Μια δεύτερη τρίκλιτη βασιλική, έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη, στη θέση «Καταλύματα των Πλακωτών» Ακρωτηρίου Κύπρου, στη θέση των βρετανικών βάσεων.
Οι ανασκαφές του τμήματος Αρχαιοτήτων, στην περιοχή, είναι σε εξέλιξη από το 2007, οπότε είχε αποκαλυφθεί η πρώτη βασιλική.
Ωστόσο, η νέα, δεν είναι το μόνο σημαντικό εύρημα, καθώς αποκαλύφθηκε και μαρμάρινη στήλη με την προτομή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ως προσωποποίηση του βυζαντινού αυτοκράτορα Ηρακλείου, καθώς πρόκειται για μεταγενέστερο δημιούργημα και αποτελεί έναν «νέο Αλέξανδρο».
Οι δύο βασιλικές είναι τμήμα ενός μνημειώδους εκκλησιαστικού συγκροτήματος, το οποίο, όπως αναφέρει σε ανακοίνωσή της, σε συνέδριο της Μητροπόλεως Κωνσταντίας – Αμμοχώστου, η υπεύθυνη της ανασκαφής, αρχαιολογική λειτουργός Α΄του Τμήματος Αρχαιοτήτων, δρ. Ελένη Προκοπίου, συνδέεται με τον Αμαθούσιο Άγιο Ιωάννη τον Ελεήμονα, Πατριάρχη Αλεξανδρείας, πολιούχο της Λεμεσού.
Η πρώτη βασιλική είναι «μαρτύριο», δηλαδή ταφικό μνημείο, που έχει τη μορφή ναού με εγκάρσιο κλίτος (σχήμα Τ), σε αντίστροφη διάταξη. Είναι πλάτους 36 μέτρων και μήκους 29, χωρίς την εξέχουσα στα δυτικά πολυγωνική αψίδα, στην οποία υπάρχει εγγεγραμμένη μικρότερη ταφική αψίδα, διαμέτρου 2.25 μέτρων.
Στην ανακοίνωσή της, η δρ. Προκοπίου διατυπώνει την εκτίμηση ότι και η φρεσκο-αποκαλυφθείσα βασιλική, αποτελεί «μαρτύριο». Η ανασκαφή της ξεκίνησε μόλις πέρυσι και είναι πλάτους 20 μέτρων και μήκους πέραν των 47 μέτρων.
Πάντως, το σύνολο του οικοδομήματος αυτού είναι «μαρτύριο» του τέλους της δεύτερης δεκαετίας του 7ου αιώνα. Η ανέγερση του οικοδομήματος προσδιορίζεται με ακρίβεια μεταξύ του 616-617 μ.Χ.
Είναι σαφές, σύμφωνα με τη δρα Προκοπίου, ότι και οι δύο βασιλικές αποτελούν τμήμα του εκκλησιαστικού συγκροτήματος, αλλά δεν είναι ακόμη σαφές αν ο ναός, που βρέθηκε στα ανατολικά, είναι ο κύριος, ή υπάρχει και άλλος, μεγαλύτερος, στην βόρεια πτέρυγα του συμπλέγματος.
Το μνημείο στα «Καταλύματα των Πλακωτών» έχει άμεση σχέση με τις μετοικήσεις κατά την περίοδο μάλλον των περσικών επιδρομών, παρά των Αραβικών. Σχετικά η δρ. Προκοπίου αναφέρει μεταξύ άλλων:
– Η θέση δεν είναι γνωστή στις πηγές, ούτε ως οικισμός, έδρα επισκοπής, ή προσκυνηματικό κέντρο, αλλά μόνο ως λιμάνι του Κουρίου.Κάπου, δε, εμφανίζεται και με το όνομα «Καργαία», ίσως σε παραφθορά του Ακτή Αργείων, που αναφέρει ο Στέφανος Λουϊζινιάν. Οι αναφορές αυτές ταιριάζουν με τους θρύλους για τη στάθμευση στην περιοχή του βυζαντινού στόλου με την Αγία Ελένη.
– Το τοπωνύμιο «Καταλύματα» παραπέμπει σε χώρο προσωρινής διαμονής, η οποία επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι το μνημείο αυτό καταστρέφεται στα μέσα του 7ου αιώνα, αφού προηγουμένως είχε εγκαταλειφθεί και είχε μάλιστα παραμείνει άστεγο, στα κεντρικά κλίτη.
– Παρουσιάζει καταπληκτική ομοιότητα με τον Άγιο Μηνά της Μαρεώτιδας Αιγύπτου, που εγκαταλείπεται και καταστρέφεται το 616 και ανασυγκροτείται μετά το 640.
– Παραπέμπει σε αρχαία λειτουργικά τυπικά της Ανατολής. Έχει συμβολισμούς που το συνδέουν με τους Πέρσες, τον Ηράκλειο, και το βάρος που είχε επωμιστεί, να τους εκδιώξει από τις Ανατολικές Επαρχίες, οι οποίες λόγω της αιρέσεως, έπαθαν τελικά, ό,τι οι Νινευίτες.
Όλα αυτά, σύμφωνα με την κ. Προκοπίου, «δεν θα μπορούσαν παρά να ανακαλέσουν στη μνήμη το κείμενο του Νεαπόλεως Λεοντίου για τα έργα της απέραντης ελεημοσύνης του Αμαθούσιου Πατριάρχη Αλεξανδρείας Ιωάννη του Ελεήμονος, και μέσα στα οποία θα πρέπει να ενταχθεί το μνημείο στα “Καταλύματα των Πλακωτών”».
Κατά τη διάρκεια της θητείας του Αγίου στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, αλλά και ενόσω βρισκόταν στην Κύπρο, μεταξύ των ετών 617-619, εργάστηκε για την εξαγορά αιχμαλώτων και την αποκατάσταση των θυμάτων των περσικών επιδρομών (κλήρου και λαού), αλλά και των τιμών προς τα άγια λείψανα και τα κειμήλια που είχαν ευτελίσει με τις ενέργειές τους οι Πέρσες.
Όταν ξεκίνησε η πολιορκία της, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αλεξάνδρεια και όπως αναφέρει ο Νίκων τον 11ο αιώνα, δεν ήταν μόνος, αλλά είχε μαζί του και έναν μικρό αριθμό ανθρώπων από το ποίμνιό του. Εκτιμάται μάλιστα ότι μαζί του ήταν και ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων, Σωφρόνιος, τον οποίον φιλοξενούσε ήδη στην Αλεξάνδρεια.
Αναφέρεται συγκεκριμένα ότι ο Ελεήμονας Πατριάρχης ανήγειρε στην Κύπρο μεταξύ 617-619 έναν θεϊκό οίκο, στον οποίον εναπόθεσε τα λείψανα του πρωτομάρτυρος Στεφάνου και του αδελφοθέου Ιακώβου, στον οποίον αφιέρωσε και όλη του την προσωπική περιουσία.
«Η υποδοχή και απόδοση τιμών στα ιερά κειμήλια και λείψανα των Αγίων Τόπων, καθώς και η φιλοξενία προσφύγων, λαού και κληρικών από τα γειτονικά Πατριαρχεία, είναι η μόνη ερμηνεία που ταιριάζει στο θαυμαστό οικοδόμημα του Ακρωτηρίου, ενώ επιγραφικές μαρτυρίες δεν αποκλείεται κάποια στιγμή να προσδιορίσουν καλύτερα τα εκεί γινόμενα» σημειώνει η δρ. Προκοπίου.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων γεννήθηκε στην Αμαθούντα μεταξύ των ετών 539 και 555 μ.Χ. Μετά τον θάνατο του Πατριάρχη Αλεξανδρείας, Θεοδώρου Α΄, ο λαός και ο πατρίκιος Νικήτας, έπαρχος της Αιγύπτου και εξάδελφος του αυτοκράτορα Ηράκλειου, ζήτησαν από τον αυτοκράτορα να τοποθετηθεί ο Ιωάννης στη θέση αυτή, κάτι που έγινε το 610.
Ως Πατριάρχης Αλεξαδρείας έκανε πλουσιότατο έργο. Αύξησε τους ναούς της πόλης από 7 σε 70, πολέμησε τον Μονοφυσιτισμό, έχτισε νοσοκομεία, ξενοδοχεία, πτωχοτροφεία, οργάνωνε συσσίτια και γενικά ελεούσε τους αναξιοπαθούντες σε τέτοιο βαθμό, ώστε να του δοθεί το προσωνύμιο «Ελεήμων».
Όταν οι Πέρσες κατέκτησαν την Αλεξάνδρεια, ο Άγιος Ιωάννης αναγκάστηκε να καταφύγει στην πατρίδα του, την Κύπρο, όπου «κοιμήθηκε» μεταξύ των ετών 616 και 620.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του ως αγίου στις 12 Νοεμβρίου. Μετά τον θάνατό του, το σκήνωμά του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη.
Σήμερα, μέρος του σκηνώματός του βρίσκεται σε παρεκκλήσι του καθεδρικού ναού του Αγίου Μαρτίνου στη Μπρατισλάβα και άλλο στον ναό San Giovanni in Bragora της Βενετίας.
Η θέση «Καταλύματα των Πλακωτών» είχε εντοπισθεί και καταγραφεί ήδη από το 1954 από τον συνταγματάρχη J. Last, με οδηγίες του Αρθρούρου Megaw, τότε Άγγλου διευθυντή του Τμήματος Αρχαιοτήτων, προκειμένου να γνωματεύσει για την εγκατάσταση της βρετανικής βάσης.
Από μόνος του ο χάρτης αυτός, σύμφωνα με την δρα Προκοπίου, «αποτελεί εύρημα ανασκαφής αρχείου και είναι σημαντικό ιστορικό ντοκουμέντο για τη νεότερη ιστορία της Κύπρου, σε σχέση με τις τότε διαθέσεις των Άγγλων ή καλύτερα κάποιων Άγγλων, για αποχώρηση, στα πλαίσια μίας συμφωνίας, συνδυασμένης με την υπό συζήτηση Ένωση».
Το 1996, χάρη στον αρχαιολόγο, συνταγματάρχη G. McGarr, το τμήμα Αρχαιοτήτων της Κύπρου μαζί με τους Άγγλους ένα πρόγραμμα ανασκαφικής έρευνας και αρχαιολογικής επισκόπησης, με σκοπό τον επανεντοπισμό των θέσεων του Last ή και άλλων, και την κήρυξη τους σε αρχαία μνημεία, διαδικασία ακόμη ενεργή ακόμα, ενταγμένη στο σχέδιο διαχείρισης του περιβάλλοντος της χερσονήσου του Ακρωτηρίου.