Η εκ προσώπου της Μητρός, Μεγάλης του Χριστού εν Κωνσταντινουπόλει Εκκλησίας και της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχου κυρίου ημών κυρίου Βαρθολομαίου παράστασις της ταπεινότητός μου, κατά την εξόδιον ακολουθίαν του εκ των εν ενεργεία Αρχιερέων της ανά την Οικουμένην Σεβασμίας Ιεραρχίας του Θρόνου, Μητροπολίτου της ενταύθα παροικούσης Εκκλησίας των Ιωαννίνων κυρού Θεοκλήτου, δηλοί το πένθος και το άλγος Αυτής.
Η στιβαρά και ιδιαιτέρα προσωπικότης του εις την αιωνιότητα προπεμπομένου Ιεράρχου προσδίδει εις την θλίψιν και την εκ της συνειδητοποιήσεως του κενού της παρουσίας αυτού εντονώτερα χαρακτηριστικά, ουχί βεβαίως ανθρωπώδους λύπης, αλλά της επιβεβλημένης εξ εκκλησιολογικής αρχής ανάγκην, όπως κηρυχθούν απ’ άμβωνος αι περί το μυστήριον της Εκκλησίας, ως τούτο ζη και κηρύττει η Μεγάλη του Χριστού τοιαύτη, εντόνως υπ’ αυτού βιούμενοι καθ’ όλην την Ιεραρχικήν αυτού διατριβήν όροι και επιταγαί.
Μετά βαθείας της έσω αποδοχής του καθηγιασμένου μαρτυρικού χρέους του Ποιμένος, ο κοιμηθείς Ιεράρχης ενέδωκε εαυτόν εις εξάντλησιν υπέρ του λογικού αυτού ποιμνίου μακράν της ανθρωπαρεσκείας και της επιφανειακής επικαιρότητος.
Μαθητεύσας παρά τους πόδας του Μακαριστού προκατόχου αυτού και ες ύστερον Αρχιεπισκόπου Αθηνών κυρού Σεραφείμ, εγκρατούς του εκκλησιαστικού ουσιώδους και απαρεσκουμένου εις το φαινόμενον και την άνευ ρίζης πρόσκαιρον και παρερχομένην ευσέβειαν, προκεχώρηκεν έτι και πλέον εις την διαμόρφωσιν της Αρχιερατικής του βιοτής και πολιτείας κατά πλήρην αφομοίωσιν του ευπινούς, λιτού, δωριαίου και ανεπιτιδεύτου ήθους της Εκκλησίας των του Χριστού πενήτων.
Άνευ αυτοπροβολής και μετά βαθείας συναισθήσεως της ευθύνης έναντι του Κυρίου της Εκκλησίας και των επερχομένων συναρτούσεν την διαμόρφωσιν απόψεως και πρακτικών πάντοτε μετά του Καθολικού της Εκκλησίας συμφέροντος μακράν και πέραν πάσης μικροψύχου και βραχυπροθέσμου προοπτικής, διό και δεν υπήρξεν καθ’ όλην του την ζωήν ευάρεστος εις τους πολλούς.
Χωρίς να τυγχάνη αύλιος των ταπεινών Πατριαρχικών σκηνωμάτων μετείχε κατ’ ήθος και κατ’ αρχήν των πιστευμάτων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ως γνήσιος Ιεράρχης Αυτού και ενηρμονίζετο έως λεπτομεριών μετ’ Αυτού.
Καθ’ ώρας δυσκόλους περί την ευστάθειαν των από καιρού διακρατούντων πραγμάτων διά τας καθ’ Ελλάδαν Επαρχίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου υπερέβη εαυτόν και κατήγαγε πνευματικάς μάχας προς ανάδειξιν του αληθούς και απόρριψιν του επικτήτου.
Η μέχρι κεραίας διασφάλισις των εμπροϋποθέτων αρχών του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου του 1850 και των “Όρων” της πολυσυζητήτου Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως της δ’ Σεπτεμβρίου του έτους αϠκη’, δεν απετέλη κατ’ αυτόν εμμονήν εις το νεκρόν γράμμα, αλλ’ αντιθέτως εδραίαν παραμονήν εις το ζωοποιόν πνεύμα της αρμονικής και ενιαίας συνυπάρξεως μας εις το Μυστήριον της Εκκλησιαστικής Καθολικότητος.
Εθεώρη μετά πλήρους βεβαιότητος ότι η παραμικρά παρασάλευσις της ισορροπίας αυτής, θα έχη ολεθρίους συνεπείας διά την Οικουμενικήν Ορθοδοξίαν, διαβλέπων από καιρού νέαν έξαψιν της εγγενούς ασθενείας των Ορθοδόξων, δηλ. του εθνοφυλετισμού και εθεώρη αδιανόητον οι Έλληνες να διαδραματίζουν ρολον εις το πρόβλημμα τούτο. Προς τούτο και ελυπήτο σφοδρώς διά την Πολιτειοκρατικήν θεώρησιν της Εκκλησιαστικής εν γένει ζωής και μάλιστα όταν η τοιαύτη αντίληψις εμφιλοχωρούσε μετά παραμονιμότητος εντός της
Η ώριμος αύτη περίοδος της ζωής του, ως δεν εδίσταζεν να ομολογή, του έδωκεν αφορμήν προς αναθεώρησιν και περαιτέρω σπουδήν και προσοικείωσιν της Εκκλησίας της χαρμολύπης και της Σταυροαναστασίμου πορείας, ως ηγάπα να ονομάζη, να θεωρή, να πιστεύη και να κηρύττη, την Μεγάλην Εκκλησίαν, που μεγαλύνεται, όταν πάσχη υπέρ παντός του κόσμου και σμικρύνη εαυτήν, ίνα πάντας τινάς κερδίση.
Ηγάπα αληθώς “το Φανάρι”. Οσάκις αν το επεσκέπτετο, επέστρεφε εις τα πατρώα και όταν εδιακονούσεν Αυτό εις την Επαρχίαν του ενοσταλγούσεν την πατρικήν εστίαν, από της οποίας ουδέποτε απελείπετο.
Πόσον επικραίνετο, όταν άνθρωποι έξω του ωραίου εσωτερικού-εκκλησιολογικού του κόσμου του προσήπτον την μομφήν του οψίμου φίλου. Εθεωρούσε τούτο, ως άδικον στίγμα και το υπέμενε καρτερικώς μετά σιωπώσης καρδίας. Αρκούσεν εις αυτόν η θεωρία των Εκκλησιολογικών Μυστηρίων και η σταθερά πορεία των παραδεδομένων.
Έτρεφε εκτίμησιν και σέβας απέραντον προς το Πρόσωπον του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου. Ετίμα τον άνδρα και ανεγνώριζε τα πολλά Του χαρίσματα. Καί επ’ αμοιβαιότητι Ούτος αντιδώριζεν εις τον μακαριστόν Ιεράρχην πατρικήν στοργήν εκ της Πατριαρχικής του καρδίας και φιλίαν άδολον και καρδιακήν.
Ο,τι επίστευεν, ο,τι εφρόνει, ο,τι εκήρυττεν, ο,τι έζη και επροσδοκούσεν διά την Εκκλησίαν απετυπώθη εφ’ άπαξ, αλλά διαπαντός, εις τον μνημειώδη και συμβολικής σημασίας λόγον του εις την θρόνικήν εορτήν της Κωνσταντινοπολίτιδος Εκκλησίας κατά το 2007 έτος. Εκεί θα ανατρέχουν οι παρόντες και οι επιγενόμενοι διά να μανθάνουν κωδικοποιητικώς τι εστίν και πως διάγει, πόθεν και που οδεύει η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, η κοινή Μήτηρ και τροφός του γένους των Ορθοδόξων.
Κατακλείων την υπόχρεων αυτήν και πενιχράν αναφοράν της Μητρός Εκκλησίας εις τον πολύν Ιεράρχην Αυτής, τον παραδιδόμενον εις το έλεος και την ανείκαστον χάριν του Τρισαγίου Θεού και την μνήμην της Εκκλησίας διαβιβάζω την λύπην της εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας διά το δυσαναπλήρωτον του κενού της απουσίας του και την ευχήν, όπως Κύριος αναπαύων αυτόν εν χώρα ζώντων αναδείξη Επισκόπους εις τον αμπελώνα Αυτού του διαμετρήματος και της περιωπής του προκειμένου νεκρού.
Αιωνία και ευλογητή Αυτού η Μνήμη!