Συμπληρούνται ήδη, συν Θεώ, έντεκα έτη από της εκδημίας του μακαριστού Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κυρού Παντελεήμονος Χρυσοφάκη, ανδρός εκκλησιαστικού και φιλοπάτριδος, εναρέτου και δοκιμωτάτου περί την Θεολογία, την Εκκλησιολογία και την θύραθεν παιδεία, εποικοδομητικού και συγχωρητικού προς ένα έκαστο των πιστών.
Ως Ιεροκήρυξ της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης ο Μακαριστός Γέρων υπηρέτησε την επαρχία του Λαγκαδά μετά του Αρχιμανδρίτου Σπυρίδονα Τραντέλη (μετέπειτα Μητροπολίτου Λαγκαδά), με τον οποίο υπήρξαν φίλοι και είχαν συνυπηρετήσει ως ιεροκήρυκες, καθώς η επαρχία ανήκε την εποχή εκείνη εις τα όρια της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης.
Ο Παντελεήμων Β Χρυσοφάκης (κατά κόσμον Νικόλαος) εγεννήθη την 8η Ιανουαρίου του έτους 1925 στην Αθήνα.
Υπήρξε το έκτο κατά σειρά τέκνο του Μιχαήλ και της αρχοντίσσης και ευγενεστάτης Ασημίνας, το γένος Αδάμη.
Με το πέρας των γυμνασιακών του σπουδών εισήλθε το έτος 1942 και σε ηλικία 17 ετών στην Θεολογική Σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία απεφοίτησε την 5η Φεβρουαρίου του 1949.
Tό έτος 1950 κείρεται μοναχός στην Ιερά Μονή του Τιμίου Σταυρού της Ιεράς Μητροπόλεως Εδέσσης και Πέλλης λαβών το όνομα Παντελεήμων προς τιμήν του Γέροντός του Μητροπολίτη Εδέσσης και Πέλλης Παντελεήμονα (Παπαγεωργίου, μετέπειτα Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης).
Ως ακολούθως, την 23η Ιουλίου του έτους 1950 χειροτονείται διάκονος στον Ιερό Ναό Υπεραγίας Θεοτόκου Χρυσοσπηλαιωτίσσης από τον Μητροπολίτη Εδέσσης και Πέλλης Παντελεήμονα (Παπαγεωργίου). Στην αίτησή του, με σκοπό να ενταχθεί στις τάξεις του Ιερού κλήρου, ανέφερε χαρακτηριστικά: «παιδιόθεν φλέγομαι υπό του ιερού ζήλου να καταταγώ εις τον άγαμον κλήρον και να προσφέρω τας ταπεινάς μου υπηρεσίας εις την Μητέραν Εκκλησίαν».
Ως βοηθός Ιεροκήρυκα της Ιεράς Μητροπόλεως Εδέσσης και Πέλλης υπηρέτησε από την 16η Ιουνίου 1950 έως και την 9η Ιανουαρίου 1951, οπότε και διορίστηκε τακτικός Ιεροκήρυκας της ίδιας Μητροπόλεως. Ακολούθως, την 15η Ιουνίου του 1951, εχειροτονήθη πρεσβύτερος λαβών και το οφίκκιον του Αρχιμανδρίτου στον Πάνσεπτο Ιερό Ναό του Αγίου Παύλου Ψαρών από τον Θεοφιλέστατο Επίσκοπο Ευρίπου κ. Αλέξιο (τον μετέπειτα Μητροπολίτη Ζακύνθου) τη σεπτή εντολή του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ.κ. Σπυρίδωνος. Εν συνεχεία όμως, όταν ο Μητροπολίτης Παντελεήμων Α (Παπαγεωργίου) μετατέθη στην Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, τον ηκολούθησε ως τακτικός Ιεροκήρυξ της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. Παράλληλα με το έργο του ιεροκήρυκος, κατόπιν προτάσεως της Γενικής Διευθύνσεως Θρησκευμάτων, δίδαξε στο Κατώτερο και Ανώτερο Εκκλησιαστικό Φροντιστήριο Θεσσαλονίκης.
Τη σχέση του Νικολάου Χρυσοφάκη με τον Μακαριστό Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα Α (Παπαγεωργίου) χαρακτήριζε πατρική αγάπη, στοργή και ανείπωτο ενδιαφέρον.
Στην μεταξύ τους αλληλογραφία συνήθιζαν να ομιλούν για πράγματα καθημερινά, αλλά και για τους βαθύτερους θρησκευτικούς και προσωπικούς τους προβληματισμούς.
Η χειρόγραφος αλληλογραγραφία τους αποτελεί τον αδιάψευστο μάρτυρα της αγλαοκάρπου συνεργασίας τους και της εκ βάθους καρδίας ειλικρινούς εκτιμήσεως του Σεβαστού Γέροντος προς τον νεαρό τότε Νικόλαο.
Σε κάποια από τις επιστολές αυτές διαφαίνεται η έντονος επιθυμία του Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Παντελεήμονος Α (Παπαγεωργίου) να χειροτονήσει τον Νικόλαο Χρυσοφάκη ως ακολούθως: «Η ωραία εικών που μου έστειλες με ηύρε πάσχοντα εις το κρεββάτι και πολύ με ανεκούφισε. Δεν είχον βέβαια ανησυχίαν περί της ασθενείας μου, επειδή το κρυολόγημα το επήρα εν τη ενασκήσει των καθηκόντων μου και αυτή η θυσία μου εγαλήνευε την ψυχήν. Είχον όμως έναν φόβον: μήπως φύγω από τον κόσμον αυτόν χωρίς να σε χειροτονήσω και τούτου ένεκα σε είχον πάντοτε εις τον νουν».
Κατόπιν προτάσεως της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και με έγκριση της Ιεράς Συνόδου επέτυχε διετή υποτροφία από την Γαλλική Κυβέρνηση για το ακαδημαϊκό έτος 1953-1954, με σκοπό ευρύτερες θεολογικές σπουδές.
Στη Γαλλία φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και εν συνεχεία στο Καθολικό Ινστιτούτο. Ταυτοχρόνως υπηρέτησε ευδοκίμως και αφιλοκερδώς ως εφημέριος και ιερατικός Προϊστάμενος στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Στεφάνου στο Παρίσι.
Στη διάρκεια των σπουδών του παρακολουθούσε τις παραδόσεις των μαθημάτων του ανελλιπώς.
Ο ίδιος, σοβαρός, κόσμιος, πιστός τηρητής των παραδόσεων του Ορθοδόξου Ελληνικού Κλήρου, πλήρης ενθέου ζήλου και ευσεβείας, κατέστη αντικείμενο αγάπης, σεβασμού, εκτιμήσεως και θαυμασμού.
Με το πέρας των μεταπτυχιακών του σπουδών, επανήλθε στην Ελλάδα το έτος 1955. Στον ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου-Καπνικαρέας ίδρυσε την πανεπιστημιακή λέσχη, με την έγκριση βεβαίως της πρυτανείας, και το γραφείο θρησκευτικής εξυπηρετήσεως των φοιτητών και των φοιτητριών, με σκοπό κυρίως την ηθική και υλική ενίσχυση αυτών.
Με έγκριση του Κεντρικού Συμβουλίου της Αποστολικής Διακονίας και προτάση του αειμνήστου Αρχιεπισκόπου κυρού Θεοκλήτου, από την 1η Νοεμβρίου του έτους 1957 έως και την 30η Σεπτεμβρίου του έτους 1960 διωρίσθη υποδιευθυντής και πνευματικός του Θεολογικού και φοιτητικού Οικοτροφείου της Αποστολικής Διακονίας.
Εν συνεχεία, κατόπιν της υποδείξεως της Ιεράς Αρχιεπισκοπής, διωρίσθη από τη Γενική Διεύθυνση Θρησκευμάτων καθηγητής Πνευματικής Οικονομίας του Ανωτέρου Εκκλησιαστικού Φροντιστηρίου της Ριζαρείου Σχολής, στην οποία για πέντε συναπτά έτη δίδαξε τα μαθήματα της Τελετουργικής και Εξομολογητικής.
Από της ιδρύσεώς του έως και το 1965 δίδαξε ως καθηγητής στο Πνευματικό Φροντιστηρίο των Θεολόγων, το οποίο στεγαζόταν στην Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Πεντέλης τα μαθήματα της Ρητορικής, Λειτουργικής, Τελετουργικής, Ερμηνείας, Περί Ιερών Κανόνων και Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων.
Την 18η Νοεμβρίου 1965 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος εκλέγει τον Παντελεήμονα Χρησοφάκη Μητροπολίτη Σάμου και Ικαρίας και ακολούθως την 20η Νοεμβρίου 1965 πραγματοποιήθηκε η χειροτονία του στον Ιερό ναό Αγίου Βασιλείου επί της οδού Μετσόβου.
Από την ημέρα της ενθρονίσεώς του, ο τύπος της εποχής τόνιζε κατ’ επανάληψη ότι η Σάμος απέκτησε ιεράρχη άξιο της ιστορίας της, του πολιτισμού της, του εκκλησιαστικού και μοναστηριακού της μεγαλείου, άξιο από πλευράς μορφώσεως, ποιμαντορικής ικανότητας, ρητορικής δεινότητος και αψόγου ιεροπρέπειας.
Οι Σάμιοι ευχαριστούσαν από καρδίας όλους τους Σεβασμιωτάτους Ιεράρχες, οι οποίοι εξέλεξαν με την ψήφο τους τον νέο Μητροπολίτη, καθώς πίστευαν ότι είχε τη διάθεση να εργασθεί στα έργα της αγάπης και να καταστεί στοργικός πατέρας όλων.
Έπί της αρχιερατείας του οι Ιερές Μονές Τίμιος Σταυρός, Μεγάλη Παναγία, Ζωοδόχος Πηγή, Βροντιανή Βουρλιωτών, Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και Αγίας Ζώνης ανεκαινίσθησαν εκ βάθρων και εξωραΐσθησαν. Έπιπλέον ανεκαινίσθησαν ο Ιερός Ναός Αγίου Ελευθερίου (1965), ο Ιερός Ναός της Ζωοδόχου Πηγής (1966), ο Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου (1966), ο Ιερός Ναός Αγίου Δημητρίου (1966) και το εξωκκλήσι του Αγ. Γεωργίου Μύλων (1970).
Επίσης, ανήγειρε και ετέλεσε τα εγκαίνια με ασυνήθη μεγαλοπρέπεια και επιβλητικότητα για τα δεδομένα της περιοχής του Ναϊδρίου του Προφήτου Ηλία το έτος 1969.
Ταυτοχρόνως το 1967 καθιέρωσε τον πρώτο εορτασμό της μνήμης του Αγίου Νεομάρτυρος Γεωργίου του εξ Εφέσου την Κυριακή του Παραλύτου (Δ Κυριακή από του Πάσχα) και στις 17 Μαΐου 1970 ετέθη ο θεμέλιος λίθος για την ανέγερση του ομωνύμου Ιερού Ναού του Αγίου στη Χώρα της Σάμου.
Στη Σάμο ίδρυσε Σχολή Βυζαντινής Μουσικής, Βυζαντινό Μουσείο, Γηροκομείο στο Καρλόβασι, ανήγειρε Πνευματικό Κέντρο, διατηρούσε πτωχοκομείο στον Ιερό Ναό Αγίου Χαραλάμπους και οικοτροφεία αρρένων και θηλέων.
Επιπλέον, το έτος 1968 συνέβαλε στην επέκταση και διαπλάτυνση του διαδρόμου προσγειώσεως και απογειώσεως του Πυθαγορείου αεροδρομίου.
Στη διάρκεια της άρχιερατείας του χαρακτηρίζεται επανειλημμένως ως ο ανύστακτος ποιμένας που επισκέπτεται πόλεις και χωριά, ο λειτουργών, ο εκφωνών λόγους, ο νουθετών και ευλογών όλους, ο περιτρέχων την ύπαιθρον ιδίαις αυτού δαπάναις, ο λειτουργών και κηρύττων τον λόγον του Χριστού επί τω σκοπώ της αισθήσεως του θρησκευτικού συναισθήματος, ο εφαρμόζων πιστώς τα βήματα του Θεανθρώπου, ο χρυσοποίκιλτος και φωτισμένος, που εδέσποζε στο μέσον της μεγαλοπρεπούς εκκλησίας της Μητροπόλεως.
Το έτος 1973 η σεπτή Εκκλησία της Ελλάδος τον διόρισε πρόεδρο επί της Αρχιγραμματείας της Ιεράς Συνόδου.
Το πολυσχιδές έργο του περιήλθε στην γνώση των Πατριαρχών, οι οποίοι τίμησαν τον Μητροπολίτη Σάμου.
Συγκεκριμένα, παράσημα του απένειμαν:
• Ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης και ο Μακαριώτατος Πατριάρχης Ιεροσολύμων το έτος 1972.
• Ο Σεβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος Θυατείρων κ. Αθηναγόρας του απένειμε τον Σταυρό της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Θυατείρων επί τη εκατονταετηρίδι Αυτής το έτος 1972.
• Ο Μακαριώτατος Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής Νικόλαος του απένειμε το ανώτερο παράσημο του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας το έτος 1973.
• Επίσης ετιμήθη με τον Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου Α , με τον Χρυσό Σταυρό του Οικουμενικού Πατριαρχείου, και το Μετάλλιο της χιλιετηρίδος του Αγίου Όρους.
Την 13η Ιουλίου του έτους 1974 ο από Σάμου και Ικαρίας Παντελεήμων εκλέγεται με την ομόφωνη απόφαση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης.
Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Μακαριστός Μητροπολίτης Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Διονύσιος, επιλέχτηκε όχι μόνο «ψήφοις κανονικαίς αλλά δια βοής των αγίων αρχιερέων».
Δείγματα της διακονίας του Παναγιωτάτου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ.κ. Παντελεήμονος ποικιλόμορφα και λαμπρά εμφανίζονται από την πρώτη στιγμή της εν Θεσσαλονίκη αρχιερατείας του. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ποιμαντορίας του ιδιαιτέρα βαρύτητα έδωσε στην καλλιέργεια της σχέσεως του ποιμνίου μετά των ποιμένων και της Εκκλησίας.
Αυτό επετεύχθη εν πρώτοις με την επακριβή τήρηση του λατρευτικού τυπικού της Ορθοδόξου Εκκλησίας, με την αναβίωση των ακολουθιών, οι οποίες βρίσκονταν στην λήθη, και τέλος με την ειλικρινή αγάπη και αφοσίωση στους Αγίους της Εκκλησίας.
Το πολυσχιδές Εκκλησιαστικό του έργο περιλαμβάνει την επαναφορά ιερών λειψάνων, την ίδρυση ναών, τις αγιοκατατάξεις, την μεταφορά ιερών κειμηλίων, τις χειροτονίες και πλείστα άλλα.
Συγκεκριμένα, ετέλεσε τα θυρανοίξια του δοκιμασθέντος από τους σεισμούς Ιερού Μητροπολιτικού Ναού Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά παρουσία πλήθους λαού την 13η Νοεμβρίου του έτους 1980.
Το μήνα Μάρτιο του 1979, ανεκαλύφθη η Κρύπτη του Μακεδονικού Αγώνος σε βάθος 3,5 περίπου μέτρων κάτω από την οροφή του Ιερού Βήματος του Ιερού Ναού Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.
Ακολούθως η τελετή των θυρανοιξίων της Κρύπτης ετελέσθη την 29η Μαΐου του έτους 1982.
Την προηγουμένη με ιδιαίτερες τιμές πραγματοποιήθηκε η μετακομιδή των λειψάνων των Μακεδονομάχων Αρχιερέων από τον Ι. Ναό του Αγίου Δημητρίου στον Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.
Το έτος 1978 ο Παναγιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων Β κατορθώνει, 1675 έτη μετά το μαρτύριο του Αγίου Δημητρίου, την επαναφορά στον χώρο του μαρτυρίου του της τιμίας και χαριτοβρύτου κάρας του, την οποία θα μπορούσαν στο εξής να προσκυνούν οι πιστοί της Θεσσαλονίκης.
Δύο έτη αργότερα, την 12ην Απριλίου του 1980, επέτυχε μετά από κοπιώδεις προσπάθειες την μετακομιδή των ιερών λειψάνων του Πολιούχου από την πόλη του San Lorenzo in Campo της Ιταλίας, γεγονός που οφείλεται κυρίως στην μελέτη της αρχαιολόγου-βυζαντινολόγου Μαρία Θεοχάρη, η οποία και ετιμήθη από την Ακαδημία Αθηνών.
Εν έτει 1979, χάρη στην αγάπη και τις επίμονες προσπάθειες του Παναγιωτάτου, αναβιώνει μετά από χιλιάδες χρόνια η Μεγάλη Εβδομάδα του Αγίου Δημητρίου στη γενέτειρά του Θεσσαλονίκη, κατά τη διάρκεια της οποίας ομιλούν για τον Άγιο διαπρεπείς μοναχοί και θεολόγοι.
Επίσης, καθιερώνει τον συνεορτασμό της Θεομήτορος μετά του Αγίου Δημητρίου, ο οποίος συντελεί στην κατ’ έτος μεταφορά θαυματουργών εικόνων της Θεομήτορος σε προσκύνηση και αγιασμό όχι μόνο των Θεσσαλονικέων αλλά σύμπαντος του λαού της Βορείου Ελλάδος.
Προνοία του Παναγιωτάτου Μητροπολίτου θεμελιώνεται η εγκαινιάζεται πλήθος νεόδμητων ναών, μερικοί εκ των οποίων είναι οι ακόλουθοι: της Παναγίας Δεξιάς, όπου ανήγειρε και ξενώνα φιλοξενίας παιδιών που πάσχουν από λευχαιμία και των συνοδών αυτών και σήμερα λειτουργεί παράλληλα και ως θεολογικό-φοιτητικό οικοτροφείο, του Ιερού Ναού της Αγίας Κυριακής Χαριλάου, της Παναγίας Ελευθερώτριας, των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, του Αγίου Χριστοφόρου, του Αγίου Νεκταρίου, του Αγίου Σπυρίδωνος, του Μ. Βασιλείου, του Αγίου Παντελεήμονος, των Τριών Ιεραρχών Χαριλάου, του Αγίου Αποστόλου Παύλου, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Σαράντα Εκκλησιών, του Ιερού Ναού Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, της Ιεράς Μονής Πανοράματος, της Αγίας Μαρίνης, του Ιερού Ναού Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, του Αγίου Φωτίου, της Μεταμορφώσεως-Γεννήσεως του Σωτήρος, της Οσίας Ξένης, του Αγίου Παντελεήμονος Πανοράματος και των Αγίων Πάντων των Θεσσαλονικέων. Επίσης, πλείστοι άλλοι επεκτάθηκαν, εξωραΐσθησαν και αγιογραφήθηκαν προς κάλυψη των αναγκών του ολοένα αυξανομένου χριστιανικού πλήθους.
Ταυτοχρόνως, όσον αναφορά το ζήτημα του Αγίου Γεωργίου-Ροτόντα, ο Ποιμενάρχης, διακηρύττει την αμετάκλητον απόφασή του προς άπόδοση του Ιερού Ναού σε λατρεία, το οποίο και επέτυχε. Παραλλήλως, θεωρώντας πανεθνική υπόθεση την ανέγερση του Ιερού Ναού προς τιμή των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, πέτυχε μετά από πολλές προσπάθειες και κοπιώδεις αγώνες την περάτωσή του.
Οι Σλαβικοί λαοί, οι ευεργετηθέντες από τους δύο αδελφούς, ανοικοδόμησαν πολλούς Ι. Ναούς προς τιμήν τους.
Στην Ελλάδα όμως η απόπειρα ανεγέρσεως Ι. Ναού έγινε μόνο μία φορά και έμεινε στα σχέδια.
Ως εκ τούτου την Κυριακή 12 Μαΐου 1985 ο Παναγιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ.κ. Παντελεήμων ο Β ἐγκαινίασε τον νεόδμητο και περικαλλή Ιερό Ναό των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, αποδίδοντας την οφειλόμενη εκκλησιαστική τιμή και εκπληρώνοντας το θρησκευτικό, εκκλησιαστικό, ιστορικό και εθνικό χρέος της ανεγέρσεως του μοναδικού στην Ελλάδα Ιερού Ναού προς τιμή των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου.
Μέσα σε τρία χρόνια ο Ναός οικοδομήθη, εγκαινιάσθη και παρεδόθη στους ευσεβείς Θεσσαλονικείς.
Επιπλέον, με ενέργειές του αφενός κατατάχθηκαν στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας οι Άγιοι Συμεών και Ευστάθιος, Αρχιεπίσκοποι Θεσσαλονίκης, ο Νικόλαος Καβάσιλας και ο Γρηγόριος Καλλίδης Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, αποδίδοντάς τους την οφειλομένη τιμή και τον δίκαιο έπαινο της Εκκλησίας και αφετέρου μετεκομίσθησαν, ανευρέθησαν και εναπετέθησαν λείψανα Αγίων, όπως τα λείψανα του Αγίου Δημητρίου, όπως ήδη ανεφέρθη, των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, της Αγίας Αικατερίνης στον φερώνυμο Ναό, του Αγίου Γεωργίου του Νεομάρτυρος του εν Ιωαννίνοις, της Αγίας Ανυσίας της εν Θεσσαλονίκη, του Αγίου Νέστορος, του Οσίου Δαυίδ του Αμυγδαλίτου, του Οσίου Ευθυμίου του Νέου, του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου, του Αγίου Ευσταθίου του Μεγαλομάρτυρος, της Αγίας Μακρίνης, του Αγίου Νικολάου του Νεομάρτυρος, στον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου Πολιούχου, και του Αγίου Βασιλείου του Ομολογητού, Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, στον Ιερό ναό Της Του Θεού Σοφίας, τα οποία παρέχουν στους πιστούς την χάρη και ευλογία τους.
Παραλλήλως, υπό την επίβλεψή του οργανώθηκαν 23 θεολογικά συνέδρια στην πόλη της Θεσσαλονίκης ως άκολούθως:
1. για τον Άγιο Δημήτριο και το μοναχικό ιδεώδες στις 11-13 Μαΐου 1980, 2. για τον Άγιο Συμεών, Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης τον Μυσταγωγόν, στις 15 Σεπτεμβρίου 1981, 3. για τον Άγιο Νικόλαο Καβάσιλα τον Χαμαετόν στις 17-20 Ιουνίου 1982, 4. για τον Άγιο Φιλόθεο Κόκκινο, Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως τον Θεσσαλονικέα, στις 14-16 Νοεμβρίου 1983, 5. για τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, στις 12-14 Νοεμβρίου 1984, 6. για τους Αγίους Κύριλλον και Μεθόδιον τους Θεσσαλονικείς Έλληνας, φωτιστάς των Σλάβων και απάσης της Ευρώπης, στις 10-15 Μαΐου 1985, 7. προς τιμήν των Νεομαρτύρων στις 17-19 Νοεμβρίου 1986, 8. προς τιμήν του Αποστόλου Παύλου στις 22-24 Νοεμβρίου 1987, 9. για τον Άγιον Ευστάθιον, Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, στις 7-9 Νοεμβρίου 1988, 10. προς τιμήν της Υπεραγίας Ενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας στις 15-17 Νοεμβρίου 1989, 11. προς τιμήν του Παμβασιλέως Χριστού στις 14-17 Νοεμβρίου 1990, 12. προς τιμήν του Αγίου Πνεύματος στις 11-14 Νοεμβρίου 1991, 13. προς τιμήν του Επουρανίου Πατρός στις 10-13 Νοεμβρίου 1992, 14. προς τιμήν της Μητρός ημών Ορθοδόξου Εκκλησίας στις 10-13 Νοεμβρίου 1993, 15. προς τιμήν του Μεγάλου Φωτίου στις 14-17 Νοεμβρίου 1994, 16. προς τιμήν του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου στις 14-17 Νοεμβρίου 1995, 17. προς τιμήν του Μεγάλου Αθανασίου Αλεξανδρείας στις 11-14 Νοεμβρίου 1996, 18. προς τιμήν του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης στις 11-14 Νοεμβρίου 1997, 19. προς τιμήν του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας στις 11-14 Νοεμβρίου 1998, 20. προς τιμήν του Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού στις 11-14 Νοεμβρίου 1999 21. προς τιμήν του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού στις 9-10 Νοεμβρίου 2000, 22. προς τιμήν του Αγίου Νεκταρίου Θαυματουργού Πενταπόλεως στις 15-16 Νοεμβρίου 2001, 23. προς τιμήν του Προφητάνακτος Δαυίδ στις 11-14 Νοεμβρίου 2002.
Αξίζει να αναφερθεί ότι επί Αρχιερατείας του Παναγιωτάτου Μητροπολίτου εβραβεύθη το εκκλησιαστικό περιοδικό της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ο Παλαμάς από την Ακαδημία Αθηνών, το έτος 1981.
Εκ παραλλήλου, όταν η κατάρρευση των υλιστικών καθεστώτων αποκαλύπτει τις πραγματικές διαστάσεις των επιμέρους σοβαρών προβλημάτων, οι Εκκλησίες των χωρών της Βαλκανικής γνωρίζουν την φιλάνθρωπο πρόνοια και μέριμνα του Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης.
Με πρωτοβουλία του οργανώνονται έρανοι, συγκεντρώνονται τρόφιμα, φάρμακα, και είδη πρώτης ανάγκης για τις Εκκλησίες της Σερβίας, της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας και της Ρωσίας.
Λόγω της αμοιβαίας εκτιμήσεως και αγάπης μεταξύ των επιφανών επισκεπτών της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης και του Παναγιωτάτου Ποιμενάρχου αυτής, την πόλη της Θεσσαλονίκης επεσκέφθησαν η Α.Θ.Π. ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κ.κ. Βαρθολομαίος, τα έτη 1997, 1999, 2000 και 2003, οι Πατριάρχες Βουλγαρίας κ.κ. Μάξιμος το έτος 1975, Αντιοχείας κ.κ. Ηλίας το έτος 1976, Σερβίας κ.κ. Γερμανός το έτος 1978, Αλεξανδρείας κ.κ. Παρθένιος εν έτει 1991, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ.κ. Χρυσόστομος εν έτει 1980, ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής κ.κ. Ιάκωβος, ο Αρχιεπίσκοπος Τσεχοσλοβακίας κ.κ. Δωρόθεος, καθώς και άλλοι προκαθήμενοι των Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Και οι Αγιορείτες Πατέρες έζησαν την Μητρόπολη της Θεσσαλονίκης κατά την μακρά Ποιμαντορία του ως χώρο στοργής, έναν χώρο που πάντα εύρισκαν κατανόηση, προστασία και βοήθεια.
Ως εκ τούτου πολύτιμα Θησαυρίσματα της Ορθοδοξίας, τα οποία επεσκέφθησαν την πόλη της Θεσσαλονίκης, είναι η Εικών και η Τιμία Ζώνη της Υπεραγίας Θεοτόκου και η Παναγία Τριχερούσα από την Ιερά Μονή Χιλανδαρίου το 1993.
Επίσης, εξ Αγίου Όρους ήλθαν στην Θεσσαλονίκη το έτος 1990 η Ιερά Κάρα του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου από την Ιερά Μονή Βατοπεδίου και τα Τίμια Δώρα των τριών Μάγων εις τον γεννηθέντα Χριστόν από την Ιερά Μονή Αγ. Παύλου.
Όλοι αυτοί οι θησαυροί της Ορθοδοξίας επεσκέφθησαν κατά καιρούς την Θεσσαλονίκη, για να προσφέρουν αφενός την ευλογία και χάρη τους στον λαό της πόλης και αφετέρου για να αποτελέσουν αδιάψευστους μάρτυρες της σχέσεως βαθειάς αγάπης και εκτιμήσεως του σεβαστού της Ποιμενάρχου με την κοινότητα του Αγιωνύμου Όρους.
Εκ παραλλήλου προς την ανωτέρω μνημονευθείσαν πολλαπλην προσφοράν, ίδρυσε το Εκπαιδευτικό και Πολιτιστικό Ίδρυμα της Ι.Μ.Θ. «Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς», το Αγιολογικό Κέντρο, την Σχολή Μετεκπαιδεύσεως Κληρικών και επέτυχε την επαναλειτουργία και ανασύσταση της Εκκλησιαστικής Παιδαγωγικής Ακαδημίας ως Ανωτέρας Εκκλησιαστικής Σχολής, αλλά και την Κρατική αναγνώριση της Σχολής Βυζαντινής Μουσικής.
Γενικότερα, ο Παναγιώτατος περιέρχεται την Μητρόπολη και την πόλη της Θεσσαλονίκης ιερουργώντας και κηρύττοντας σε κάθε ναό, επισκεπτόμενος και δεχόμενος απλούς πολίτες η εκπροσώπους των φορέων και των κοινωνικών ομάδων, καταγράφοντας τις αγωνίες και τους προβληματισμούς τους. Αξίζει να επισημανθεί οτι στην διάρκεια της αρχιερατείας του στην Θεσσαλονίκη, αυξάνεται σημαντικά και οι χειροτονίες διαδέχονται η μία την άλλη.
Επιβάλλεται αφενός με την ηγετική και ακτινοβολούσα προσωπικότητά του και αφετέρου δια της απλής και ταπεινόφρονος καρδίας του. Το κοινωνικό του έργο θα μπορούσε να συνοψιστεί εν τάχει στα ακόλουθα:
• Προέδρευε σε Κοινωφελή ιδρύματα, όπως στο Θεαγένειο Αντικαρκινικό Νοσοκομείο, στο Χαρίσειο γηροκομείο, στο Παπάφειο ορφανοτροφείο, στη Σχολή Τυφλών, στη Σχολή κωφαλάλων, στο ΚΕΠΕΠ «Ο Άγιος Δημήτριος», σε συμβούλια για την μάστιγα των ναρκωτικών και για τα ζητήματα των παλλινοστούντων και πλείστα άλλα.
• Προσέφερε αρωγή κατά τους σεισμούς του 1978, στη διάρκεια του οποίου μερίμνησε για τον λαό, τα ιδρύματα, τα νοσοκομεία, τους ναούς, τα μνημεία καθώς το φιλόπτωχο ταμείο, οι ξενώνες και τα συσσίτια γίνονται καταφύγια παρηγορίας.
• Οργάνωσε το κεντρικό Φιλόπτωχο ταμείο της Μητροπόλεως αλλά και τα κατά τόπους ενοριακά ταμεία, με σκοπό να συμβάλει στην πνευματική και υλική ανακούφιση των Θεσσαλονικέων και όχι μόνο. Από το φιλανθρωπικό ταμείο ενισχύονται οικονομικά οικογένειες κατά τις εορτές, αλλά και κάθε μήνα η ημέρα προς κάλυψη των βασικών βιοτικών τους αναγκών.
• Διένειμε δωρεάν καινούρια είδη ένδυσης, υπόδησης και ιματισμού.
• Παρείχε και οργάνωσε δωρεάν γεύματα-συσσίτια.
• Δημιούργησε και οργάνωσε ξενώνες απόρων και αστέγων.
• Παρείχε δωρεάν κατασκηνώσεις για παιδιά και εφήβους.
• Δημιούργησε φοιτητικές εστίες και παρείχε οικονομικά βοηθήματα σε φοιτητές – σπουδαστές.
• Συντηρούσε Ιδρύματα για φιλανθρωπικούς και κοινωνικούς σκοπούς, όπως Χαρίσειο
Γηροκομείο, Παπάφειο κ.α.
• Παρείχε υποτροφίες σε Έλληνες Φοιτητές που σπουδάζουν στο Εξωτερικό και Αλλοδαπούς Φοιτητές που σπουδάζουν στα Ελληνικά Πανεπιστημιακά Ιδρύματα, καλύπτοντας παράλληλα την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη σε όλες τις περιπτώσεις.
• Δημιούργησε και οργάνωσε Οικοτροφεία.
• Οργάνωσε εθελοντικές αιμοδοσίες.
• Διέθετε τράπεζα αίματος.
• Δημιούργησε το Κοινωνικό Ιατρείο με τη συμβολή επιφανών ιατρών της Θεσσαλονίκης.
• Παρείχε δωρεάν ιατρική βοήθεια για όλη την οικογένεια.
• Διοργάνωνε αντικαρκινικούς εράνους.
• Δημιούργησε την στέγη αγάπης, κοινωνικής και ανθρωπιστικής παρέμβασης για τα παιδιά που πάσχουν.
Ως εκ τούτου, ενεκαινιάσθη την 7η Ιανουαρίου 2004 υπό του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Χριστοδούλου • Θεολογικός-Φοιτητικός Ξενών-Οικοτροφείον, το οποίο υπήρξε και Φιλοξενείον παιδιών που πάσχουν από λευχαιμία με τους γονείς τους.
•Με τακτικές επισκέψεις στα νοσοκομεία, τα ορφανοτροφεία, τα κατά τόπους γηροκομεία, αλλά και κάθε είδους ίδρυμα της Μητροπόλεως αφενός ενημερωνόταν καθημερινώς για τα τρέχοντα ζητήματα, προσέφερε τη βοήθειά του και έδινε λύσεις, και αφετέρου τόνωνε και εμψύχωνε ηθικά και πνευματικά τους δοκιμαζόμενους συνανθρώπους μας.
• Σε διάφορες ενορίες κατόπιν εντολής του ανασυγκροτούνται η διοργανώνονται τα πνευματικά κέντρα, τα οποία παρέχουν δωρεάν φροντιστηριακά μαθήματα για όλες τις τάξεις του γυμνασίου και λυκείου, μαθήματα ξένων γλωσσών, βυζαντινής μουσικής και δωρεάν συμμετοχή σε ομάδες ποικίλου ενδιαφέροντος.
•Συμπαρίσταται υλικά και πνευματικά στις πολύτεκνες οικογένειες, τις οποίες ανταμείβει με κάθε αφορμή και σε κάθε ευκαιρία.
• Διοργάνωνε κάθε χρόνο μία η δύο εβδομάδες πριν τη γιορτή των Χριστουγέννων εράνους αγάπης, τα έσοδα των οποίων ουσιαστικά ενισχύουν τα φιλόπτωχα ταμεία.
Τέλος, αξίζει να αναφερθεί η καίρια συμβολή του στα ζητήματα της Μακεδονίας.
Ο ιδεολόγος του πατριωτισμού και του καθήκοντος, του χρέους και της αρετής εξεπλήρωνε το καθήκον εκ συναισθήσεως και αγάπης βαθυτέρας προς ο,τι διαιωνίζει η σύζευξη πνεύματος και αγιότητος, πολιτισμού και άνακαινίσεως πνευματικής.
Ως εκ τούτου καθιέρωσε ιερές συνάξεις αποκλειστικά υπό την αιγίδα του στις 15 Φεβρουαρίου 1994 στον Ιερό Ναό Της Του Θεού Σοφίας, στις 15 Φεβρουαρίου 1995 και στις 11 Οκτωβρίου 1995 στον Ιερό Ναό του Πολιούχου Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης με χιλιάδες συγκεντρωμένων κυρίως από όλη τη Βόρεια Ελλάδα, αλλά και σε συνεργασία με τον δήμο Θεσσαλονίκης στις 14 Φεβρουαρίου 1992 και στις 31 Μαρτίου 1994.
Με το όνομα Δημοκρατία της Μακεδονίας, με σύμβολο το αστέρι της Βεργίνας και με αλυτρωτικές «κορώνες» η Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας αναζήτησε τη δική της ταυτότητα και μία θέση στη διεθνή κοινότητα ως ανεξάρτητο κράτος. Ωστόσο, ο Παναγιώτατος με την αποφασιστική του στάση υποστηρίζει ότι η ονομασία Μακεδονία είναι αναμφίβολα ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά, η ιστορία της Μακεδονίας και η συγκεκριμένη ονομασία δεν είναι διαπραγματεύσιμη και ως πατρική ταυτότητα και κληρονομιά δεν δύναται να παραχωρηθεί σε τρίτους.
Τα συλλαλητήρια αυτά πέρασαν κυριολεκτικά στην Ιστορία, ως οι πιο σύγχρονες μαζικές και δυναμικές παρεμβάσεις του Ελληνισμού στη διεθνή πολιτική σκηνή!
Η μαζική συμμετοχή του λαού της Θεσσαλονίκης οφείλεται κυρίως στον Παναγιώτατο Ποιμενάρχη της, ο οποίος είχε την ικανότητα να εμπνέει τα πλήθη με την οσιότητα της πνευματικής και γεροντικής του μορφής, την οποία όμως χαρακτήριζε μία αδιάλλακτη αγωνιστικότητα μπροστά στο δίκαιο, που εν προκειμένω το δίκαιο αυτό αφορούσε στα δίκαια και δικαιώματα της Μακεδονίας. Τόλμησε, σήκωσε και έκρουσε με την ποιμαντορική του ράβδο την εξώθυρα του Αμερικανικού Προξενείου, για να παραδώσει ο ίδιος με σεντόρεια τη φωνή τα σχετικά ψηφίσματα.
Σεντορεία λοιπόν τη φωνή μετά από κάθε συλλαλητήριο, ο φλογερός Ιεράρχης της ποιμαινούσης Εκκλησίας των Θεσσαλονικέων έψαλλε τον Εθνικό Ύμνο και ενέπνεε το αγωνιστικό φρόνημα όλων.
Δεν θα ήτο υπερβολή να υποστηριχθεί ότι η φωνή του κατά τις ημέρες εκείνες υπήρξε σάλπισμα εγερτήριο υπέρ πίστεως και πατρίδος, για την εν Χριστώ αναγέννηση και την αφύπνιση της συνειδήσεως μυριάδων πιστών.
Γενικότερα, στη διακονία του λόγου του αποκαλύπτεται το έγκρυπτόμενο υψηλόφρο εθνικό του ιδεώδες. Δεν είναι τυχαίο ότι η πνευματοφόρος ανέλιξή του όλοκληρώνεται σε κάθε περίσταση με τον οιονεί κατακλύοντα τις δοξολογικές χοροστασίες Εθνικό Ύμνο.
Ο Παναγιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων Β ἀπῆλθε εκ των προσκαίρων την 9η Ιουλίου του έτους 2003, ημέρα Τετάρτη, σε ηλικία 78 ετών ευρισκόμενος στο Άγιον Όρος.
Απεβίωσε συνεπεία καρδιακής ανακοπής στο Κάθισμα της Παναγίας Πορταϊτίσσης της Ιεράς Μονής Ιβήρων του Αγιωνύμου Όρους.
Ως ακολούθως εξετέθη σε τριήμερο προσκύνημα, κατά το οποίο ετελείτο κάθε βράδυ αγρυπνία και το πρωί αρχιερατική θεία λειτουργία. Μέχρι την εξόδιο ακολουθία ανεγνώσθησαν νύχτα και μέρα Ευαγγελικά αναγνώσματα από τους ιερείς της Μητροπόλεως.
Η Εξόδιος Ακολουθία εψάλη την 12η Ιουλίου 2003 στον Ιερό Ναό Αγίου Δημητρίου, προεξάρχοντος του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου κυρού Χριστοδούλου.
Ξεκίνησε με το πέρας της Αρχιερατικής Θείας Λειτουργίας και ολοκληρώθηκε σε κλίμα βαθιάς συγκινήσεως.
Η κηδεία και η ταφή του σεπτού σκηνώματος πραγματοποιήθηκαν με τιμές αρχηγού κράτους.
Παρέστησαν εκπρόσωποι από όλα τα Πρεσβυγενή και Νεώτερα Πατριαρχεία. Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Τυρολόης και Σερεντίου Παντελεήμων ως εκπρόσωπος της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κ.κ. Βαρθολομαίου, ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Βαβυλώνος Θεοφύλακτος (Πατριαρχείο Αλεξανδρείας), ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βερροίας και Αλεξανδρέττας (Χαλεπίου) Παύλος (Πατριαρχείο Αντιοχείας), ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναζαρέτ Κυριακός (Πατριαρχείο Ιεροσολύμων), ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Σιναίας Αμβρόσιος (Πατριαρχείο Ρουμανίας), ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Νευροκοπίου Ναθαναήλ (Πατριαρχείο Βουλγαρίας).
Κατά την διάρκεια της Εξοδίου Ακολουθίας συγχοροστάτησαν μετά του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστοδούλου, οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες Δράμας Διονύσιος, Λαγκαδά Σπυρίδων, Σταγών και Μετεώρων Σεραφείμ, Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου Προκόπιος, Αλεξανδρουπόλεως Άνθιμος, Γρεβενών Στέργιος, Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου Νικόδημος, Ελευθερουπόλεως Ευδόκιμος, Κίτρους και Κατερίνης Αγαθόνικος, Διδυμοτείχου και Ορεστιάδος Νικηφόρος, Άρτης Ιγνάτιος, Βερροίας, Ναούσης και Καμπανίας Παντελεήμων, Ξάνθης και Περιθεωρίου Παντελεήμων, Καστορίας Σεραφείμ, Φθιώτιδος Νικόλαος, Δημητριάδος και Αλμυρού Ιγνάτιος, Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων Θεόκλητος, Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας Θεόκλητος, Σιδηροκάστρου Μακάριος, Κερκύρας και Παξών Νεκτάριος, Σταυροπηγίου Αλέξανδρος, Εδέσσης και Πέλλης Ιωήλ, Ζιχνών και Νευροκοπίου Ιερόθεος, Σερρών και Νιγρίτης Θεολόγος, Μιλήτου Απόστολος (Οικοιμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως), Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου Ανδρέας (Εκκλησία Κρήτης) και οι Θεοφιλέστατοι Επίσκοποι Θεουπόλεως Παντελεήμων (Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως),Ροδοστόλου Χρυσόστομος (Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως), Θερμών Δημήτριος (Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως) και Τράλλεων Ισίδωρος (Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως). Παρέστη επίσης αντιπροσωπεία εκ του Αγίου Όρους με επικεφαλής τον Καθηγούμενο της Ιεράς Μονής Ιβήρων Αρχιμ. Βασίλειο Γοντικάκη, πολλοί εκπρόσωποι των ξένων δογμάτων, σύσσωμος ο κλήρος της Ιεράς Μητροπόλεως, πλήθος μοναχών, μοναζουσών και κόσμου.
Ο μακαριστός Γέρων εναπετέθη σε τάφο προς αιωνίαν ανάπαυσιν εντός του περιβόλου του Ιερού Ναού Αγίου Δημητρίου κατόπιν επιθυμίας του ιδίου. Κατά την εναπόθεσή του στον τάφο, στρατιωτικό άγημα απέδωσε δια πυροβολισμών τις κεκανονισμένες τιμές. Το πλήθος καταφανώς συγκινημένο, προεξαρχούσης της Σεπτής κορυφής της Εκκλησίας της Ελλάδος, έψαλε τον Εθνικό Ύμνο εν μέσω χειροκροτημάτων.
Ταυτοχρόνως ηχούσε εκ των μεγαφώνων του Ιερού Ναού Αγίου Δημητρίου του Πολιούχου, Μυροβλύτου και Προστάτου της πόλεως, δια στόματος του Σεπτού Ιεράρχου της Μακεδονίας, ο Εθνικός Ύμνος των Ελλήνων.
Η δράσις του υπήρξε πολυσχιδής και ο ίδιος ενείχε κάτι το μέγα, το πολύπλευρο, το ποικίλο.
Υπήρξε ο κληρικός ο μη αναγνωρίζων φραγμούς στην πορεία της Στρατιάς του Χριστού, ο συγκεντρώνων και εγκλείων το Φως της επιστήμης στο κάτοπτρο της Εκκλησίας, εκ του οποίου αντανακλάται πολύλαμπρος η θεία αποκάλυψη, ο ανεμίζων την σημαία της αισιοδοξίας και της Πίστεως επί τα μεγάλα πεπρωμένα του ανθρώπου και της αγαθής προσδοκίας, προ πάσης εκδηλώσεως και δράσεώς Του.
Υπόδειγμα ανθρώπου έργων και ψυχής ιδεατικής, πνεύματος εμποτισμένου διαρκώς υπό φωτός υπερκοσμίων ενοράσεων. Θέληση προ της οποίας συντρίβονται τα εμπόδια ως ύαλος επί πέτρας.
Τόλμη ήρωος, καρδιά παιδιού, ψυχή εναρέτου χριστιανού των πρώτων χρόνων της Πίστεως και των θαυμάτων, άνθρωπος ταπεινός, ευγενής, αριστοκράτης Κληρικός, μέγα έναυσμα δια τους άλλους προς μεγάλες πράξεις.
Εργατικότης απέναντι της οποίας οι Φυσικοί Νόμοι ητόνισαν.
Η αγιοτόκος Θεσσαλονίκη είναι ευγνώμων για την πολύτιμον προσφορά του μεγάλου Ιεράρχου προς τον λαό της, τα δε εν Κυρίω πνευματικά τέκνα του μακαρίζουν την Αγία Αυτού ψυχή ευχόμενα υπέρ μακαρίας αυτού μνήμης και αιωνίου αναπαύσεως.