Καιρό τώρα γνώριζα την ασχολία του αρχιμανδρίτη πατέρα Νεκτάριου Δρόσου, του αρχιερατικού επιτρόπου της Περιφέρειας Αγιάς, με τη μελισσοκομία. Μου το είχε αναφέρει πολλές φορές όταν βρισκόμασταν και πάντα μου έδινε την εντύπωση πως αυτή η ενασχόλησή του ήταν κάτι ξεχωριστό, κάτι πολύ ιδιαίτερο και ενδιαφέρον γι’ αυτόν.
Του ζήτησα να επισκεφτούμε μαζί κάποια στιγμή τα μελίσσια του και δεν μου το αρνήθηκε. Γρήγορα η ευκαιρία βρέθηκε.
«Πρόσφατα, χρόνος δεν πέρασε, ενεκρίθη η διατριβή σας στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Πως και ασχολείσθε και τώρα με χειρονακτική θα έλεγα δύσκολη εργασία» τον ρωτάω και η απάντηση αμέσως μου επιβεβαιώνει τη λατρεία που είχα διαπιστώσει πως έχει για τις μέλισσες. «Η αγάπη μου προς τη “μελισσουργία” είναι θαυμασμός» μου απαντά. «Η τεχνική της συνάδει με τη φιλοσοφία της σχολής μας, δεδομένου μάλιστα ότι κλάδος του Πανεπιστημίου μας ερευνά επιστημονικά τη μελισσοκομική τέχνη ερμηνεύοντας κατά το δυνατόν τη ζωή των μελισσών. Άλλωστε, η φιλοσοφική συμπεριφορά του “Βασιλείου” μιας κυψέλης είναι αξιοθαύμαστη στάση ζωής και αποτελεί νομίζω πρότυπο ζωής για όλους ως κοινωνική ανθρωπολογία. Σήμερα, με τις τόσες δυσκολίες και τις αντίξοες συνθήκες του περιβάλλοντος που θανατώνουν τις μέλισσες, αυτά που χαρακτηρίζουν και καθιστούν αξιομνημόνευτο το “μελίσσειον” είναι η λιτότητα, η εργασία και η χαρούμενη – θυσιαστική κοινή ζωή της κυψέλης». «Μιας ιεραρχικά τέλεια οργανωμένης κοινοβιακής συγκατοίκησης» μου επισημαίνει με νόημα αναπολώντας ίσως τις στιγμές του μοναχισμού του στο Άγιο Όρος ή προσδοκώντας την επιστροφή κάποτε σ’ αυτό.
Τον βλέπω με τι επιμέλεια ανοίγει την κυψέλη, πως εκστασιάζεται κρατώντας τις κηρύθρες. Τις παρατηρεί ευλαβικά και μου λέει «Τα προχριστιανικά και βυζαντινά χρόνια, οι συγγραφείς περιγράφουν την οργανωμένη κοινωνία – ιεραρχία, τη νοημοσύνη, εργατικότητα και καθαριότητα των μελισσών». «Αλήθεια» του λέω «από πότε αναφέρεται η μελισσοκομία;». «Στον ελλαδικό χώρο από το 2800πΧ, από την εποχή του Χαλκού» μου απαντά και συνεχίζει «Ισχυρές πηγές – μαρτυρίες αναφέρουν ότι ο Αριστοτέλης γνώριζε τον “Χορό των μελισσών” πολύ πριν… από την περιγραφή τουKarl von Frisch, η οποία του χάρισε το βραβείο Nobel το 1973. Ο “Μελιττών” του 5ου πΧ αιώνα στην Αττική αριθμούσε 20.000 σμήνη και ο “φροντιστής μελιού” ήταν επάγγελμα σημαντικό για να αναφέρεται σε επιγραφές (Γραμμική Β’) το μέλι, το κερί και ο “μελίτειος οίνος” (κρασί από μέλι)».
«Χρόνια πολλά συνεχούς έρευνας της ιστορίας της Αγιάς» τον ρωτάω «βρήκατε ποτέ γραφές που να μας δίνουν στοιχεία για την παραγωγή μελιού στην περιοχή;». «Τα οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα – Tahrir» μου λέει «κατέγραφαν τις φορολογήσιμες πληθυσμιακές μονάδες, όπως εστίες – νοικοκυριά, εργένηδες, χήρες εφόσον αυτές διατελούσαν αρχηγοί εστιών, και κατόπιν αναλυτικά τις φοροπροσόδους κάθε οικισμού, όπως σιτάρι, κριθάρι, κεχρί, βίκο, λινάρι, αμπέλια, καρυδιές, πρόβατα, κήπους, χοίρους, φρούτα, φόρους νερόμυλων, λίμνης κατ’ αποκοπήν, δηλαδή ψάρια σε μικρές λίμνες, λόγου χάρη «Βάλτος» Αγιάς, βαμβάκι, δεκάτη περιβολιών, φόρος βαρελιού δηλαδή κρασί, κουκιά και… δεκάτη μελισσίων. Στο κατάστιχο, λοιπόν, ΜΜ10, που χρονολογείται το ΑΗ 859, δηλαδή το 1454/55 μΧ, παρουσιάζεται η αναλυτική, mufassal, καταγραφή του σαντζακίου των Τρικάλων, μέρος του οποίου ήταν 13 χωριά της Αγιάς και ένας οικισμός. Η μελέτη των καταστιχώσεων σε σχέση με την εκτροφή μελισσών στα χωριά της Αγιάς, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στην περιοχή του Δωτίου Πεδίου “ζούσαν” 2097 κυψέλες μελισσών. Αν και γνωρίζουμε τη δεκάτη ως μονάδα φορολόγησης των σιτηρών, δεν έχουμε στοιχεία υπολογισμού της δεκάτης των μελισσών. Αν δηλαδή οι φοροεισπράκτορες υπολόγιζαν τον φόρο με βάση τα κιλά, το βάρος δηλαδή του μέλιτος, ή με τον αριθμό των κυψελών. Επειδή την εποχή της σουλτανείας του Μωάμεθ Β’ (1444 – 1446, 1451 – 1481) ο φόρος των προβάτων αντιστοιχούσε σε έναν ακτσέ ανά τρία κεφάλια, και ένα ακτσέ ανά κεφάλι οικόσιτου χοίρου, θέλω να πιστεύω ότι μία κυψέλη μελισσών στην υπό εξέταση εποχή ήταν ισότιμη με την αξία ενός οικόσιτου χοίρου. Επομένως, βάσει των στοιχείων που έχουμε, μπορούμε να πούμε ότι στα οχτώ χωριά πέριξ της Αγιάς καλλιεργούνταν 1029 μελίσσια και στα τρία παρακάρλια χωριά, λόγω του νερού και της πλούσιας ανθοφορίας, 1068 μελίσσια. Συνολικά, εκτροφή 2097 μελισσιών».
Τελειώνοντας την κουβέντα μαζί του και αφού ολοκληρώνεται και η παράλληλη ξενάγησή μου στα αγαπημένα του μελίσσια, του ζητώ να μου πει αν η εργασία της μελισσουργίας έχει προβλήματα σήμερα. «Ο σύγχρονος “Μελισσάρις” δεν μοιάζει με τον Βυζαντινό, του οποίου το κάθε “κουβέλι”, όπως ελέγετο η κυψέλη στον Αλμυρό Μαγνησίας, προστατεύονταν από τον νόμο» μου λέει και υπογραμμίζει «Σήμερα, δυστυχώς, ισχύει “ο κλέψας του κλέψαντος”. Επίσης, σήμερα η μελισσοκομία ως επάγγελμα δεν ενθαρρύνει νέους παραγωγούς λόγω αρνητικών συνθηκών περιβάλλοντος». «Όταν, όμως, οι μέλισσες» μου επισημαίνει «δεν θα μπορούν να ζήσουν στη γη, ο δικός μας θάνατος θα προκληθεί… αυτοδίκαια…».
*δημοσιευμένο και στην εφημερίδα “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ“