Από μακριά, μοιάζουν με ένα στρατό μυρμηγκιών. Από νωρίς το πρωί, δεκάδες γυναίκες αρχίζουν να πηγαινοέρχονται σκυφτές, λυγίζοντας κάτω από το μεγάλο βάρος των φορτίων που κουβαλούν. Νέες και ηλικιωμένες, έχουν ήδη πιάσει δουλειά. Είναι εκείνες που αποκαλούνται οι γυναίκες- μουλάρια στο Μαρόκο. Και σηκώνουν στους ώμους τους το βάρος της επιβίωσης των οικογενειών τους.
Πολλές μεταφέρουν πακέτα σε μέγεθος πλυντηρίου. Ανηφορίζουν με κόπο το λόφο μέχρι το συνοριακό σταθμό που χωρίζει το Μαρόκο από τη Μελίγια, το ισπανικό έδαφος στην Αφρική. Ανάμεσά τους, άνδρες με κίτρινα καπέλα- κάποιοι από αυτούς με ζώνες στα χέρια που τις χρησιμοποιούν σαν μαστίγια- προσπαθούν να ελέγξουν το πλήθος των γυναικών, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία όμως.
«Πρέπει να φάνε τα παιδιά μου», λέει στους New York Times μία από τις γυναίκες, η Ρκία Ράμντα, που βλέπει το πανδαιμόνιο γύρω της και βουρκώνει. «Τι να κάνω; Πρέπει να δουλέψω». Οι φράχτες που είναι απέναντί της αποτελούν το χώρισμα ανάμεσα στον πλούτο της Ευρώπης και την απελπισία της Αφρικής. Κάθε τόσο, επίδοξοι μετανάστες προσπαθούν να τους περάσουν. Οι γυναίκες-μουλάρια τους παρακολουθούν από μακριά και συνεχίζουν τη δική τους πορεία.
Πρόκειται για γυναίκες που ζουν στην περιοχή γύρω από τη Μελίγια. Το μόνο τους προνόμιο είναι πως δεν χρειάζονται βίζα για να περάσουν τα σύνορα. Ετσι, τις τελευταίες δύο δεκαετίες, το εκμεταλλεύονται, μεταφέροντας αγαθά από το ισπανικό έδαφος, στο Μαρόκο. Ρούχα, χαρτικά, μικρές ηλεκτρονικές συσκευές φορτώνονται στην πλάτη τους. Κουβαλώντας τα, παίρνουν μόλις τρία ευρώ για την κάθε διαδρομή. Αν είναι τυχερές, φτάνουν στα 10 ευρώ. Αλλά οι περισσότερες δεν βγάζουν περισσότερα από 15-20 ευρώ την εβδομάδα.
Κάθε χρόνο φτάνουν στο λιμάνι της Μελίγια αγαθά αξίας περίπου 300 εκατομμυρίων, με προορισμό το Μαρόκο και την υπόλοιπη Αφρική. Πριν από αυτό όμως, οι γυναίκες θα τα μεταφέρουν στην πλάτη τους, ή θα προσπαθήσουν να τα τσουλήσουν στο λόφο, για περίπου 400 μέτρα, ώστε οι Μαροκινοί έμποροι να γλιτώσουν τους φόρους. Κάθε πακέτο που περνά στη χώρα με τα χέρια, θεωρείται αποσκευή, οπότε είναι και duty free.
Τους τελευταίους μήνες όμως οι γυναίκες- μουλάρια έχουν αποκτήσει ανταγωνιστές. Νεαροί και γυμνασμένοι άνδρες τις εμποδίζουν και τις σπρώχνουν, ώστε να αναλάβουν εκείνοι τη δουλειά. «Μας κάνουν τη ζωή δύσκολη. Η δουλειά έχει γίνει τόσο επικίνδυνη, που φοβάμαι ότι θα σπάσω κανένα χέρι ή πόδι», λέει η Ράμντα, μητέρα τεσσάρων παιδιών με τυφλό σύζυγο.
Τα σύνορα ανοίγουν μόνο τέσσερις ημέρες την εβδομάδα. Ακόμη και τότε, δεν είναι σίγουρο πως οι γυναίκες που μαζεύονται εκεί θα καταφέρουν να βρουν ένα πακέτο να μεταφέρουν. Η ισπανική φρουρά έχει πάντα διαθέσιμο ένα ασθενοφόρο στο σημείο. Είναι πολλές φορές που έχει χρειαστεί. Εκείνοι δεν μπορούν να κάνουν πολλά. Συνήθως έχουν βάρδιες μόλις επτά ατόμων και απλά επιτρέπουν στα φορτία να περάσουν, αλλά ο έλεγχος είναι στα χέρια των μαροκινών αρχών, που δεν συμφωνούν να κατασκευαστεί μεγαλύτερος συνοριακός σταθμός ώστε να αποφεύγεται ο συνωστισμός που μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνος. Ετσι την τάξη επιβάλλουν οι άνδρες με τα κίτρινα καπέλα, υπάλληλοι των μεταφορικών εταιρειών που περιμένουν τα αγαθά τους στην άλλη πλευρά.
Οι γυναίκες- μουλάρια δεν έχουν το περιθώριο να φοβηθούν όμως. Οι περισσότερες συντηρούν τις οικογένειές τους, που ζουν σε κατεστραμμένα σπίτια. Δεν ξέρουν να γράφουν ή να διαβάζουν και νιώθουν ευτυχισμένες αν καταφέρουν να φάνε ένα γεύμα την ημέρα.
Η Ράμντα έχει μία κόρη. Στη σκέψη μόνο πως μπορεί να μπει και εκείνη σε αυτή τη δουλειά, η γυναίκα βουρκώνει. «Αυτή δεν είναι ζωή», λέει και ήσυχα τρίβει το γόνατό της για να το ανακουφίσει από το συνεχή πόνο. Και απλά ελπίζει πως κάποια στιγμή, η τύχη της θα αλλάξει.