Το μήνυμα του Μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικόλαου για το Τριώδιο 2014:
Ἠ Κυριακὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου εἶναι σημαδιακὴ μέρα γιὰ τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔτος, καθὼς προσδιορίζει ἀκριβῶς τὴν ἔναρξη μιᾶς μεγάλης καὶ κατ᾿ ἐξοχὴν πλούσιας σὲ εὐκαιρίες καὶ ἀφορμὲς μετανοίας περιόδου τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ Τριωδίου.
Δέκα ἑβδομάδες. Οἱ πρῶτες τρεῖς, τὸ προκαταρκτικὸ Τριώδιο, καὶ οἱ ἑπόμενες ἑπτὰ ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή.
Στὴν κορυφὴ αὐτῆς τῆς ἀναβάσεως βρίσκεται ἡ μεγάλη γιορτὴ ποὺ ὅλοι μας ἤδη ἀπὸ τώρα κάπως ὀσφραινόμεθα καὶ ποὺ στὸ βάθος τῆς ψυχῆς μας ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ αὐτὴν προσδοκοῦμε, ἡ γιορτὴ τοῦ Πάσχα, τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.
Ἡ περίοδος τοῦ Τριωδίου ὀνομάζεται «πύλη τῆς μετανοίας», πόρτα ἀπὸ τὴν ὁποία κανεὶς περνάει καὶ εἰσέρχεται στὸ μυστήριο τῆς μετανοίας, τὸ ὁποῖο εἶναι τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀγάπης Του καὶ τοῦ ἐλέους Του, καὶ τὸ μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου, τῆς πτώσεως καὶ τῆς ἀναστάσεώς του.
Μᾶς δίνει τὴν ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου ἡ μετάνοια. Δὲν εἶναι ἕνα μηχανικό, τεχνικὸ γεγονός, ἀλλὰ εἶναι κάτι βαθὺ καὶ μυστικό.
Ἡ Ἐκκλησία ἔρχεται στὴν περίοδο αὐτὴ τῆς μετανοίας νὰ μᾶς ἀποκαλύψει τὶς κρυφὲς γωνιές τοῦ ἑαυτοῦ μας, νὰ μᾶς φανερώσει τὰ μυστικὰ τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, ἀλλὰ καὶ τὰ μυστικά, ὅσα μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε, τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὸ τὸ ἐπιτυγχάνει μὲ ποικίλους τρόπους ἀλλὰ καὶ μ᾿ αὐτὲς τὶς Κυριακές, οἱ ὁποῖες σὰν ἄλλοι κρίκοι συναπαρτίζουν τὴν ἁλυσίδα τῶν ἀφορμῶν τῆς μετανοίας.
Οἱ δύο Κυριακὲς ποὺ προηγοῦνται τῆς Κυριακῆς τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου καὶ τοῦ Ἀσώτου, εἶναι οἱ Κυριακὲς τοῦ Ζακχαίου καὶ τῆς Χαναναίας.
Καὶ οἱ τέσσερις αὐτὲς εὐαγγελικὲς περικοπὲς εἶναι περικοπὲς μετανοίας, οἱ ὁποῖες μᾶς παρουσιάζουν ἁπτὰ παραδείγματα, εἴτε ὑπὸ μορφὴ γεγονότων, εἴτε ὑπὸ μορφὴ διδακτικῶν παραβολῶν.
Τὸ πρῶτο στοιχεῖο τὸ ὁποῖο μᾶς δείχνουν εἶναι τὸ πῶς ἡ μετάνοια πηγαίνει, ὄχι ἐκεῖ ποὺ ἡ λογικὴ φαντάζεται, ἀλλὰ ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ὁ ἀνυποψίαστος χαρακτήρας τοῦ ἐρχομοῦ τῆς χάριτος.
Ποιός θὰ περίμενε ὅτι μέσα ἀπὸ τὸ πλῆθος θὰ ξεχώριζε ὁ Κύριος τὸν Ζακχαῖο, τὸν τελώνη, τὸν ἁμαρτωλό, αὐτὸν ὁ ὁποῖος εἶχε κακιά φήμη γιὰ τὴν σκληρότητά του;
Ποιός θὰ περίμενε ὅτι πάλι θὰ ἀγνοοῦσε τελικὰ ὁ Κύριος τὴν σύσταση καὶ τὴν ὑπόδειξη τῶν μαθητῶν καὶ θὰ ὑπήκουε σὲ μιὰ ἀλλογενῆ γυναῖκα, τὴν Χαναναία, γιὰ νὰ τῆς ἐπιτελέσει τὸ θαῦμα, καθὼς αὐτὴ προβάλλοντας τὴ δική της μετάνοια, ζητοῦσε τὴν θεραπεία τῆς κόρης της;
Ποιός θὰ περίμενε ὅτι ὁ γεμᾶτος ἀπὸ ἔργα ἀγαθὰ καὶ τοῦ νόμου Φαρισαῖος, ἀλλὰ καὶ φουσκωμένος ἀπὸ τὸν ἐγωισμό του, δὲν θὰ δικαιωνόταν, ἀλλὰ ἕνας ἄλλος τελώνης, ὁ τελώνης τῆς παραβολῆς, θὰ ἔφευγε ἀπὸ τὸν ναὸ δικαιωμένος;
Ποιός τέλος θὰ μποροῦσε νὰ φαντασθεῖ ὅτι τὸ καλὸ παιδὶ τοῦ πατέρα, ὁ πρεσβύτερος υἱός, θὰ ἔχανε στὴν τελικὴ στροφή τὸν μισθὸ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ τὸν κέρδιζε αὐτὸς ὁ ὁποῖος κατασπατάλησε τὴν περιουσία του μὲ τὴν ἀσωτεία του καὶ μὲ τὴν ἁμαρτία του;
Δὲν θὰ τὸ ὑποψιαζόμασταν. Ἐμεῖς πιστεύουμε ὅτι τὰ δῶρα τῆς μετανοίας καὶ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ συνήθως χαρίζονται σ᾿ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἔχουν κατὰ κάποιο τρόπο τὸ λοῦστρο τῆς ἐξωτερικῆς καθαρότητος.
Ἔρχεται ὅμως ἡ Ἐκκλησία νὰ μᾶς πεῖ ὅτι ὄχι! Τὸ ἔδαφος τῆς μετανοίας δὲν εἶναι τὰ ἐξωτερικὰ ἔργα, ἀλλὰ εἶναι τὰ μυστικὰ βιώματα.
Εἶναι ὁ κρυμμένος ἄνθρωπος, αὐτὸς ποὺ δὲν φαίνεται στοὺς ἄλλους καὶ ποὺ τὸν βλέπει ὅμως ὁ Θεὸς καὶ τὸν ἐπιβραβεύει μὲ ποικίλους τρόπους.
Ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑποψιαζόμαστε οὔτε ἐμεῖς, ἐνδεχομένως οὔτε καὶ οἱ ἴδιοι -ὁ Ζακχαῖος δὲν θὰ εἶχε τέτοια ὑποψία ἀσφαλῶς-, τὸν ἐρχομὸ τῆς χάριτος, ἐκεῖ ἀγαπᾶ ὁ Θεὸς νὰ φωλιάζει κι ἐκεῖ προχέεται ἡ χάρις Του. Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο στοιχεῖο τῆς μετανοίας, τὸ ἀνυποψίαστον τῆς χάριτος.
Αύτὸ ἀποτελεῖ συνήθως ἐχέγγυο ταπεινοφροσύνης τέτοιας, ἡ ὁποία εἶναι δεκτική, ἑλκυστικὴ τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ πάνω στὸν ἄνθρωπο.
Ἂς δοῦμε κι ἕνα δεύτερο, τὸ ὁποῖο ἀναδύεται μέσα ἀπὸ κάποιες μικρὲς λεξοῦλες ποὺ ὑπάρχουν σ΄ αὐτὲς τὶς εὐαγγελικὲς περικοπές. Στὴν περικοπὴ τοῦ Ζακχαίου ἀναφέρεται ὅτι «τῇ ἡλικίᾳ μικρὸς ἦν» (Λουκ. ιθ’ 3).
Ἡ Χαναναία λέει στὸν Κύριο ὅτι «καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίουσι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης» (Ματθ. ιε’ 27). Καὶ στὴν παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου διαβάζουμε ὅτι ὁ τελώνης «μακρόθεν ἑστὼς» (Λουκ. ιη’ 13).
Ὅλες αὐτὲς οἱ λέξεις ἐκφράζουν τὴν συστολὴ τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ὄχι τὸ θράσος, ὄχι τὸν ἀέρα. Ὁ πρῶτος, ὁ Ζακχαῖος, ἦταν μικρὸς στὸ ἀνάστημα καὶ αὐτὸ τὸν δυσκόλευε νὰ δεῖ τὸν Κύριο.
Ὁ Θεὸς ὅμως δίνοντάς του αὐτὸ τὸ μειονέκτημα τοῦ ἔδωσε τὴν ἀφορμὴ νὰ ζήσει προσωπικὰ τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας.
Στὴ δεύτερη περίπτωση ἡ ὀλιγάρκεια αὐτῆς τῆς γυναίκας, τῆς Χαναναίας, ὅτι, δηλαδή, ἐδέχθη νὰ εἶναι σὰν ἕνα σκυλάκι, ἀποδέχθηκε τὴν περιφρόνηση τῶν μαθητῶν, φιλοξένησε στὴν ψυχή της ἀκόμη καὶ τὴν ἀπόρριψη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀπάντησε στὸν ἴδιο τὸν Κύριο -ποῦ τὸ βρῆκε τὸ θάρρος καὶ τὴ δύναμη;- μ᾿ αὐτὸν τὸν ἀποστομωτικὸ τρόπο, «ναί, Κύριε, κι ἐγὼ εἶμαι ἕνα σκυλάκι, ἀλλὰ καὶ τὰ σκυλάκια τρῶνε, ὄχι ἀπὸ τὰ περισσεύματα, ἀλλὰ τὰ ψιχουλάκια ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ τραπέζι».
Καὶ ὁ τελώνης, ἐνῶ ἤθελε νὰ εἶναι κοντὰ στὸν Θεό, «μακρόθεν ἕστη». Ἐνῶ ἡ ψυχή του ἤθελε νὰ Τὸν βλέπει, δὲν εἶχε τὸ κουράγιο νὰ σηκώσει τὸ βλέμμα του ἐπάνω Του• ἐνῶ εἶχε τόση ἀνάγκη νὰ ἀνοιγεῖ πρὸς τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ, ἐστρέφετο μέσα στὸν ἑαυτό του καὶ ἔτυπτε τὸ στῆθος του.
Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ τῶν περικοπῶν καὶ τῶν παραβολῶν, ποὺ ἀναφέραμε, μπόρεσαν νὰ θεωρήσουν τὸν ἑαυτό τους ἀνάξιο, ἀνίκανο γιὰ τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ καὶ γι᾿ αὐτὸ πῆγε ὁ Θεός πρὸς αὐτούς. Ἔχοντας αὐτὸ τὸ δεύτερο ἐχέγγυο τῆς ταπεινοφροσύνης ἔκανε τὴν ἐπίσκεψη τῆς χάριτός Του.
Ὑπάρχει κι ἕνα τρίτο στοιχεῖο ποὺ βγαίνει ἀπὸ αὐτὲς τὶς περικοπές. Εἶναι ἡ κινητικὴ διάθεση τῆς ψυχῆς. Δὲν ἔμειναν σὲ μιὰ ἀκρούλα.
Ὁ Ζακχαῖος σκαρφάλωσε στὸ δενδρο γιὰ νὰ δεῖ. Ἡ Χαναναία ἔτρεξε καὶ πῆγε στὴν Ἱεριχώ, ὅπου ἦταν ὁ Κύριος. Ὁ τελώνης ἀνέβηκε στὸ ναὸ ὅπου βρίσκονταν οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ἔτσι νόμιζε ὁ ταπεινὸς αὐτὸς τελώνης.
Καὶ τέλος αὐτὸς ὁ ἄσωτος πῆρε τὰ πόδια του καὶ ἀκολούθησε τὸν δρόμο τῆς ντροπῆς, τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, ὁ ὁποῖος ὅμως ἦταν τελικὰ ὁ δρόμος τῆς δόξης καὶ ὁ δρόμος τῆς συναντήσεώς του μὲ τὸν Θεό.
Τὰ παραδείγματα αὐτὰ μᾶς δείχνουν τὰ τρία βασικὰ στοιχεῖα τῆς μετανοίας ποὺ προανέφερα: τὸ πρῶτο εἶναι τὸἀνυποψίαστον τῆς χάριτος, τὸ δεύτερο ἡ συστολὴ τῆς ταπεινώσεως, καὶ τὸ τρίτο εἶναι ἡ κίνηση τῆς ἐπιθυμίας, ἡ διάθεση νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς κάτι.
Ὑπάρχει κι ἕνα τέταρτο. Κι αὐτὸ εἶναι ἡ ὑπέρβαση τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Χαναναία ἐξῆλθε τῶν ὁρίων αὐτῆς, ὁ Ζακχαῖος ἀπέδωσε εἰς τετραπλοῦν τὰ ὅσα εἶχε ὑπεξαιρέσει ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους.
Ὁ ἄσωτος δέχθηκε νὰ μὴν εἶναι στὸ σπίτι τοῦ πατέρα του υἱός, ἀλλὰ νὰ τοῦ πεῖ «ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου» (Λουκ. ιε’ 19), δέξε με στὸ σπίτι σὰν ἕνα δοῦλο, δὲν θέλω κἂν νὰ εἶμαι παιδί σου γιατί τὰ ἔκανα χάλια, κατασπατάλησα τὴν περιουσία σου.
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ μετανοεῖ ἔχει τὴ διάθεση νὰ ὑπερβεῖ λίγο τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ κάνει τὰ παραπάνω, τετραπλᾶ νὰ ἀποδώσει, ὅλη του τὴ ζωὴ νὰ προσφέρει, τὶς συνήθειές του νὰ καταστρέψει, τὰ πάντα νὰ κάνει.
Κι ἔρχεται ὁ Θεὸς καὶ ἀντιπροσφέρει τὰ δῶρα τῆς μετανοίας. Στὸν πρῶτο, στὸν Ζακχαῖο, τὸ δῶρο ἦταν ἡ ἐπίσκεψη στὸ σπίτι του. Στὴ δεύτερη περίπτωση τῆς Χαναναίας, ἦταν τὸ θαῦμα τῆς κόρης της.
Στὴν τρίτη περίπτωση, ἡ δικαίωση τοῦ τελώνου, «κατέβη δεδικαιωμένος» (Λουκ. ιη’ 14). Καὶ τέλος, τὸ μεγάλο δῶρο στὸν ἄσωτο ἦταν ὁ ἐναγκαλισμός, τὸ τραπέζι, ὁ μόσχος ὁ σιτευτός, τὸ δαχτυλίδι, ἡ καινούργια στολή, τὸ πανηγύρι.
Αὐτὰ εἶναι οἱ καρποὶ τῆς μετανοίας. Αὐτὸ εἶναι τὸ Πάσχα γιὰ τὸ ὁποῖο ἐμεῖς ἀγωνιζόμαστε.
Ἂς ξενικήσουμε τὴν πορεία περνῶντας ἀπὸ τὴν πόρτα, τὴν πύλη τῆς μετανοίας, ποὺ εἶναι ἡ Κυριακὴ τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου μ᾿ αὐτὴν τὴν ἀπόφαση.
Νὰ εἴμαστε λίγο ταπεινοί, ἀνυποψίαστοι γιὰ τὸν ἑαυτό μας ὅτι θὰ ἔλθει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἂς ἔχουμε τὴν ἐλπίδα κι ἂς ἀρκεσθοῦμε σὲ μιὰ γωνιά, ἔχοντας ὅμως τὴν ἐλπίδα τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ.
Τὸ ἔλεος ζητοῦσε ὁ τελώνης, τὸ ἔλεος ζητοῦσε καὶ ἡ Χαναναία. Ἂς κάνουμε τὸν ἀγῶνα μας. Ἀγώνας εἶναι τὸ Τριώδιο. Ἀγώνας εἶναι ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ἀγώνας εἶναι ἡ νηστεία.
Ἀγώνας εἶναι ὁλόκληρη ἡ ζωή μας. Τὸ μερίδιο τοῦ ἀγῶνα μας νὰ τὸ συνεισφέρουμε κι ἐμεῖς. Ἂς ἀγαπήσουμε λίγο, ὄχι συμβατικά, ὄχι μὲ τὰ μέτρα μόνο τῆς λογικῆς μας -καὶ ἡ ἀνθρώπινη ἀγάπη ὅταν εἶναι αὐθεντικὴ δὲν ἔχει λογική, πόσο μᾶλλον ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ πρέπει κι αὐτὴ νὰ ξεπερνᾶ τὰ μέτρα τοῦ ὀρθοῦ λόγου.
Τότε ὁ Θεὸς θὰ χαρίσει καὶ σὲ μᾶς, στὸ τέλος αὐτῆς τῆς περιόδου, τὴν πανήγυρη τοῦ Πάσχα. Θὰ μᾶς κάνει τὴν ἐπίσκεψη στὸν οἶκο τῆς ψυχῆς μας, θὰ δώσει τὸ θαῦμα τῆς δικῆς μας Ἀναστάσεως, θὰ μᾶς χαρίσει τὴ δικαίωση ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ τέλος θὰ μᾶς φιλοξενήσει στὴν πανηγυρικὴ πασχάλιο τράπεζα τῆς ἑορτίου ἡμέρας τῆς Ἀναστάσεως ὅπου εὐχόμεθα ἐκ βαθέων, ὅλοι νὰ συναντηθοῦμε, κανεὶς νὰ μὴ λείψει.
Μὲ τὸ πνεῦμα αὐτὸ στὴν ἀρχὴ τοῦ Τριωδίου ἐπιτρέψτε μου νὰ εὐχηθῶ καλὴ πορεία γιὰ νὰ γιορτάσουμε καὶ ὅλοι μαζί, ὅπου κι ἂν βρισκόμαστε, τὴν εὐλογία τῆς πνευματικῆς Ἀναστάσεως καὶ μέσα στὴν καρδιά μας. Ἀμήν.