Του Λάμπρου Παγούνη
«Δίκαιος, ἐάν φθάσῃ τελευτῆσαι, ἐν ἀναπαύσει ἔσται» (Σοφ.Σολ. δ’. 7)
Μόλις λίγες ημέρες έχουν συμπληρωθεί από το απόγευμα της 21ης Φεβρουαρίου 2014, όπου η μακαριστή γερόντισσα Μαγδαληνή «ἐπλήρωσε το κοινόν καί ἀναπόφευκτον χρέος».
Η «καλογριά» όπως την αποκαλούσαν στον τόπο μας, παρέδωσε το ταλαιπωρημένο από την επίπονη ασθένεια σώμα της, «εἰς την γῆν, ἐξ ἧς ἐπλάσθη, μέχρι τῆς κοινῆς Ἀναστάσεως˙ ἡ δε ψυχή ἀπήλθεν προς τον πλάστην Θεόν ἡμῶν και δίκαιον κριτήν, ἐν ᾧ προσωποληψία οὐχ ὑπάρχει». Θλίψη γέμισε όμως τις καρδιές μας το άκουσμα της «κοιμήσεώς» της.
Η θλίψη του αποχωρισμού από την αγαπητή και ευλογημένη αυτή γερόντισσα που κάθε πονεμένος άνθρωπος έβρισκε δίπλα της την παρηγοριά.
Η θλίψη όμως αυτή, κατά βάση συναισθηματική, όταν ακόμα είναι νωπό το γεγονός του θανάτου, επισκιάζει την πνευματικότητα του γεγονότος αυτού.
Μια πνευματικότητα που έγινε ορατή με θαυμαστό τρόπο καθώς το σκήνωμα της γερόντισσας Μαγδαληνής διατηρήθηκε ζεστό και εύκαμπτο και της είκοσι ώρες που τέθηκε σε προσκύνηση.
Και αυτό το γεγονός μπορεί να ακούγεται παράδοξο σε μια κοσμική κοινωνία, αλλά αποτελεί σύνηθες γεγονός στην κοινωνία των μεγαλόσχημων μοναχών.
Είναι ένα γεγονός που αποδεικνύει ότι ο θάνατος αποτελεί απλά ένα πέρασμα. Ότι ο δίκαιος άνθρωπος όταν έλθει η ώρα του θανάτου, τον βιώνει απλά ως έναν ύπνο και μια ανάπαυση από τις φροντίδες της ματαιότητας του κόσμου τούτου.
Και θα αναρωτηθεί κάποιος ποιός ο λόγος να αναφερθούμε σε μια απλή και ταπεινή μοναχή. Η απάντηση έρχεται από τον παραβολικό λόγο του Χριστού που μας λέει ότι το αναμμένο λυχνάρι δεν το τοποθετούμε κάτω από το κρεβάτι αλλά το βάζουμε σε ψηλό σημείο για να φωτίσει το δωμάτιο.
Έτσι και εμείς, φωτεινά παραδείγματα ανθρώπων που αγάπησαν με όλη τους την ύπαρξη τον Θεό και μετέδωσαν το φως Του στις καρδιές των ανθρώπων με την απλή και ταπεινή ζωή τους, έχουμε την πνευματική υποχρέωση να τα προβάλλουμε ως παραδείγματα που αποδεικνύουν πως ο δρόμος της κατά Θεόν τελειώσεως είναι μεν δύσκολος, αλλά βατός για κάποιον που αγαπάει τον Θεό.
Η μακαριστή Γερόντισσα Μαγδαληνή, κατά κόσμον Δέσποινα Χαλβατζή, γεννήθηκε το έτος 1925 σε ένα χωριό προσφύγων από την Ανατολική Ρωμυλία, την Αγία Βαρβάρα Βεροίας.
Ήταν το τρίτο από τα τέσσερα τέκνα του Αθανασίου και της Μαρίας Χαλβατζή. Μεγάλωσε με τις αρχές μιας απλής και θρησκευόμενης οικογένειας, σεβόμενη τις παραδόσεις και τις αξίες που της μετέδωσαν.
Η αγάπη της για τον Χριστό φάνηκε από τα παιδικά της χρόνια, καθώς όπως η ίδια ομολογούσε το αγαπημένο της μάθημα ήταν τα θρησκευτικά. Το έτος 1950 νυμφεύθηκε τον Ιωάννη Παπαδίκη ενώ το 1951 απέκτησαν έναν υιό, τον Αργύριο.
Καθώς όμως διαβάζουμε στη Σοφία Σειράχ «εἰ προσέρχῃ δουλεύειν Κυρίῳ Θεῷ, ἑτοίμασον την ψυχήν σου εἰς πειρασμόν».
Το έτος 1962, ο σύζυγός της Ιωάννης, απεβίωσε αιφνιδίως σε ηλικία 40 ετών, αφήνοντάς την πίσω με τον μόλις 11 ετών υιό τους.
Ο πόνος όμως δεν άργησε να επισκεφτεί ξανά την μακαριστή γερόντισσα, καθώς την Μεγάλη Τρίτη του 1973 απεβίωσε και ο υιός της Αργύριος σε ηλικία 22 ετών μετά από μια μακρά και επίπονη ασθένεια.
Η γερόντισσα όμως δεν έχασε την πίστη της και την ελπίδα της στον Θεό. Οπλίστηκε με δύναμη και μετέτρεψε τον πόνο της σε προσευχή. Άρχισε να επισκέπτεται και να διακονεί την Ιερά Μονή Αγίου Αθανασίου Σφηνίτσης όπου τότε λειτουργούσε και ως ιερατική σχολή, ενώ στις 19 Ιουλίου του 1977 εκάρη μοναχή από τον τότε Μητροπολίτη Βεροίας κυρό Παύλο και έλαβε το όνομα Μαγδαληνή.
Παρέμεινε και διακόνησε στο μοναστήρι ασταμάτητα επί 15 έτη ενώ το έτος 1998 με την ευλογία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Βεροίας κ. Παντελεήμονος μετέβη στην Ιερά Μονή Παναγίας Μακρυράχης της Ιεράς Μητροπόλεως Κίτρους και Κατερίνης, όπου και παρέμεινε εγγεγραμμένη μέχρι την κοίμησή της.
Τα τελευταία όμως έτη, με την ευλογία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου πρώην Κίτρους και Κατερίνης κ. Αγαθονίκου, λόγω προβλημάτων υγείας, ζήτησε να μεταβεί και να διαμείνει στον τόπο καταγωγής της, μαζί με τον αδελφό της και τα ανίψια της, ενώ λίγο πριν κοιμηθεί εξέφρασε την επιθυμία να κηδευτεί και να ενταφιαστεί στο κοιμητήριο του χωριού, όπου ήταν ενταφιασμένοι ο σύζυγος και το τέκνο της.
Όσοι ζήσαμε τη μοναχή γερόντισσα Μαγδαληνή από κοντά, τον τελευταίο καιρό της δοκιμασίας της, θαυμάσαμε την υπομονή που υπέδειξε αλλά και τον δοξολογικό της τρόπο με τον οποίο επικοινωνούσε με τον Θεό.
Μας έλεγε «η Εκκλησία είναι όπως όταν βάζεις το χέρι σου στο μέλι και δοκιμάσεις και μετά δε θες να το αφήσεις. Όταν ζήσεις την Εκκλησία και σε γλυκάνει η παρουσία του Θεού στην καρδιά σου, τότε δεν μπορείς να την αποχωριστείς, ακόμα και όταν η ίδια η Εκκλησία σε πληγώνει».
Πάντα μας δίδασκε να τιμάμε τα ψυχοσάββατα και ο Θεός την αξίωσε να μεταβεί προς ουρανίους μονάς το Μέγα Ψυχοσάββατο της Απόκρεω.
Η μακαρία Γερόντισσα Μαγδαληνή «εὐάρεστη Θεῷ γενομένη, ἠγαπήθη˙ και ζῶσα μεταξύ ἁμαρτωλῶν, μετετέθη».
Ας έχουμε την ευχή της.