Με λύπη και ανησυχία παρατηρούμε το γεγονός ότι η λεγόμενη «μεταπατερική και μετακανονική θεολογία» προωθείται αλματωδώς στη συνείδηση της Εκκλησίας και δυστυχώς, από Επισκόπους, οι οποίοι οφείλουν να είναι οι Ηρακλείδες της εκκλησιαστικής μας παραδόσεως, να βαδίζουν πάνω στα χνάρια των αγίων Πατέρων μας, να σέβονται και να τηρούν τις υποσχέσεις που έδωσαν κατά τη χειροτονία τους, ότι θα είναι φύλακες της ορθοδόξου πίστεώς μας και των Ιερών Κανόνων χωρίς την παραμικρή παρέκκλιση.
Αφορμή για την παρούσα ανακοίνωσή μας πήραμε από πρόσφατη συνέντευξη Μητροπολίτου, σε τοπικό τηλεοπτικό σταθμό, πριν λίγες ημέρες, η οποία δημοσιοποιήθηκε σε διάφορες ιστοσελίδες και ιστολόγια και προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Ήταν πολλά τα θέματα που τέθηκαν στον Σεβασμιώτατο. Ένα από αυτά ήταν το εξής: «Είστε ικανοποιημένος από το αν (οι πιστοί) ερχόμαστε να σας ακούσουμε κι αν είμαστε καλά εκπαιδευμένοι να ακούμε το λόγο της Εκκλησίας;». Ο Σεβασμιώτατος απάντησε ως εξής: «Χρειάζεται ένα υγιές εκκλησιολογικό φρόνιμα, όπως λέμε στην Εκκλησία. Η Εκκλησία έχει την τάξη της, έχει τις αρχές της, κι έχει τους Κανόνες της, έχει την εμπειρία της […].Στην περίπτωση της Εκκλησίας σήμερα, δεν είναι ο λόγος του ανθρώπου, του Επισκόπου, είναι ο λόγος της Εκκλησίας. Αυτό που λέμε εμείς, δεν είναι τίποτε περισσότερο απ’ αυτό που είπε ο Χριστός. Οπότε, έχει να κάμει ο άνθρωπος, όχι με τον άνθρωπο που εκφωνεί τα λόγια της Εκκλησίας, αλλά με τον ίδιο το Χριστό, που διδάσκει με τα στόματα των κληρικών, των Επισκόπων σήμερα».
Μέχρις εδώ όλα καλά, υπό την προϋπόθεση, ότι ο Επίσκοπος ορθοτομεί τον λόγον της αληθείας και δεν κακοδοξεί. Δεν διδάσκει με λόγια αιρετικές θεωρίες, ξένες προς την πίστη και την Παράδοση της Εκκλησίας και δεν προβαίνει σε πράξεις, που ισοδυναμούν με αποδοχή της αιρέσεως και προδοσία της πίστεως. Μόνον τότε ο λόγος του επισκόπου «δεν είναι τίποτε περισσότερο απ’ αυτό που είπε ο Χριστός». Μόνον τότε είναι «εις τύπον και τόπον Χριστού», όταν στη ζωή του ενσαρκώνει και τις αρετές του Χριστού. Και το λέμε αυτό, διότι δυστυχώς στην ιστορία της Εκκλησίας μας έχουμε πλείστα όσα παραδείγματα Επισκόπων, που έπεσαν στην αίρεση και στην πλάνη και παρέσυραν πολλούς στην απώλεια. Τους «επισκόπους» αυτούς καταδίκασε, αναθεμάτισε και απέκοψε από το σώμα της η Εκκλησία σε Οικουμενικές και τοπικές Συνόδους.
Στη συνέχεια ο Σεβασμιώτατος διατυπώνει, κατά την ταπεινή μας γνώμη, δηλώσεις που κάθε άλλο παρά «υγιές εκκλησιολογικό φρόνιμα», κατά τους ισχυρισμούς του, αποδεικνύουν. Δηλώσεις που ανατρέπουν την Κανονική και Συνοδική Παράδοση της Εκκλησίας μας: «Ο Επίσκοπος έχει την ευθύνη της διδασκαλίας της Εκκλησίας και ο Επίσκοπος έχει και το δικαίωμα – το θυμάστε αυτό, το βρίσκουμε στην Εκκλησία πολλές φορές- του “δεσμείν και λύειν”, να δένει και να λύνει μέσα στην Εκκλησία και να ανατρέπει όλους τους Κανόνες, να τους ανατρέπει, τα πάνω κάτω να φέρνει.Κάποιους να τους τηρεί διαφορετικά τελείως απ’ ό, τι είναι καταγεγραμμένοι, κάποιους να μην τους τηρεί καθόλου. Ο Επίσκοπος μπορεί να τα διαχειριστεί αυτά, πότε, όταν είναι να αποβούν προς όφελος πνευματικό των ανθρώπων»! Η εξουσία του «δεσμείν και λύειν», την οποία ο Κύριος έδωσε στους Μαθητές Του και δι’ αυτών στους επισκόπους και ποιμένες της Εκκλησίας, σε καμιά περίπτωση δεν δίδει το δικαίωμα στον επίσκοπο «να ανατρέπει τους [Ιερούς] Κανόνες», και «να φέρνει τα πάνω κάτω». «Κάποιους να τους τηρεί διαφορετικά τελείως απ’ ό ,τι είναι καταγεγραμμένοι, κάποιους να μην τους τηρεί καθόλου», όπως ισχυρίζεται ο Σεβασμιώτατος. Ο επίσκοπος δεν βρίσκεται υπεράνω των Ιερών Κανόνων, αλλά υπόκειται σ’ αυτούς και οφείλει να τους τηρεί όπως «είναι καταγεγραμμένοι» και όχι «διαφορετικά». Εάν ο επίσκοπος βρισκόταν υπεράνω των Ιερών Κανόνων, τότε κατά συνεπή ακολουθία, θα βρισκόταν υπεράνω και των αγίων Πατέρων, που εν αγίω Πνεύματι συνέταξαν τους εν λόγω Ιερούς Κανόνες. Θα βρισκόταν υπεράνω των αγίων Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, οι οποίες θεοπνεύστως εθέσπισαν τους εν λόγω Κανόνες, οι οποίοι ως γνωστόν έχουν οικουμενικό και διαχρονικό κύρος. Εάν ισχύουν οι λόγοι του Σεβασμιωτάτου, τότε τι νόημα έχουν οι φρικτές υποσχέσεις, που δίνει ο Επίσκοπος κατά την ώρα της χειροτονίας του, ότι θα είναι θεματοφύλακας των Θείων και Ιερών Κανόνων και όχι «διαχειριστής» των; Στην περίπτωση αυτή σε τι διαφέρει ένας Ορθόδοξος Επίσκοπος από τον αιρεσιάρχη Πάπα, ο οποίος έθεσε τον εαυτό του υπεράνω όλων των Συνόδων ακόμη και των Οικουμενικών, ώστε να μην έχουν καμιά ισχύ, εάν δεν τις επικυρώσει εκείνος;
Η «εξουσία» του «δεσμείν και λύειν», που ο Κύριος έδωσε στους Μαθητές Του (και κατ’ επέκτασιν στους επισκόπους και ποιμένες της Εκκλησίας), την οποία επικαλείται εδώ ο Σεβασμιώτατος, για να στηρίξει τους ισχυρισμούς του, δεν έχει καμιά σχέση με την τήρηση των Ιερών Κανόνων. Έχει ένα εντελώς διαφορετικό νόημα και λειτουργία μέσα στην Εκκλησία. Συνίσταται στην «εξουσία» της αφέσεως, ή όχι των αμαρτιών των ανθρώπων, η οποία πηγάζει από τον λόγο του Κυρίου «αν τινών αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, αν τινών κρατήτε, κεκράτηνται» (Ιω.20,23), όπως επίσης και από τον λόγο του «όσα εάν δήσητε επί της γης, έσται δεδεμένα εν τω ουρανώ, και όσα εάν λύσητε επί της γης, έσται λελυμένα εν τω ουρανώ» (Ματθ.18,18). Ασκείται μέσα στο χώρο του μυστηρίου της Μετανοίας και ιεράς Εξομολογήσεως και εντάσσεται στα πλαίσια της ποιμαντικής διακονίας των ποιμένων με στόχο στην σωτηρία των πιστών. Η «εξουσία» αυτή δεν ασκείται αυθαίρετα και κατά το δοκούν, αλλά σύμφωνα με την διδασκαλία του Ευαγγελίου και τους Ιερούς Κανόνες, με προϋπόθεση και κριτήριο την μετάνοια, ή όχι των πιστών. Ο ποιμένας παρέχει την άφεση, εν ονόματι του Χριστού, εκεί όπου υπάρχει μετάνοια, ενώ δεν την παρέχει, όπου υπάρχει αμετανοησία.
Αναφέρει επίσης πως: «Όποιος πράττει ενάντια στην γνώμη του Επισκόπου, αυτός ο άνθρωπος λατρεύει το διάβολο («Ο πράσσων δίχα της γνώμης του Επισκόπου τω διαβόλω λατρεύει»). Ερωτούμε τον Σεβασμιώτατο: Εκείνος ο Επίσκοπος που δεν υποτάσσεται στους ιερούς Κανόνες, αλλά τους «ανατρέπει» κατά το δοκούν και φέρνει «τα πάνω κάτω», ποιόν λατρεύει;
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και Παραθρησκειών