You are currently viewing Η Χοροστασία του Οικουμενικού Πατριάρχη στο Μετόχι του Παναγίου Τάφου

Η Χοροστασία του Οικουμενικού Πατριάρχη στο Μετόχι του Παναγίου Τάφου

  • Reading time:1 mins read

Κατά το εσπερινό του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου

ΠΗΓΗ:Νικόλαος  Μαγγίνας

Τη μνήμη του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου τίμησε ο Πατέρας της ευσεβούς Ρωμηοσύνης Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος. Ύστερα από πρόσκληση του Επιτρόπου του Παναγίου Τάφου στην Πόλη Αρχιεπισκόπου Ανθηδώνος Νεκταρίου ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος χοροστάτησε στον Εσπερινό της μνήμης του Αγίου Ιακώβου στο Μετόχι του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι με την ευκαιρία της Θρονικής εορτής του παλαιφάτου Πατριαρχείου των Ιεροσολύμων. Τον θείο λόγο κήρυξε από Άμβωνος ο διάκονος της Σειράς, Γρηγόριος.

Στο τέλος του Εσπερινού τον Παναγιώτατο προσφώνησε εκ μέρους του Πατριάρχου της Αγίας Πόλεως Ιερουσαλήμ και πάσης Παλαιστίνης Θεοφίλου ο Επίτροπος του Παναγίου Τάφου Αρχιεπίσκοπος Νεκτάριος ο οποίος αναφέρθηκε στην ιστορική παρουσία του Μετοχίου και στους δεσμούς της Μητρός Εκκλησίας με την Αγία Σιών.

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης στην ομιλία του εξήρε την αρραγή ιστορική και εκκλησιαστική συνάφεια μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως και Ιεροσολύμων. Δεν παρέλειψε να συγχαρεί τον Αρχιεπίσκοπο Ανθηδώνος για το έμπρακτο και συνεχές ενδιαφέρον του για τον ανακαινισμό και την ευπρέπεια και των τριών Μετοχίων του Παναγίου Τάφου στην Πόλη.

Παρέστησαν συμπροσευχόμενοι οι Ιεράρχες Καστορίας Σεραφείμ και Αλικαρνασσού Αδριανός, η Πρόξενος της Ελλάδος στην Πόλη Δανάη Βασιλάκη, Αρχοντες του Θρόνου και πλήθος προσκυνητών από την Πόλη και την Ελλάδα.

Ακολουθεί η ομιλία του Αρχιεπισκόπου Ανθηδώνος Νεκταρίου:

Ομιλία κατά την επίσκεψιν του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου

κ.κ. Βαρθολομαίου κατα τον πανηγυρικόν εσπερινόν του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου επι τη Θρονική εορτή της Σιωνίτιδος Εκκλησίας εν τω Ιερώ Μετοχίω Φαναρίου 2015

 

Παναγιώτατε Δέσποτα

Χαίρει και ευφραίνεται η Σιωνίτις Εκκλησία επί τη Θρονική Αυτής εορτή Παναγιώτατε Δέσποτα, γεραίρουσα την μνήμην του ιδρυτού αυτής Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, ούτινος ταις αγγελικαίς ίχνεσιν ακολουθούντες οι εν Ιερουσαλήμ μάρτυρες Πατριάρχαι διάδοχοι αυτού , αγωνίζονται εν μέσω δυσχερών περιστάσεων, διαφυλάττοντες  τα Ιερά και τα όσια του των χριστιανών γένους , της παγκοσμίου Ιεράς Παρακαταθήκης η οποία τεθησαύρησται εν τη Αγία Γή.

 

Αεννάως υψούμενοι επι Σταυρού εις τον τόπον του Κρανίου και εις αυτό συγγενεύουσιν μετά των μαρτύρων Οικουμενικών Πατριαρχών οι οποίοι εν δρόμεσιν παραλλήλοις γεύονται καθ΄ημέραν την χολήν και το όξος  γεύσιν έχοντα μέλιτος, ιερού μαρτυρίου.

 

Χαίρει όμως και αγάλλεται η Αγία Σιών επί τη ευσήμω ταύτη ημέρα, διότι η Αγιωτάτη κορυφή της τετρακτύδος των Πατριαρχών, ο Θεοστήρικτος και Θεοτοκοφύλακτος αυθέντης ημών και Δεσπότης, ο Οικουμενικός Πατριάρχης κύριος κύριος Βαρθολομαίος, επόμενος ωραίους πόδας ευκλεών αυτού προκατόχων, ανέβη επί τον ιερόν και εκ μαργαρου κεκοσμημένον  θρόνον του Ιερού αυτού εν Φαναρίω Μετοχίου του Παναγίου Τάφου , αναστών έθιμον παλαιόν και αρχαίον, κατά το οποίον εν τω πανηγυρικώ εσπερινώ της Θρονικής Εορτής της Σιωνίτιδος Εκκλησίας, επί τη μνήμη του Αδελφοθέου, εχοροστάτει προεξάρχων ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης, επισφραγίζων το όμαιμον και αυτάδελφον  των δύο Εκκλησιών και την αλληλοπεριχώρισιν και κοινωνίαν των δύο Θρόνων της καθ΄ημάς Ανατολής.

 

Το έθος τούτο τυγχάνει γνωστόν τοις παλαιοτέροις , ελάμβανεν χώραν εν τω Ιερώ Μετοχίω τούτω   του Φαναρίου, απο της εποχής του Ιερού εκείνου ανδρός και μεγάλου εν Πατριάρχαις Ιεροσολύμων Θεοφάνους ούτινος τα χαριτόβρυτα οστά αναπαύονται εν τη Ιερά Μονή της Παναγίας της Καμαριωτίσσης, εν τη ερατεινή Χάλκη.

 

Ο ρηθείς Θεοφάνης , εχειροτονήθη Αρχιερεύς υπό του τότε Μακαριωτάτου πατριάρχου Αλεξανδρείας Κυρίλλου του Λουκάρεως και του Αντιοχείας Δωροθέου , ευρισκομένων τη εποχή εκείνη εν Ιεροσολύμοις χάριν προσκυνήσεως.

Αναφέρεται επίσης εν τη Ιερά Ιστορία ότι το Ιερόν εκείνοΜετόχιον, ηγοράσθη υπό του Πατριάρχου Θεοφάνους τη προτροπή του Οικουμενικού Πατριάρχου Κυρίλλου του Λουκάρεως  του απο Αλεξανδρείας, παρά του ηγεμόνος Σερμπάνου του Καντακουζηνού και ήδη κατα το έτος 1644 ελειτούργει εν αυτώ Αρρεναγωγείον εν τω οποίω εφοίτουν τα τέκνα της Φαναριωτικής αριστοκρατίας.

 

Εν συνεχεία ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος ίδρυσε εν αυτώ περιώνυμον Βιβλιοθήκην τεθησαυρίζων εν αυτή πλήθος χειρογράφων αρχαίων  της Θεολογικής και της Θύραθεν επιστήμης καθώς και μέγα αριθμόν εντύπων δέλτων , μετασκευάζων ούτω την ταπεινήν φωλεάν και καταφύγιον των αγιοταφιτών εις φάρον φωτεινόν της Ανατολής.

 

Εραστής της παιδείας και των επιστημών ιερών τε και μή , ο διάδοχος αυτού και επ αδελφή ανηψιός κλεινος Πατριάρχης Ιεροσολύμων Χρύσανθος , απόφοιτος της Μεγάλης του Γένους Σχολής και σπουδάσας είτα αστρονομίαν και φυσικομαθηματικήν εν Μπολωνία της Ιταλίας , εσυνέχισεν μετά του ιδίου απαραμίλλου ζήλου το έργον του εμπλουτισμού της Βιβλιοθήκης γενόμενος μέγας των Μουσών προστάτης εν τη Βασιλευούσει Πόλει.

 

Η ανάγκη της παρουσίας των Πατριαρχών της ανατολής εν τη έδρα της Αυτοκρατορίας και κατ ανάγκην η απόκτησις αναγκαίων καταλλυμάτων ήτο η αιτία της αγοράς του Μετοχίου καθ ότι οι Πατριάρχαι έδει να ευρίσκοντο συνεχώς εν τω κέντρω της πολιτικής εξουσίας προς πρόβλεψιν και άμμεσον διευθέτησιν των εκατασταχού των επαρχιών αυτών καθ ημέραν αναφυουμένων ζητημάτων.

 

Επάλαιον οι κραταιοί εκείνοι λέοντες Πατριάρχαι ημέρας τε και νυκτός προς διαφύλαξιν άσβεστον της φλογός της πίστεως και της ιδέας  του Γένους, μη φειδομένοι ουδεμίας θυσιαστικής πράξεως και αυτής ακόμη της προσφοράς της ζωής αυτών.

 

Εν τω Ιερώ Μετοχίω του Φαναρίου εξελέγοντο και εχειροτονούντο επι τριακοσίους και πλέον ενιαυτούς οι Πατριάρχαι της Σιωνίτιδος Εκκλησίας τη υποδείξει των προκατόχων αυτών παραιτουμένων και τη επικυρώσει της επιθμίας αυτών κανονική εκλογή υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου των άλλων πατριαρχών της Ανατολής , της ενδημούσης Συνόδου και των λογάδων του Γένους, αφιερώνοντες την ύπαρξίν των εις τον Ιερόν αγώνα της διαφυλάξεως των Ιερών Προσκυνημάτων δια της εκδόσεως Φιρμανίων , Χάτι Σεριφίων και άλλων κυβερνητικών αποφάσεων έναντι τεραστίων ποσών τα οποία ουδέποτε εδυνήθησαν να κορέσουν τον απύθμενον κορβανάν των κραταιών.

Οι αλήστου μνήμης διάδοχοι του εορταζομένου Αδελφοθέου πολλάκις ουδέποτε εν ζωή επεσκέφθησαν την Ιερουσαλήμ πολλοί δε εξ αυτών απέθανον εν τη ξένη περιπλανώμενοι εν Μικρά Ασία, Ρωσσία και Βαλκανική , προς συλλογήν ελεών , συχνάκις ανυπόδυτοι και πεινώντες, προς εξοικονόμησιν και αυτού του τελευταίου άσπρου, εξαγοράζοντες τω τιμίω αυτών αίματι τους  Ιερούς Τόπους και αυτόν ακόμη τον ναόν της Αναστάσεως.

Οι καιροί παρήλθον και το εν άλλαις εποχαίς ένδοξον τούτον Μετόχιον, κρίμασιν οις οίδεν μόνον ο Θεός κατήντησε οικτρόν θέαμα. Αι πέριξ αυτού οικοδομαί ετελειώθησαν, σωροί γενόμεναι ερειπίων, και αυτός έτι ο Ναός εγένετο βορά του πανδαμάτωρος χρόνου. Ουδέ αυτήν την Αγίαν Τράπεζαν ηδύνατο ίνα αγγίση τίς εκ των χωμάτων και τεθραυσμένων τεμαχίων της οροφής και των τοίχων.

Αλλ όμως σήμερον δικαιούμεθα ολίγης παρηγορίας, καθ ότι ο κλυδωνισθείς αλλ ουχί ναυάγιον γεγονώς ούτος ο Ναός, εφωτίσθη και ανέθαλλε σήμερον. Αι ελλείψεις πολλαί, αλλ΄όμως ζει Κύριος ο Θεός.

Δικαιούται παρηγορίας και ο Μακαριώτατος  Πατήρ ημών  Πατριάρχης Ιεροσολύμων κύριος κύριος Θεόφιλος  ο Γ΄, ο οποίος εν μέσω των πολλαπλών Αυτού καθηκόντων και υποχρεώσεων ούκ εφείσθη ενδιαφέροντος  και υλικής βοηθείας   δια την συντήρησιν του Ιερού Ναού.

Πολλήν όμως παρηγορίαν και χαράν δικαιούσθαι Υμείς Παναγιώτατε Δέσποτα καθ ότι επι της ευκλεούς Υμών Πατριαρχείας αναγεννήθη εκ της σποδού αυτού το Αγιοταφιτικόν τούτο Μετόχιον. Επέτρεψε ο Άγιος Θεός την πραγματοποίησιν ενός ακόμη θαύματος, διότι περί θαύματος πρόκειται.

 

Παναγιώτατε

Σήμερον όμως διπλήν εορτάζομεν εορτήν.

Προ εικοσι τεσσάρων ετών την 22αν Οκτωβρίου του σωτηρίου έτους 1991 η φωνή του Θεού η καλέσασα ποτέ τον Απόστολον Ανδρέαν τον Πρωτόκλητον, εκάλεσεν Υμάς εις την εκείνου Αποστολικήν και Οικουμενικήν ταύτην Καθέδραν της Ορθοδοξίας και του Γένους Ηγούμενον.

Βιώσατε δε και Βιώνετε  το παράδοξον της αποστολικότητος, κηρύττοντες και δοξάζοντες τον Εσταυρωμένον και Αναστάντα Χριστόν οικοδομώντες την Εκκλησίαν Αυτού εν τη Αγία Ορθοδοξία και τη Χριστιανική πληρότητι << δια δόξης και ατιμίας, δια δυσφημίας και ευφημίας…. Ως αγνοούμενος και επιγινωσκόμενος , ως αποθνήσκων και ιδού ζών, ως παιδευόμενος και μη θανατούμενος, ως λυπούμενος αεί δε χαίρων, ως πτωχός πολλούς δε πλουτίζων, ως μηδέν έχων και πάντα κατέχων.>>

Ο Άγιος Θεός Ο ελεήσας την Υμετέραν Παναγιότητα επί τόσα έτη αξιώσει Υμάς  ίνα και εν τω μέλλοντι επί χρόνους μακρούς διακονησετε εκ της Οικουμενικής Καθέδρας την Εκκλησίαν Αυτού, η οποία ζεί εν τη ιστορία και θα επιζήση εις την Ιστορίαν.

Έτη πολλά Παναγιώτατε Πάτερ και Δέσποτα

Aκολουθεί η αντιφώνηση του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου:

Ἱερώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Ἀνθηδῶνος κύριε Νεκτάριε, Ἐπίτροπε τῆς Αὐτοῦ Μακαριότητος, τοῦ ἀδελφοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων κυρίου Θεοφίλου, διὰ τὰ ἐν τῇ Πόλει ἡμῶν Μετόχια τοῦ Παναγίου Τάφου,

Ἱερώτατοι καὶ Θεοφιλέστατοι ἅγιοι ἀδελφοί,

Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητὰ,

 

«Πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον ἀπὸ τοῦ πατρὸς τῶν φώτων, παρ᾿ᾧ οὐκ ἔνι παραλλαγὴ ἢ τροπῆς ἀποσκίασμα», διδάσκει ὁ ἑορταζόμενος μέγας Ἀπόστολος (Ἰακ. α΄, 16-18), ὁ καταξιωθεὶς ἰδεῖν ἐπὶ τῆς γῆς τὴν δόξαν τοῦ Κυρίου «καθώς ἐστι» ἐν τῷ Ὄρει τῷ Θαβώρ.

Συμπροσευχόμενοι, ἀπόψε, εἰς τὸν Ἱερὸν τοῦτον Ναὸν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, τὸν γειτνιάζοντα πρὸς τὸν ὁμώνυμον ἡμέτερον Πατριαρχικόν, ἱστορικὸν τὸ πάλαι εἰς λειτουργικὴν ζωὴν καὶ Ἑλληνοχριστιανικὸν πολιτισμὸν διὰ τῆς πλουσίας τότε βιβλιοθήκης καὶ τῶν ἐν τῷ Μετοχίῳ φυλασσομένων χειρογράφων, ἀλλὰ καὶ διὰ τῆς ἐν γένει προσφορᾶς αὐτοῦ, ὡς προσωρινοῦ ἐνδιαιτήματος τῶν Προκαθημένων τῆς Σιωνίτιδος Ἐκκλησίας κατὰ δυσκόλους περιόδους, ἐπαναλαμβάνομεν τὴν ἀνωτέρω ἀποστολικὴν ἀλήθειαν, ἐπικεντροῦντες τὸν λόγον εἰς τὴν μαρτυρίαν τῶν δύο ἡμῶν Ἐκκλησιῶν, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, καὶ εἰς τὴν μέσῳ τῶν αἰώνων συμ-πορείαν αὐτῶν εἰς διακονίαν καὶ προσφοράν.

Ἀναφερόμενοι, πρῶτον, εἰς τὴν μαρτυρίαν καὶ εἰς τὴν προσφορὰν ἑκατέρας τῶν δύο ἡμῶν Ἐκκλησιῶν, διαπιστοῦμεν μίαν παράλληλον πορείαν.

Εἰς τοὺς Ἁγίους Τόπους ἐτελεσιουργήθη τὸ μυστήριον τῆς Θείας Οἰκονομίας διὰ τῆς -ἐνσάρκου- Θεανθρωπίνης παρουσίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ Αὐτὸς ἐγεννήθη ὡς ἄγνωστος ἐν τῇ φάτνῃ τῶν ἀλόγων ζώων∙ ἐθερμάνθη ὡς ἄνθρωπος-βρέφος ὑπὸ τῶν χνώτων αὐτῶν∙ κατεδιώχθη ὑπὸ τοῦ σφαγιαστοῦ τῶν ἀθώων νηπίων Ἡρώδου∙ ἐφυγαδεύθη ὡς πρόσφυξ εἰς τὴν Αἴγυπτον∙ ἠνδρώθη ἐργαζόμενος εἰς τὸ ξυλουργεῖον Ἰωσὴφ τοῦ μνήστορος∙ ἐδίδαξε καὶ ἐκήρυξε τὸ εὐαγγέλιον∙ ἐθεράπευσε τὰς νόσους ἡμῶν∙ ἠνέχθη «πᾶσαν γλωσσαλγίαν» τῶν ὁμοεθνῶν του∙ ἔπαθεν, ἐσταυρώθη, ἐτάφη καὶ ὡς Θεὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, «θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς (ἀπ᾿ αἰῶνος) ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος»∙ ἐκεῖ ἐνεφανίζετο, ὁ Κύριος ἡμῶν, ἐπὶ τεσσαρακονθήμερον μετὰ τὴν Ἀνάστασίν Του εἰς τοὺς μαθητάς Του, συντρώγων καὶ συμπορευόμενος μετ᾿ αὐτῶν, φανερῶν Ἑαυτόν «ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου», πολλάκις τῶν «θυρῶν κεκλεισμένων»∙ ἐκεῖ ἐν τέλει ἀνελήφθη ἐν δόξῃ ἀπὸ τοῦ Ὄρους τῶν Ἐλαιῶν, ἐπαγγειλάμενος ὅτι πάλιν ἐλεύσεται ἐν δόξῃ «κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς». Ταῦτα πάντα, τὰ μοναδικὰ ἱερά, συνέβησαν εἰς τὴν Ἁγίαν Σιών, δηλαδὴ εἰς τοὺς χώρους τῆς δικαιοδοσίας τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, οἱ ὁποῖοι διὰ τοῦτο καὶ κατέστησαν ἀπέραντοι. Τὸ θεανθρώπινον τοῦτο μυστήριον τῆς σωτηρίας ᾠκονομήθη εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, εἰς τὴν Σιωνίτιδα Ἐκκλησίαν, τῆς ὁποίας πρῶτος Ἐπίσκοπος κατεστάθη ὑπὸ τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου ὁ ἑορταζόμενος Ἰάκωβος, ὁ καὶ Ἀδελφόθεος ἀποκαλούμενος.

Τὸ ἱερουργηθὲν ἐν Ἱεροσολύμοις μυστήριον τοῦτο τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας, ἐσυνεχίσθη διαδιδόμενον ἀποστολικῶς «πάσῃ τῆ οἰκουμένῃ» διὰ τοῦ κηρύγματος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῆς ἀλληλοδιαδόχου σειρᾶς τῶν κατασταθέντων ὑπ᾿ αὐτῶν κατὰ τόπους Ἐπισκόπων καὶ τῶν διαδόχων αὐτῶν Ἰσαποστόλων, Πατριαρχῶν καὶ Ἱεραρχῶν, συνεχιζόντων μέχρι σήμερον ἀδιακόπως τὴν ἀνόθευτον ἀποστολικὴν παράδοσιν.

Ἀναδιφῶντες εἰς τὰς ἱστορικὰς δέλτους, περὶ τὸ κηρυχθὲν μὲν καὶ παραδοθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου, διαδοθὲν δὲ ὑπὸ τῶν Ἀποστόλων Αὐτοῦ μήνυμα τῆς σωτηρίας -τῆς Ὀρθοδόξου δηλαδὴ πίστεως- διὰ τῆς σαρκὶ παρουσίας Αὐτοῦ ἐν τῷ κόσμῳ, προβαίνομεν καὶ εἰς μίαν ἑτέραν διαπίστωσιν: ὅτι τὸ λαληθὲν ὑπὸ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ κήρυγμα τῆς σωτηρίας καὶ τῆς διαρκοῦς παρουσίας Αὐτοῦ ἐν τῷ κόσμῳ, ἐπεχείρησαν νόες πεπερασμένοι καὶ νοσηροὶ νὰ νοθεύσουν, νὰ τὸ ἑρμηνεύσουν ἀνθρωπίνως, μόνον διὰ σοφισμάτων καί «γλωσσαλγιῶν» καὶ θεωρημάτων, ἀρνούμενοι τὰς δύο φύσεις τοῦ Κυρίου καὶ «ἀνακόποντες τῶν φιλαρέτων τὰς ὁρμάς», ὁδηγοῦντες κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας τοὺς πιστοὺς καὶ ἐνίους Ἱεράρχας εἰς «μάχας νομικὰς καὶ ἀνωφελεῖς» τοῦ «ματαίου κόσμου» τούτου.

Ἐνώπιον τῆς καταστάσεως ταύτης καὶ τοῦ κινδύνου τῆς ἐπικρατήσεως τῶν αἱρέσεων, ἐμφανίζεται ἡ καταλυτικὴ συμβολὴ καὶ προσφορὰ τῆς καθ᾿ ἡμᾶς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐν τῷ κλίματι τῆς ὁποίας συνῆλθον αἱ Ἑπτὰ Ἅγιαι Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι, αἱ ὁποῖαι, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι κινούμεναι, διὰ τῶν διαδόχων Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου καὶ Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου Ἁγίων Πατέρων «παρεδειγμάτισαν τὴν κακοδοξίαν», «ἐκράτυνον τὴν Ἐκκλησίαν», «συνετήρησαν τὴν Ὀρθοδοξίαν» ἀλώβητον καὶ τὴν παρέδωσαν διὰ τοῦ Ἱεροῦ τούτου Κέντρου αὐτῆς ὡς δόγμα μή «ἐπιδεχόμενον τροπήν» ἤ «ἐναλλαγῆς ἀποσκίασμα», παρὰ τὰς πρεισφρυσάσας ἐν συνεχείᾳ, ἰδίᾳ ἐν τῇ Δύσει, «πολλὰς βλασφημίας εἰς τὸ ὕψος λαλούντων» ἀνθρωπαρέσκων προσώπων, ἐπιδιωκόντων τὴν δόξαν τοῦ κόσμου τούτου, φερόντων ἁπλῶς τὸ ὄνομα τοῦ Χριστιανοῦ καὶ νοθευσάντων τὸ Ὀρθόδοξον Δόγμα.

Τοῦτο τὸ δόγμα, ἐπαναλαμβάνομεν, διετυπώθη θεοπνεύστως, ὑπὸ τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἐν τῇ δικαιοδοσίᾳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τῆς Νέας Σιών, -ὡς ἀπεκλήθη τοῦτο διὰ τοὺς λόγους ἀκριβῶς τούτους-, ἐν τοῖς χώροις τούτοις τῆς καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολῆς, διὰ τῶν ἐν Νικαίᾳ, ἐν Κωνσταντινουπόλει, ἐν Χαλκηδόνι, ἐν Ἐφέσῳ συνελθουσῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῶν ὁποίων οἱ μετασχόντες θεοφόροι Πατέρες ἅπαξ καὶ διὰ παντός «τὸ ὑπερφυέστατον χρησμολόγημα, βραχεῖ ρήματι καὶ πολλῇ συνέσει, θεοπνεύστως ἀπεφθέγξαντο […], ἄνωθεν λαβόντες τὴν τῶν δογμάτων ἀποκάλυψιν σαφῶς καὶ φωτισθέντες ἐξέθεντο πίστιν θεοδίδακτον» (πρβλ. ἀπόστιχον τῶν Αἴνων τῆς ἑορτῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου).

Ἐν τῷ σημείῳ τούτῳ, ἀκριβῶς, ἔγκειται ἡ κοινότης τῆς ἑνιαίας μαρτυρίας τῶν δύο ἡμῶν Ἐκκλησιῶν, τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τῶν Ἱεροσολύμων, τὴν ὁποίαν ἰδιαιτέρως ἐπισημαίνομεν ἀπόψε. Ἡ μὲν δευτέρα παραλαβοῦσα τὴν ἀρχὴν τῶν παρὰ τοῦ Κυρίου λαληθέντων, ἡ δὲ πρώτη μεριμνήσασα διὰ τὴν καθιέρωσιν εἰς τὸ παντελὲς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ὡς αὕτη ἀπὸ Θεοῦ ἐδιδάχθη, δηλαδὴ θεοδιδάκτου, τὴν ὁποίαν καὶ παραδίδει διαρκῶς ἀνὰ τοὺς αἰῶνας εἰς τὴν οἰκουμένην ἀκαινοτόμητον, ὡς μοναδικὴν πηγὴν σωτηρίας, ὡς μήνυμα καὶ ἀλήθειαν καὶ ζωήν.

 

Ἀδελφοι καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ,

 

Ἐκρίναμεν σκόπιμον ὅπως κατὰ τὴν ἑσπέραν ταύτην τῆς ἑορτῆς τοῦ προστάτου τῆς Ἐκκλησίας Ἱεροσολύμων, καὶ ἡμέραν κατὰ τὴν ὁποίαν, ἐλέῳ Θεοῦ, ἐξελέγημεν ἐπὶ τὴν Λυχνίαν τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, νὰ ἀναφερθῶμεν εἰς τὴν κοινὴν σχέσιν ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν διαχρονικὴν συμ-πορείαν τῶν δύο ἡμῶν Ἐκκλησιῶν, συμ-πορείαν εἰς προσφοράν, εἰς διακονίαν, εἰς διδασκαλίαν πίστεως, εἰς παραδειγματικὸν δίδαγμα. Διὸ καὶ οὐδὲν ἔχομεν νὰ προσθέσωμεν παρὰ μόνον αὐτὴν τὴν διαπίστωσιν, ὅτι ἀληθῶς εἰς ἀμφοτέρας τὰς Ἐκκλησίας ἡμῶν ἐδόθη ὑπὸ τοῦ Κυρίου «πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον», ὥστε ἀνὰ τοὺς αἰῶνας νὰ μὴ σημειωθῇ εἰς τὰς σχέσεις αὐτῶν, ἰδίᾳ ἐν τῇ μαρτυρίᾳ καὶ τῷ κηρύγματι τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, «παραλλαγή» τις ἤ «τροπῆς ἀποσκίασμα».

Ἐν τῷ πνεύματι τῆς συμπορείας ταύτης τῶν δύο Πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων ἡμῶν ἀπευθύνομεν τὸν χαιρετισμόν μας, χαιρετισμὸν τοῦ Πρωτοκλήτου Ἀνδρέου, εἰς τὴν ἑορτάζουσαν τὸν πρῶτον Ἐπίσκοπον καὶ Ἀπόστολον αὐτῆς Ἀδελφόθεον Ἰάκωβον Ἁγιωτάτην Σιωνίτιδα Ἐκκλησίαν, τὸν ἡμέτερον δὲ ἀδελφικὸν ἀσπασμὸν εἰς τὴν αὐτοῦ Μακαριότητα, τὸν προσφιλέστατον συμπρωθιεράρχην καὶ συλλειτουργὸν Πατριάρχην Ἱεροσολύμων κύριον Θεόφιλον, εὐχόμενοι Αὐτῷ ὑγείαν καὶ δύναμιν ἐν τῇ ἐκπληρώσει τῶν εὐθυνῶν αὐτοῦ κατὰ τὴν δυσχερῆ ταύτην ἐποχὴν καὶ ὡς φύλακος τῶν Παναγίων Προσκυνημάτων, εὐστάθειαν δὲ τῇ κατ᾿ Αὐτὸν Ἐκκλησίᾳ.

Πρὸς τούτοις, συγχαίρομεν τὴν ὑμετέραν ἀγαπητὴν Ἱερότητα, ἀδελφὲ ἅγιε Ἀνθηδῶνος κύριε Νεκτάριε, διὰ τὸ ἐπιτελούμενον ὑφ᾿ ὑμῶν ἐν τοῖς ἐνταῦθα Μετοχίοις τοῦ Παναγίου Τάφου λαμπρὸν ἔργον, εὐλογοῦμεν δὲ πατρικῶς πάντας τοὺς συμπροσευχομένους μαζί μας ἀδελφὰς καὶ ἀδελφούς, καὶ δεόμεθα τοῦ μεγάλου τῇ ἰσχύϊ καὶ τῇ βουλῇ, τοῦ συγκρατοῦντος τὸ πᾶν ἀκαταλήπτου μόνου κρατίστου παντάρχου Βασιλέως Χριστοῦ ὅπως οἰκονομῇ διὰ τῆς Χάριτός Του τὴν ζωὴν ἡμῶν καὶ τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν, χαριζόμενος πάντοτε ἡμῖν τε καὶ ὑμῖν ἄνωθεν «πᾶσαν δόσιν ἀγαθὴν καὶ πᾶν δώρημα τέλειον». Ἀμήν.