Ανακοίνωση με αφορμή πρόσφατη δήλωση του Πάπα για τη «μεγάλη έκρηξη» αλλά και τη «θεωρία της εξελίξεως» εξέδωσε το Γραφείο επί των Αιρέσεων και των Παραθησκειών της Μητρόπολης Πειραιώς.
Σε αυτή γίνεται σχολιασμός και σε αναφορές καθημερινής εφημερίδας για την Εκκλησία και τη δημιουργία του Σύμπαντος.
Αναλυτικά η ανακοίνωση: «Μεγάλη αίσθηση στην παγκόσμια επιστημονική κοινότητα προκάλεσε πρόσφατη δήλωση (27.10.2014) του πάπα Φραγκίσκου Α΄ στην «Ποντιφική Ακαδημία των Επιστημών» (27-10-2014), ο οποίος, μεταξύ των άλλων, αναφέρθηκε σε δύο επιστημονικές θεωρίες, την «θεωρία της μεγάλης Έκρηξης», («bigbag»), που προσπαθεί να εξηγήσει την απαρχή της δημιουργίας του κόσμου και την γνωστή, από την εποχή του Δαρβίνου, «θεωρία της εξελίξεως», της οποίας την αναβίωση επανέφερε στο προσκήνιο της επιστημονικής επικαιρότητος ομάδα συγχρόνων ερευνητών. Όπως αναφέρει σχετικό δημοσίευμα της ημερήσιας εφημερίδος των Αθηνών «Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ» (φ. 8.11.2014), με συντάκτη τον κ. Σπύρο Μανουσέλη και με τίτλο:
«Καμιά διένεξη μεταξύ Θεού και Δαρβίνου;», ο Ρωμαίος Ποντίφικας, ομιλών στην ως άνω «Ακαδημία» δήλωσε ότι «η μεγάλη έκρηξη, που θεωρείται σήμερα η απαρχή του κόσμου, δεν είναι ανακόλουθη με την επέμβαση ενός θεϊκού δημιουργού. Απεναντίας την απαιτεί. Η εξέλιξη της φύσης δεν αντιφάσκει με την έννοια της δημιουργίας, διότι η εξέλιξη προϋποθέτει τη δημιουργία όντων, που εξελίσσονται. Ο Θεός δημιούργησε τα έμβια όντα και τα άφησε να εξελιχτούν σύμφωνα με τους εσωτερικούς νόμους που Αυτός έδωσε στο καθένα, ώστε από μόνα τους να αναπτυχθούν και να επιτύχουν την πληρότητα της ύπαρξής τους»!
Σχολιάζοντας ο συντάκτης τις δηλώσεις του κ. Φραγκίσκου διερωτάται: «έχει άραγε δίκιο ο πάπας όταν διατείνεται ότι η θεϊκή Δημιουργία είναι απολύτως συμβατή με όλες τις εξελικτικές διεργασίες στη φύση;». Στη συνέχεια διαπιστώνει πως «οι όντως βαρυσήμαντες δηλώσεις του σημερινού πάπα έρχονται, φαινομενικά τουλάχιστον, σε ρήξη με την καθιερωμένη εκκλησιαστική παράδοση, που εδώ και αιώνες επέβαλε την απόρριψη – ενίοτε και την καταδίκη – κάθε αμιγώς φυσικής – επιστημονικής εξήγησης σχετικά με τη δημιουργία του Σύμπαντος και την εξέλιξη της ζωής πάνω στη γη». Κάνει λόγο για «ιστορική παρέμβαση» του πάπα Φραγκίσκου, ο οποίος «υποδεικνύει σαφώς πως όχι μόνο είναι μάταιο, αλλά και εξαιρετικά επιβλαβές για τη χριστιανική θρησκεία το να αμφισβητεί τις κατακτήσεις της σύγχρονης επιστήμης». Μέμφεται επίσης την «καθολική εκκλησία», η οποία «αποδέχεται κατόπιν εορτής – και εφόσον είναι αναγκασμένη – τις κυρίαρχες επιστημονικές εξηγήσεις αναφορικά με το “πως” συνέβησαν ή συμβαίνουν κάποια φυσικά φαινόμενα». Τέλος διατυπώνει και τη δική του άποψη για «το θρησκευτικό συναίσθημα», το οποίο κατ’ αυτόν, «εξηγείται» από την «Νευροθεολογία», η οποία εντάσσεται στη θεωρία της εξελίξεως, αφού «η βιολογική εξέλιξη, μέσω της φυσικής επιλογής, ενίσχυσε την προδιάθεσή μας για θρησκευτική πίστη»!
Κατ’ αρχήν τόσον η «θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης (BigBag)», όσον και η «θεωρία της εξελίξεως», αποτελούν απλές θεωρίες και όχι αδιάσειστα και αναντίρρητα επιστημονικά πορίσματα. Αν ρίξουμε μια ματιά στην ιστορική πορεία της επιστήμης, από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα, θα διαπιστώσουμε, ότι εκείνο που κατ’ εξοχή την χαρακτηρίζει είναι, ότι συνεχώς μεταβάλλεται στις επιστημονικές της παραδοχές. Συνεχώς νέες επιστημονικές θεωρίες έρχονται να ανατρέψουν παλαιότερες και νέα επιστημονικά δεδομένα να αναθεωρήσουν παλαιότερα. Αυτά που μέχρι χθες ήταν η τελευταία λέξη της επιστήμης, σήμερα δεν ισχύουν πλέον, ή ισχύουν εν μέρει, διότι τα νέα δεδομένα με τα νέα σύγχρονα και τελειότερα τεχνικά μέσα, που έχουμε στη διάθεσή μας, μας δίδουν μια ακριβέστερη εικόνα του επιστητού. Και αυτά που σήμερα θεωρούνται ως η τελευταία λέξη της επιστήμης, αύριο, μετά από μερικά χρόνια, θα θεωρηθούν ως ξεπερασμένα και ως μη ισχύοντα εν μέρει, ή εν όλω.
Το βασικό αυτό χαρακτηριστικό γνώρισμα της επιστημονικής έρευνας ισχύει ασφαλώς και προκειμένου περί των δύο ως άνω «θεωριών». Ειδικότερα εις ό, τι αφορά το ερώτημα περί της απαρχής του κόσμου, την «θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης (BigBag)», την οποία διετύπωσε ο μεγάλος Βέλγος κοσμολόγος A. Lemaitre(1894-1966), διαδέχθηκε η «θεωρία της συνεχούς δημιουργίας»,την οποία διετύπωσε προ 60ετίας περίπου ο Fr. Hoyle. Αλλά και αυτή την θεωρία στη συνέχεια διαδέχθηκε μια άλλη θεωρία, η «θεωρία του παλλομένου σύμπαντος», την οποία διετύπωσε το 1965 ο Al. Sandage. Σε μια μεταγενέστερη εργασία του το 1974 ο ως άνω επιστήμων θέτει το εξής πολύ σημαντικό ερώτημα: «Ποία από τας θεωρίας αυτάς είναι ακριβής;… Δεν έχομεν απάντησιν επ’ αυτού. Πολλά νέα όργανα και τεχνικαί, επινοηθέντα ηλεκτρονικά εργαλεία και ηλεκρονικοί εγκέφαλοι προς ανάλυσιν του πλήθους των πολυπλόκων δεδομένων, θα μας δώσουν απάντησιν εντός των προσεχών 25 ετών, δυνατόν δε και συντομώτερον».[1] Δύο νεώτεροι Γάλλοι αστρονόμοι, ο S. Groueffκαι ο J. Cartier, καθώς σχολιάζουν τα επιστημονικά πορίσματα του A. Lemaitre παρατηρούν: «Εν τούτοις ο Lemaitre δέχεται ότι η αρχή του κόσμου ερμηνεύεται ως μια ‘έναρξις απρόσιτος’ ως μια έναρξις, η οποία δεν ημπορεί να πλησιασθή ούτε με την σκέψιν… Ο Θεός κρύπτει τον εαυτόν του μέσα εις την έναρξιν, εις την απαρχήν της δημιουργίας».[2] Εδώ ο Lemaitre, ως αληθής επιστήμων, ομολογεί σαφέστατα την αδυναμία του να προσεγγίσει με καθαρά επιστημονική μέθοδο την γενεσιουργό αιτία,στην οποία οφείλεται η έναρξις του σύμπαντος. Το μόνο που μπορεί να πει είναι ότι «μέσα εις την έναρξιν», «την απαρχήν της δημιουργίας», κρύβεται ο ίδιος ο Θεός. Ο Lemaitre γνωρίζει τα όρια της επιστήμης, (τα οποία δεν τολμάει να υπερβεί), και ότι πέρα από αυτά τον λόγο έχει πλέον όχι η επιστήμη, αλλά η πίστις.
Την ίδια ιστορική πορεία παρατηρούμε και προκειμένου περί της «θεωρίας της εξελίξεως». Δεν είναι του παρόντος να αναπτύξουμε την πορεία της θεωρίας αυτής, την οποία περιγράφει μ’ ένα θαυμάσιο τρόπο στο εξαίρετο σύγγραμμά του με τίτλο «Κόσμος. Εξέλιξις ή δημιουργία; Τυχαιότης, ή απερινόητος σκοπιμότης; Φυσική επιλογή, ή πάνσοφος Θεία Πρόνοια;», ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ. κ. Σεραφείμ. Στην εν λόγω επιστημονική διατριβή του ο Σεβασμιώτατος περιγράφει με άριστο τρόπο, πως αναπτύχθηκε η ιδέα της εξελίξεως κατά την προχριστιανική περίοδο, στη συνέχεια από της διαδόσεως του Χριστιανισμού μέχρι της Μεσαιωνικής Περιόδου, και από το τέλος του Μεσαίωνος μέχρι των ημερών μας. Κατόπιν παραθέτει τους πολέμιους της «θεωρίας» αυτής, καθώς και τις προσπάθειες των συγχρόνων εξελικτικών για την αναβίωσή της. Εν τέλει δε στο τελευταίο 5ο κεφάλαιο παρουσιάζει κάποιες συμπληρωματικές επιστημονικές αποδείξεις περί του αβασίμου της «θεωρίας της εξελίξεως», της τυχαιότητος και της φυσικής επιλογής, με τις οποίες κυριολεκτικά κονιορτοποιεί την θεωρία αυτή και καταλήγει στο συμπέρασμα, μαζί με πλειάδα πολλών άλλων επιστημόνων, ότι «ο Δαρβινισμός είναι προϊόν καθαράς φαντασίας και ανήκει εις την ιστορίαν, όπως και το έτερον περίεργον του παρελθόντος αιώνος, η Εγελιανή Φιλοσοφία. Ότι η υπόθεσις της εξελίξεως των όντων εν γένει και ιδιαιτέρως της καταγωγής του ανθρώπου από άλλου ζώου είναι χίμαιρα, υπόθεσις ψευδής και μωρά, μη έχουσα ουδεμίαν επιστημονική νυπόστασιν».[3]
Μέμφεται επίσης ο αρθρογράφος την καθολική «εκκλησία» ότι ήταν και είναι «μονολιθική» και ότι αναγκάζεται να δέχεται εκ των υστέρων τα πορίσματα της επιστήμης. Αυτό είναι αλήθεια, διότι δεν υπήρξε και δεν υπάρχει στην ιστορία του ανθρωπίνου πνεύματος, αυταρχικότερος θεσμός από τον Παπισμό, ο οποίος ευθύνεται για την δριμύτατη αντίθεσή του σε κάθε επιστημονική ανακάλυψη και τους πάμπολλους διωγμούς συγκεκριμένων επιστημόνων. Όμως δεν κάνει τον κόπο να ξεχωρίσει τον αιρετικό Παπισμό και την απόφυσή του τον Προτεσταντισμό από την Ορθοδοξία μας, τη γνήσια και ανόθευτη έκφραση του Χριστιανισμού, την αληθινή Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού, η οποία δεν ευθύνεται με διωγμούς και σκοταδισμούς. Το αντίθετο μάλιστα, οι θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας μας είδαν την επιστήμη ως εκκλησιαστική λειτουργία. Ως μελέτη και έρευνα των κτιστών δημιουργημάτων του Θεού. Ως δοξολογία του ανθρώπου μπροστά στα μεγαλεία του παντοδυνάμου και πανσόφου Δημιουργού. Είδαν την επιστήμη ως θεραπαινίδα του ανθρώπου, ο οποίος είναι εικόνα του Θεού. Αλλά πώς να ξεχωρίσει την «ήρα από το σιτάρι», αφού ο ίδιος είναι θιασώτης της «Νευροθεολογίας», για την οποία είχαμε κάνει εκτενή λόγο σε προηγούμενη ανακοίνωσή μας;
Περαίνοντας την σύντομη αυτή αναφορά μας, υπογραμμίζουμε για μια ακόμη φορά, ότι η αληθής επιστήμη είναι δώρο του Θεού στον άνθρωπο, σύμφωνα με τον θεόπνευστο λόγο της Γραφής: «Και αυτός (ο Θεός) έδωκεν ανθρώποις επιστήμην ενδοξάζεσθαι εν τοις θαυμασίοις αυτού» (Σοφία Σειράχ.38,6). Η επιστήμη μελετώσα και ερευνώσα την καταπληκτική αρμονία, σκοπιμότητα και τάξη του υλικού σύμπαντος όχι μόνον δεν μας απομακρύνει από την πίστη, αλλά αντιθέτως οδηγεί κάθε απροκατάληπτο άνθρωπο στην δοξολογία του Θεού, σύμφωνα με τον λόγο του προφήτου «Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα» (Ψαλμ.18,1). Δυστυχώς αδυνατεί να κατανοήσει ο κ. Μανουσέλης και οι ομόφρονες του, δέσμιοι ποικίλων αθεϊστικών κοσμοθεωριών και αντιλήψεων, ότι το θεόπνευστο βιβλίο της Γενέσεως δεν είναι επιστημονικό, αλλά θεολογικό σύγγραμμα.
Ο θεόπνευστος συγγραφέας της Γενέσεως, όταν περιγράφει την δημιουργία του κόσμου, δεν ομιλεί με επιστημονική, αλλά με απλή και συγχρόνως θεολογική γλώσσα. Ο σκοπός του είναι να οδηγήσει τον αναγνώστη στην βασική και θεμελιώδη δογματική αλήθεια της πίστεώς μας, ότι ο κτιστός κόσμος που μας περιβάλλει, ούτε άπειρος είναι, ούτε αυθύπαρκτος. Δεν είναι απόρροια της ουσίας του Θεού, αλλά αποτέλεσμα της βουλήσεώς Του. Το σύμπαν, όσο μεγάλο και απέραντο και αν μας φαίνεται, έχει όρια και πέρατα. Έχει επίσης χρονική αρχή και οφείλει την ύπαρξή του στις άκτιστες δημιουργικές ενέργειες ενός υπέρτατου, πανσόφου και παντοδυνάμου Όντος, του αγίου Τριαδικού Θεού. Η Εκκλησία δεν φοβάται την αντικειμενική και απαλλαγμένη από ιδεολογικές προκαταλήψεις επιστημονική έρευνα, της οποίας τα πορίσματα ουδέποτε μέχρι τώρα ήρθαν σε αντίθεση με την διδασκαλία της.
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών
[1]Δημ. Κωτσάκη, Καθηγητού Παν. Αθηνών, Οι πρωτοπόροι της επιστήμης και η γένεσις του κόσμου, Αθήναι 1976, σελ. 132.
[2]Δημ. Κωτσάκη…ο.π. σελ.133-134.
[3]Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιώς κ. Σεραφείμ, «Κόσμος. Εξέλιξις ή δημιουργία; Τυχαιότης, ή απερινόητοςσκοπιμότης; Φυσική επιλογή, ή πανσοφος Θεία Πρόνοια;», Πειραιεύς 2012, σελ.56.».