Η ψήφιση του νόμου για το σύμφωνο συμβίωσης μεταξύ ομόφυλων ατόμων προκάλεσε αρκετές συζητήσεις στην ελληνική κοινωνία, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν με βάση τις αρχές της ηθικής. Και ενώ υπήρχε ως φαινομενική αφετηρία η «ηθική» της Εκκλησίας, εν τούτοις ακόμη προβληματιζόμαστε πώς διατυπώνονται απόψεις τόσο αντίθετες και αλληλοσυγκρουόμενες.
Φαίνεται λοιπόν ότι υπάρχει ένα πρόβλημα ως προς το περιεχόμενο αυτού που χαρακτηρίσαμε αφετηριακά ως «ηθική» της Εκκλησίας και επιπλέον μια δυσκολία κατανόησης του τι ακριβώς εκφράζει.
Λανθασμένα η «ηθική» ταυτίζεται με τον ηθικισμό. Με ένα σύστημα δηλαδή συμπεριφοράς, το οποίο ταυτίζεται με τους «καθώς πρέπει» οι οποίοι βέβαια δεν είναι δήθεν αμαρτωλοί αλλά «καθαροί» και τέλειοι ενώ φαίνεται ότι γι’ αυτούς δεν ισχύει η ευχή του αγίου Εφραίμ «Κύριε Βασιλεύ, δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου».
Με ευκολία μάλιστα οι εραστές αυτής της «ηθικής της καθαρότητας» κρίνουν, κατακρίνουν, κατηγορούν, στιγματίζουν και τους διαφεύγουν οι λόγοι του Αποστόλου Παύλου: «ή αλλήλους δάκνετε και κατεσθίετε, βλέπετε μη υπ’ αλλήλων αναλωθείτε» (Γαλάτας Ε΄ 15) αλλά και «ο δοκών εστάναι βλεπέτω μη πέση» (Α΄ Κορ. 10, 12).
Οι λόγοι αυτοί οι προσευχητικοί και αποστολικοί απευθύνονται σε όλους εκείνους οι οποίοι αγωνίζονται, αμαρτωλοί όντες, ώστε να μην καταναλώνονται σε κρίσεις και επικρίσεις για έργα και αμαρτίες άλλων ανθρώπων αλλά να αγωνίζονται για τη δική τους σωτηρία σε αντίθεση προς την ηθικιστική προσέγγιση της ηθικής των εραστών εκείνων οι οποίοι κρίνουν, επικρίνουν, κατηγορούν και στιγματίζουν όλους τους άλλους εκτός από τους εαυτούς τους.
Γιατί θεωρούν τους εαυτούς τους ως δικαστές των ανθρώπων και προσπαθούν να ποινικοποιήσουν την κάθε μορφής αμαρτία, ώστε να επιβεβαιώσουν τη δήθεν «καθαρότητα» του βίου τους και τη δική τους αναμαρτησία, και λησμονούν ότι για την Εκκλησία είναι και αυτοί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων αμαρτωλοί και πεπτωκότες, αφού όλοι είμαστε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο άνθρωποι της αμαρτίας και της πτώσης.
Εξαιτίας αυτής της επιλήσμονης τάσης τους ξεχνούν οι εραστές της «ηθικής καθαρότητας» και της συμπεριφοράς ότι σε ολόκληρη την εκκλησιαστική παράδοση υπάρχει μια διάκριση πολύ σημαντική και ουσιαστική. Ο κάθε αμαρτωλός είναι κτίσμα και δημιούργημα του Θεού και ως τέτοιο εισάγεται στην Εκκλησία ώστε να καταστεί μέσα από τη μετάνοια και τη συγχώρεση άγιος, δηλαδή τέκνον και φίλος Θεού. Είναι η μόνη διαδικασία που δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να απελευθερωθεί από κάθε τι το οποίο τον καθιστά αμαρτωλό, γι’ αυτό και προσεύχεται «άφες ημίν τα οφειλήματα ημών ως και ημείς αφιέμεν τοις οφειλέταις ημών» (Ματθ. Στ΄, 12). Απελευθερώνεται από τα δεσμά της αμαρτίας συγχωρώντας πρώτιστα τους άλλους αμαρτωλούς, δίνοντάς τους χώρο (συν-χωρεί) για σωτηρία και δεν τους καταδιώκει, ούτε τους στιγματίζει, γι’ αυτό και όλους τους αμαρτωλούς μέσα στην Εκκλησία τους σεβόμαστε και τους τιμούμε και τους αγαπούμε και τους αποδεχόμαστε.
Μόνο οι «καθαροί» λιθοβολούν τους αμαρτωλούς. Οι συνειδητοποιημένοι αμαρτωλοί δεν λιθοβολούν τους άλλους αμαρτωλούς αλλά τους συν-χωρούν και τους αγαπούν και κηρύττουν: «και την αμαρτίαν αυτών ου μη μνησθώ έτι». Υπενθυμίζω απλά τον τρόπο με τον οποίον η Εκκλησία συγχωρεί και αγκαλιάζει τον αμαρτωλό. Η περίπτωση του αγίου Διονυσίου, ο οποίος συγχώρεσε τον φονιά του αδελφού του, δεν απαίτησε την ποινικοποίηση των αμαρτωλών, δεν εξέφρασε καμία μνησικακία, δεν απέκλεισε από την αγιότητα κανέναν, ακόμη και έναν φονιά, αλλά του έδωσε την δυνατότητα της μετάνοιας (αλλαγής της στάσης ζωής του) και της συν-χώρησης (ένταξης στο χώρο Της). Γι’ αυτό και ο Χριστός αντινομικά προέτρεψε «ο αναμάρτητος υμών πρώτος τον λίθον βαλέτω» (Ιω. Η΄, 7). Δεν αποδέχεται την αμαρτία αλλά αγκαλιάζει και προστατεύει τον αμαρτωλό.
Έτσι άλλωστε ερμηνεύεται και το οξύμωρο του λόγου, «ου δε επλεόνασεν η αμαρτία, υπερπερίσσευσεν η χάρις» (Ρωμ. Ε΄, 20), δηλαδή η αγάπη, η ελευθερία, η αμνησικακία, η συγχωρητικότητα.
Σοφά η Ιερά Σύνοδος δεν κατηγόρησε κανέναν ως αμαρτωλό, δεν έθεσε την αμαρτία σε διαβάθμιση, δεν απέκλεισε κανένα στην πορεία προς την αγιότητα, θεώρησε όμως ως ποιμαντική της υποχρέωση να επισημάνει την αντίθεσή της προς κάθε μορφή «συμβίωσης», η οποία αντιστρατεύεται ή αποδυναμώνει ως πρότυπο ζωής και συν-βίωσης τη λειτουργικότητα της οικογένειας, αλλοτριώνει και αμαυρώνει τον μυστηριακό χαρακτήρα του ιερολογούμενου γάμου.
Η Εκκλησία ως ο χώρος της αγάπης και της ελευθερίας δεν μπορεί να επιζητά τον θάνατον του αμαρτωλού αλλά δίνει τη δυνατότητα εις το «επιστρέψαι και ζην αυτόν»!
Άρθρο του Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου στην «Καθημερινή»