Την Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014 το πρωί, η Ιερά Μητρόπολις Χαλκίδος με πρόταση του Υφυπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων κ. Συμεών Κεδίκογλου και την πρόθυμη συνεργασία της Περιφερειακής Διευθύνσεως Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Στερεάς Ελλάδος, της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ευβοίας και του Σχολικού Συμβούλου Θεολόγων κ. Αγγέλου Βαλλιανάτου, πραγματοποίησε Θεολογική Ημερίδα, με θέμα: «ΠΤΥΧΕΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ», στο πανέμορφο Συνεδριακό Κέντρο της Περιφερειακής Ενότητας Ευβοίας στη Χαλκίδα, η αίθουσα του οποίου παραχωρήθηκε πρόθυμα, όπως πάντα, από τον Αντιπεριφερειάρχη Ευβοίας κ. Αθανάσιο Μπουραντά και τις υπ’ Αυτόν υπηρεσίες της Περιφερειακής Ενότητας.
Στην Ημερίδα συμμετείχαν οι Καθηγητές θεολόγοι στα Σχολεία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ευβοίας και οι πτυχιούχοι θεολόγοι Κληρικοί της Ιεράς μας Μητροπόλεως, ενώ παρέστησαν ο Υφυπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων κ. Συμεών Κεδίκογλου, η Διευθύντρια Δυετεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ευβοίας κ. Αικατερίνη Καραμάνου, ο Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων κ. Άγγελος Μαντάς και η Προϊσταμένη Εκπαιδευτικών Θεμάτων της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης κ. Γαρυφαλλιά Κατσιμεντέ.
Στην έναρξη ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Χαλκίδος κ. Χρυσόστομος ευχαρίστησε τον Κύριο Υπουργό και τους συνδιοργανωτές της Ημερίδας, ενώ απευθυνόμενος στους Καθηγητές τόνισε ότι η Ημερίδα «αποτελεί για την Εκκλησία και για τα της Εκπαιδεύσεως θεολογικά μέλη, ευκαιρία να γνωριστούμε καλύτερα, να συσκεφθούμε, να συνομιλήσουμε και να ατενίσουμε το μέλλον με ανανεωμένη διάθεση, προσβλέποντας στη θερμότερη συνεργασία μας».
Παράλληλα, ο Σεβασμιώτατος επεσήμανε ότι «ο θεολόγος, εάν πράγματι θέλει να επαληθεύει το όνομά του, δεν μπορεί παρά να είναι ο άνθρωπος του Θεού, της εμπειρίας της ζωής της θεανθρώπινης κοινωνίας που λέγεται Εκκλησία, για να καταφέρει να ευαγγελισθεί στους μαθητές του το Χριστό, χωρίς να νοιώθει μειονεκτικά, επειδή είναι υποχρεωμένος να διδάσκει αυτό που φαίνεται, δίχως να είναι, παλαιό και ξεπερασμένο, ίσως όχι και πολύ χρήσιμο, ούτε να αισθάνεται φόβο εμπρός σ’ αυτό που λανσάρεται ως καινούργιο και περισσότερο τελεσφόρο και βεβαίως η των πραγμάτων αλήθεια θα το φανέρωση, εάν όντως είναι έτσι. Εάν ο θεολόγος είναι πράγματι αυτό που εκφράζει το όνομά του, ’’ζήλω πεπυρωμένος’’, αλλ’ όχι φανατικός, αποτελεί ο ίδιος και την καλύτερη μέθοδο διδασκαλίας. Τότε και μόνον τότε θα εύρη τον τρόπο να συνδέσει τα παιδιά με το μαστό της Εκκλησίας, με σεβασμό στην ανθρώπινη ελευθερία και αυτού του μικρού παιδιού. Στην αίθουσά του, αλλά και έξω απ’ αυτήν, θα διαχέεται η αγάπη και θα εμπνέεται η εμπιστοσύνη, δίχως αποκλεισμούς. Η Εκκλησία είναι και των αποκλεισμένων και πάντως όχι του αποκλεισμού. Τα παιδιά, όλα τα παιδιά, που του εμπιστεύεται η πολιτεία, είναι παιδιά του Θεού. Και εάν έτσι τα θεωρεί τότε θα τα αγκαλιάσει, θα τα μεγαλώσει, θα τα ξενυχτήσει! Έτσι προσφέρεται η ζωή, ως δωρεά αγάπης και ελευθερίας, και νικά συνεχώς το θάνατο. Είναι σημαντικό ο λόγος να παραπέμπει στη ζωή».
Τέλος, αναφερόμενος στις δυσκολίες που και οι θεολόγοι, αλλά και το ίδιο το μάθημα των θρησκευτικών αντιμετωπίζει, είπε τα εξής: «Γνωρίζω, όσο μου είναι δυνατόν, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζετε… Εμείς πρέπει να αποδείξουμε ότι ξέρουμε να αντιμετωπίζουμε τις δυσκολίες· να διαλεγόμαστε και αντί να ανταλλάσουμε μεταξύ μας υποτιμητικές ετικέτες, να προχωρούμε στη σύνθεση των απόψεων, υπολογίζοντες και στην βοήθεια Εκείνου, ο Οποίος γνωρίζει να αιχμαλωτίζει ακόμη και όσους δεν Τον βλέπουν καθώς θα έπρεπε… Φαντάζομαι ότι η παιδεία και δη η θεολογική δεν μπορεί να αποβλέπει στην δια της θρησκευτικής ενημερώσεως απλή επιβίωση των παιδιών, όταν μάλιστα αυτή η επιβίωση είναι σχεδόν συνώνυμη με την εσωτερική ερήμωση του ανθρώπου. Και αυτή την αδικία εις βάρος των παιδιών, που θέλουν, κάτι παραπάνω από σκέτη γνώση, μια σχέση, είναι δυνατόν να το κατορθώσει όχι μόνον ο τυπικός Θεολόγος του θρησκειολογικού μοντέλου, αλλά και ο αδιάφορος και ψυχρός διδάσκαλος ομολογιακού χαρακτήρος μαθήματος».
Στη συνέχεια, η Διευθύντρια Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ευβοίας κ. Αικατερίνη Καραμάνου προσφώνησε τους συνέδρους, εκφράζοντας την χαρά της για την διοργάνωση αυτής της Ημερίδας, μετέφερε και τις ευχές του Περιφερειακού Διευθυντού κ. Ηλία Παλιαλέξη, ενώ η ίδια επεσήμανε ότι το κατεξοχήν πρότυπο παιδαγωγού είναι ο ίδιος ο Χριστός.
Την έναρξη των εργασιών της Ημερίδας έκαμε ο Υφυπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων κ. Συμεών Κεδίκογλου, λέγοντας ότι «η Ελληνική Πολιτεία έχει ευθύνη για μια σύγχρονη, σοβαρή και υπεύθυνη θρησκευτική αγωγή». Παράλληλα, τόνισε ότι «ο κάθε μαθητής ή μαθήτρια, ανεξαρτήτως της θρησκευτικής του ιδιοπροσωπίας, είναι χρήσιμο και πολύτιμο να γνωρίζει τη θρησκευτική παράδοση του τόπου».
Ακόμη, ο κ. Υφυπουργός επεσήμανε ότι «το σύγχρονο περιεχόμενο του μαθήματος των θρησκευτικών συνδυάζει τόσο τον ομολογιακό προσανατολισμό, όσο και τον θρησκειολογικό».
Και συνέχισε λέγοντας ότι «και οι δύο προσανατολισμοί πρέπει να υπάρχουν αναλογικά και σε συνδυασμό, ώστε, εκτός των άλλων, από τη μια μεριά να αποφεύγεται ο θρησκευτικός αναλφαβητισμός, ενώ από την άλλη να καλλιεργείται στους μαθητές μια συνείδηση αποδοχής, σεβασμού και ειρηνικής συνύπαρξης με το ’’διαφορετικό’’».
Έκλεισε δε την προσφώνησή του αναφέροντας: «Πιστεύω βαθιά ότι στην ελληνική και ανθρωπιστική μας παιδεία το μάθημα των Θρησκευτικών μπορεί να έχει τη δική του σοβαρή και υπεύθυνη θέση, πέρα από επίπλαστες ιδεολογικές αγκυλώσεις στη σύγχρονη, σοβαρή και υπεύθυνη αγωγή».
Στο κύριο μέρος του Συνεδρίου, στο οποίο τον συντονισμό είχε ο Σχολικός Σύμβουλος θεολόγων κ. Άγγελος Βαλλιανάτος, πρώτος ομιλητής ήταν ο κ. Δημήτριος Μόσχος – Επίκουρος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος μίλησε θέμα: «Όψεις του 4ου αιώνα στην σύγχρονη πραγματικότητα».
Στην ομιλία του ο κ. Μόσχος αναφέρθηκε καταρχήν στην σπουδαιότητα του 4ου μ.Χ. αιώνος, ως περιόδου της λεγομένης «ύστερης αρχαιότητας» και στη συνέχεια στο πώς οι κοινωνικοπολιτικές προκλήσεις του 4ου αιώνος ομοιάζουν σε πολλά σημεία με τη σύγχρονη πραγματικότητα.
Στη συνέχεια, μίλησε ο κ. Μιχαήλ Μαριόρας – Λέκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με θέμα: «Εκφράσεις του Ισλάμ στη χώρα μας». Αναφέρθηκε τόσο στο γηγενές Ισλάμ στην ελληνική Θράκη και τα προβλήματα που παρουσιάζονται κατά καιρούς, ως προς το ρόλο και τις αρμοδιότητες του μουφτή και την εκπαίδευση των ελλήνων μουσουλμανοπαίδων, όσο και στο μεταναστευτικό Ισλάμ των τελευταίων ετών, που παρουσιάζεται κυρίως στην Αθήνα.
Παράλληλα, ο κ. Μαριόρας έκαμε λόγο και για το ζήτημα της ανέγερσης και λειτουργίας του Ισλαμικού τεμένους στην Αθήνα. Γενικά, ο κ. Καθηγητής ονόμασε το Ισλάμ της Πατρίδας μας, ως «ήπιο Ισλάμ», το οποίο, όμως χρειάζεται προσοχή, ώστε να παραμείνει σ’ αυτό το επίπεδο.
Τρίτος και τελευταίος ομιλητής ήταν ο κ. Αθανάσιος Παπαθανασίου – Δρ Θεολογίας, Καθηγητής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και Αρχισυντάκτης Θεολογικού Περιοδικού «ΣΥΝΑΞΗ», ο οποίος μίλησε με θέμα: «Θρησκευτικές εορτές στο δημόσιο χώρο».
Στην ομιλία του ο κ. Παπαθανασίου ανέφερε ότι οι εορτές στο δημόσιο χώρο δεν είναι μόνο ένα γεγονός Πίστεως, αλλά αποτελούν κοινό σημείο προβληματισμού πάνω σε έννοιες και πραγματικότητες που αφορούν τον κοινό βίο, την κοινή ιστορική πορεία και την ταυτότητα της κοινωνίας.
Παράλληλα τόνισε ότι η θρησκεία ανήκει στο δημόσιο χώρο και εκεί θα πρέπει να δίνει την μαρτυρία της, αλλά και να λογοδοτεί.
Ακόμη αναφέρθηκε στην υποχρεωτικότητα του μαθήματος των Θρησκευτικών, στην εορτή των Τριών Ιεραρχών και πρότεινε τρόπους ουσιαστικής ανάδειξης και αξιοποίησής της, ενώ μίλησε και για το ζήτημα της Κυριακής αργίας.
Μετά από κάθε ομιλία υπήρχε αρκετός χρόνος για την υποβολή ερωτημάτων, τα οποία απαντήθηκαν από τους ομιλητές, ενώ πριν το κλείσιμο των εργασιών της Ημερίδας ακούστηκαν τοποθετήσεις και απόψεις εκ μέρους των συμμετεχόντων, Κληρικών και λαϊκών, οι οποίες διακρίθηκαν για την ποικιλία των θέσεων.
Ο Σχολικός Σύμβουλος κ. Βαλλιανάτος πριν δώσει τον καταληκτήριο λόγο στον Σεβασμιώτατο τον ευχαρίστησε για την ευκαιρία της συνάντησης, η οποία, όπως είπε, θα είναι η αρχή και για παρόμοιες συναντήσεις και δυνατότητες επικοινωνίας των Ποιμένων της Εκκλησίας με τους θεολόγους Καθηγητές, καθώς και για την αρτιότητα της διοργάνωσης και τη φιλοξενία.
Τις εργασίες έκλεισε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Χαλκίδος κ. Χρυσόστομος. Ανακεφαλαιώνοντας, συνέθεσε τις απόψεις που παρουσιάστηκαν και κατέληξε: «Όλοι μας, πιστεύω ότι αισθανθήκαμε καιομένην την καρδίαν μας, όπως οι Άγιοι Απόστολοι Λουκάς και Κλεόπας, κατά την συνάντησή τους, την συμπόρευσή τους και τη συνομιλία τους με τον αναστάντα Κύριο, στην πορεία τους προς Εμμαούς και επιστρέφουμε εις τα οικεία μετά χαράς μεγάλης, αινούντες και ευλογούντες τον Θεόν επί πάσιν».