χρησιμοποιώντας το όνομά του». Τον ρωτάμε αν πιστεύει πως οι δύο καρκίνοι που βρέθηκαν μέσα του ήταν «μέσα στο σχέδιο δολοφονίας του».
«Οχι. Δεν πιστεύω πως τον σκότωσαν. Πιστεύω, όμως, ακράδαντα πως τον σκότωσε η παραγκώνισή του και το γεγονός ότι ήθελαν να τον βγάλουν αλλόφρονα με όσα του έγραφαν και του καταλόγιζαν. Και εκείνος ό,τι του καταλόγιζαν τα κρατούσε μέσα του βαθιά. Δεν τα εξωτερίκευε, παρόλο που υπέφερε ψυχικώς. Τώρα, όμως, τον θυμούνται όλοι και τον μνημονεύουν», λέει, κρατώντας μάλιστα σφιχτά ένα βιβλίο με τους λόγους του αδερφού του. «Τα τελευταία του λόγια» Παρά τα χρόνια του, στην πολύωρη συζήτησή μας ο 90χρονος Γιάννης Παρασκευαΐδης θυμάται με κάθε λεπτομέρεια τις τελευταίες τραγικές στιγμές του αδερφού του καθώς και τα τελευταία του λόγια. Κομπιάζει και δυσκολεύεται να μιλήσει, μιας και η συγκίνηση για τον μονάκριβο αδερφό του είναι διάχυτη. «Ο αδερφός μου πέθανε πρωινές ώρες. Κοντά του ήταν συνεχώς ο διάκονός του.
Όταν πήγα κοντά του, ζητούσε να ζήσει. Είχε πίστη ότι κάτι θα άλλαζε, μιας και πήγε στο καλύτερο νοσοκομείο του κόσμου. Όμως, καταλάβαινε πως το τέλος του πλησιάζει. Και αυτό είναι το πιο τραγικό: να ξέρεις ότι έρχεται το τέλος σου και να μην μπορείς να πιαστείς από κάπου. Σκεφτείτε πόση δύναμη είχε μέσα του, που εκείνος μας έδινε κουράγιο. Θυμάμαι που μου είπε τελευταία: “Γιάννη, πίστη και κουράγιο για τους καιρούς που έρχονται”». Όπως λέει ο κυρ-Γιάννης σήμερα, τα λόγια του αδερφού του ήταν προφητικά και τώρα σχεδόν επιβεβαιώνεται σε μεγάλο βαθμό. «Ο αδερφός μου μιλούσε για “γενική έφοδο εναντίον της Ελλάδος” από το 2005 στους λόγους του και σήμερα φαίνεται πως επιβεβαιώνεται. Ήταν πολύ μορφωμένος άνθρωπος και έβλεπε μπροστά».