Ακολουθεί ο Χαιρετισμός- Εισήγηση του Μητροπολίτη Δημητριάδος και Αλμυρού Ιγνατίου στο συνέδριο με θέμα «Κανόνες της Εκκλησίας και Νόμοι της Πολιτείας» που πραγματοποιείται από σήμερα Παρασκευή μέχρι και και την Κυριακή, 15 Φεβρουαρίου, στο Συνεδριακό Κέντρο Θεσσαλίας:
Η συζήτηση για τις σχέσεις της Εκκλησίας και της Πολιτείας βρίσκεται συχνά στο επίκεντρο τόσο της ειδησεογραφικής επικαιρότητας όσο και του ακαδημαϊκού διαλόγου. Ποικίλες αφορμές προκαλούν συχνά έντονες συζητήσεις ή ακόμη και αντιπαραθέσεις, οι οποίες διαιωνίζουν, χωρίς να επιλύουν, χρόνιες παρεξηγήσεις ή αληθινά προβλήματα. Ένα από τα βασικά πεδία, όπου οι δυο χώροι συχνά συναντιούνται, με διαφορετικές αφετηρίες, είναι εξάπαντος η διαπλοκή των κανόνων της Εκκλησίας και των νόμων της Πολιτείας.
Πιο συγκεκριμένα, από την πλευρά της Εκκλησίας και της θεολογίας της, οι κανόνες, το Κανονικό Δίκαιό της, αποτελούν χωρίς αμφιβολία ένα από τα βασικά θεμέλια που προσδιορίζουν και ρυθμίζουν την ζωή και την ταυτότητα του εκκλησιαστικού σώματος. Έχει ειπωθεί με ευστοχία: ότι οι κανόνες δεν αποτελούν τίποτε περισσότερο από την πρακτική εφαρμογή των εκκλησιολογικών αρχών της Θεολογίας. Με άλλα λόγια, ότι το Κανονικό Δίκαιο συνιστά ουσιαστικά μία «εφαρμοσμένη εκκλησιολογία». Πρόκειται για διατάξεις, οι οποίες, απορρέοντας από την ίδια τη ζωή και τη θεολογία της εκκλησιαστικής κοινότητας, έχουν προσλάβει λιγότερο ή περισσότερο αναλλοίωτο και κανονιστικό χαρακτήρα στο πλαίσιο των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων, επιδιώκοντας έτσι να ρυθμίσουν διαχρονικά την εύρυθμη λειτουργία της ζωής της Εκκλησίας (τόσο σε επίπεδο συλλογικό-κοινοτικό όσο και σε επίπεδο ατομικό), αποτελώντας, τουλάχιστον σε επίπεδο αρχών, σηματοδότες, οδοδείκτες της ζωής της ερχόμενης Βασιλείας.
Την ίδια στιγμή, τα μέλη της Εκκλησίας, οι πιστοί χριστιανοί, ζουν και πορεύονται πάντοτε μέσα στα όρια ενός ορισμένου κράτους, στην περίπτωσή μας του ελληνικού, όπου υποχρεώνονται να υπακούουν και να τηρούν ως πολίτες τους δημοκρατικά ψηφισμένους νόμους της Πολιτείας και το Σύνταγμα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, λόγω μάλιστα και της ιδιαίτερης σχέσης που υπάρχει μεταξύ της Εκκλησίας και της ελληνικής Πολιτείας, να εμφανίζεται συχνά το ιδιαίτατο φαινόμενο, οι χριστιανοί πιστοί αλλά και εκπρόσωποι της θεσμικής Εκκλησίας, λ.χ. εμείς οι επίσκοποι και ιερείς, να βρίσκονται ανάμεσα σε δυο αντικρουόμενες, γύρω από ένα θέμα, διατάξεις, μεταξύ του Κανονικού Δικαίου της Εκκλησίας και των νόμων της Πολιτείας, μεταξύ «κανονικότητας» και «νομιμότητας». Αυτό έχει ως συνέπεια να ζούμε ένα έντονο δίλημμα για τον δρόμο που οφείλουμε να ακολουθήσουμε, γεγονός που έχει προκαλέσει ουκ ολίγες φορές σοβαρές συγκρούσεις μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας. Το γεγονός ότι τόσο η Εκκλησία όσο και η Πολιτεία στην ελλαδική επικράτεια διαθέτουν εκ φύσεως «πρωτογενή κανονιστική εξουσία», έχουν δηλαδή, το δικαίωμα να ορίζουν κανόνες για την εύρυθμη λειτουργία και τη ζωή των μελών τους, είναι αναμενόμενο να προκύπτουν με ένταση πολλές φορές ζητήματα, που αφορούν, αφενός μεν στον τρόπο ερμηνείας των επιμέρους αντιθέσεων που εμφανίζονται μεταξύ νόμων και κανόνων, αφετέρου δε ζητήματα που σχετίζονται με την ενδεχόμενη εναρμόνισή τους, την επιδιωκόμενη από ποικίλες πλευρές αναπροσαρμογή ή και ακύρωσή τους. Το κρίσιμο ζήτημα που προκύπτει τελικά αφορά στα όρια και τη δικαιοδοσία του Κανονικού Δικαίου απέναντι στους Νόμους της Πολιτείας, ή, με ευρύτερους ακόμη όρους, το κρίσιμο ζήτημα από πλευράς θεολογίας έχει να κάνει με τη θέση και τον ρόλο της Εκκλησίας στη δημόσια σφαίρα, σε ένα ραγδαία μεταβαλλόμενο, ακόμη και στη χώρα μας, περιβάλλον. Η πρόσφατη συζήτηση λ.χ. για το ζήτημα του λαθεμένα λεγόμενου πολιτικού όρκου ή ακριβέστερα της πολιτικής διαβεβαίωσης που ήρθε εκ νέου στην επιφάνεια, με αφορμή την συνταγματικά προβλεπόμενη ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης, ή παλαιότερα το ζήτημα του πολιτικού γάμου ή της ταφής και της καύσης των νεκρών, ή του συμφώνου συμβίωσης κ.ά. αναδεικνύει, νομίζουμε, την ανάγκη η Εκκλησία από την πλευρά της να ανοίξει τόσο ένα εσωτερικό διάλογο όσο και ένα διάλογο με την Πολιτεία, σχετικά με την εύρυθμη ρύθμιση των μεταξύ τους σχέσεων, στο πλαίσιο πάντοτε του αμοιβαίου σεβασμού και της αναγνώρισης εκατέρωθεν των διακριτών ρόλων και της πλούσιας και σημαντικής ιστορίας του κάθε δημόσιου θεσμού.
Για μια ακόμη φορά η πόλη μας, ο Βόλος, και η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών της Μητροπόλεώς μας, φιλοξενούν αυτή τη φορά ορισμένους από τους πλέον σημαντικούς και έγκριτους εργάτες της επιστήμης του Κανονικού Δικαίου αλλά και τους εκκλησιαστικολόγους του Δικαίου της Πολιτείας, προκειμένου, χωρίς φόβο και χωρίς πάθος, να προβληματιστούμε όλοι μαζί πάνω σε ορισμένες από τις πιο σημαντικές πτυχές του αξονικού ζητήματος της σχέσης μεταξύ των κανόνων της Εκκλησίας και των νόμων της Πολιτείας, οι οποίες (πτυχές) συχνά, ίσως με μια δόση υπερβολής, συνιστούν casus belli για τις μεταξύ αμοιβαίες τους σχέσεις. Σε μια περίοδο, όπου ο διάλογος στη χώρα μας φαίνεται να συνιστά είδος πολυτελείας, εάν όχι είδος προς εξαφάνιση, το Συνέδριο αυτό, σε συνεργασία με την Εταιρεία Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου, επιδιώκει αφενός μεν να συνεχίσει τη συζήτηση που άνοιξε η Ακαδημία μας με το πρόσφατο συνέδριο που διοργάνωσε τον περασμένο Μάιο του 2014 για τους Ιερούς Κανόνες και τις σύγχρονες προκλήσεις, αφετέρου δε να αφουγκραστεί εμπειρίες και να ψηλαφήσει τις αποκρυσταλλωθείσες εκκλησιολογικές αρχές του Κανονικού Δικαίου, ανοίγοντας έναν ειλικρινή διάλογο για μια αναγκαία περαιτέρω συζήτηση, χωρίς σε καμία περίπτωση να προτείνει έτοιμες και οριστικές λύσεις στα επιμέρους υπό συζήτηση θέματα. Για τούς λόγους αυτούς θέλω να ευχαριστήσω θερμά όλους τους φορείς διοργάνωσης του Συνεδρίου και ιδιαίτερα τον Πρόεδρο της Εταιρείας Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου, τον εκλεκτό μας καθηγητή κ. Ιωάννη Κονιδάρη, καθώς και τον Δικηγορικό Σύλλογο Βόλου για τη συνεργασία.