Οι εποχές έχουν αλλάξει και η αναπροσαρμογή των εκκλησιαστικών δεδομένων αναπόφευκτη έως επιβεβλημένη. Η αρχή, επίσης, της ευταξίας (Α΄ Κορ. 14:40) και της εν Κυρίω διακρίσεως (Β΄ Τιμ. 2:7) θα πρέπει να κατευθύνει εξάπαντος τις ενέργειες, τις αποφάσεις και τα σχεδιάσματα των εν τη Εκκλησία όντων και δη των ιθυνόντων. Ωστόσο, είμαστε υποχρεωμένοι την ίδια ώρα να παρατηρήσουμε ότι δεν πρέπει τίποτε από τα παραπάνω να αλλοιώσει το ορθόδοξο εν Χριστώ φρόνημα, το αιώνιο και διαχρονικό και απαρασάλευτο, καθώς και να επιτρέψει την τεχνήεσσα διείσδυση οιασδήποτε μορφής εκκοσμίκευσης στα πράγματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η μελλοντική Πανορθόδοξη Σύνοδος, η καλούμενη και ως Αγία και Μεγάλη, κατά την εσπευσμένη προκαταταληπτική δήλωση πολλών[1] δεν συνιστά Οικουμενική. Οπότε το ανακύπτον ζήτημα είναι η χρεία προσδιορισμού της ταυτότητας και της αναγκαιότητας μιας τέτοιας Συνόδου, πράγμα που θα επικυρώσει και την αλήθευση της ονοματοδότησης, πολλώ δε μάλλον της φύσης και σκοπιμότητός της. Προς το παρόν, πάντως, φαίνεται ότι η επιταγή της σύγκλησής της δεν αποτελεί τόσο διάθεση παρέμβασης στα τρέχοντα παγκόσμια καινοφανή και ολοένα αναφυόμενα ζητήματα, όσο απάντηση στη χρόνια σιωπή και αδυναμία άρθρωσης μιας οικουμενικής ορθόδοξης ενιαίας φωνής και ταυτόχρονα μια προσπάθεια ορατού επαναπροσδιορισμού της ενότητας των ευάριθμων ανά την υφήλιο κατά τόπους Ορθοδόξων Επισκοπών. Το πρόβλημα είναι στην τελευταία αυτήν περίπτωση η υποψία και η πιθανότητα να σύρονται οι Ορθόδοξοι από μια υποφώσκουσα ζήλεια και προσπάθεια απομίμησης της κακέκτυπης ρωμαιοκαθολικής παγκοσμίου (φαινομενικής) ενότητας, πράγμα που ποτέ στο παρελθόν δεν απασχόλησε την ορθόδοξη αυτοσυνειδησία και το οποίο σήμερα, εφόσον βέβαια επισυμβαίνει με τέτοιες προϋποθέσεις έστω και μερικώς, εξάπαντος δημιουργεί a priori ουσιώδη και δομικά προβλήματα, τα οποία είναι φυσικώς αναπόφευκτο να μην οδηγήσουν σε θετικά αποτελέσματα.
Ας ξεκινήσουμε από την αρχή της ομοφωνίας ή συναινέσεως (consensus). Αυτή η αρχή ισχύει κατά τη γνώμη μας εκ των υστέρων και όχι εκ των προτέρων. Δεν μπορεί μια εκκλησιαστική σύνοδος στη λήψη αποφάσεων να ερείδεται στην εν λόγω παράμετρο, διότι ανακύπτουν βασικότατα προβλήματα πάνω σε πολλά επίπεδα. Πέρα από την άσκηση του veto, την οποία επικαλούνται οι περισσότεροι και που δύναται τωόντι να προκαλέσει σύγχυση και συγκεκριμένα και ορατά λειτουργικά προβλήματα, αφαιρείται η ελευθερία του λόγου εκάστου προσωπικού χαρίσματος (των μετεχόντων προσώπων εννοώ) και διαφαίνεται μια απιστία στη δύναμη του Πνεύματος να συνδυάζει τη συλλογικότητα και την ατομικότητα και να εκφράζεται μέσα από τη χαρισματική πολυφωνία. Σε κάθε περίπτωση, η απογεννώμενη εκκλησιολογική παραχάραξη δύσκολα δύναται να παρακαμφθεί και ο σύλλογος των Επισκόπων θα θυμίζει μάλλον μια κομματική συνέλευση αντιπροσώπων (ο προκαθορισθείς αριθμός 24 αυτό δεν δηλώνει άραγε;), στην οποία θα πρέπει να υποταγεί κατά τινα τρόπο η προσωπική ετερότητα στην επιταγή μιας ομοφωνίας (την οποία ποιος τελικά θα καθορίζει ή θα διασφαλίζει;), χωρίς αυτό να πραγματούται με τον φυσικό και χαρισματικό συνοδικώς τρόπο, ως θα ώφειλε μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας.
Η παράδοση της Εκκλησίας δεν υποστηρίζει άχρι στιγμής ομοφωνία στις λήψεις αποφάσεων σε συνοδικό επίπεδο, αλλά τη συμφωνία του πληρώματος της Εκκλησίας στις ληφθείσες αποφάσεις, οι οποίες πέφτουν στο κενό σε κάθε άλλη περίπτωση, έστω και αν έχουν παρθεί με συντριπτικές πλειοψηφίες (πλήρης παραδειγμάτων σχετικώς η εκκλησιαστική ιστορία). Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει τη μη δυνατότητα εκφοράς μιας ετέρας σχετικής απόψεως,[2] αλλά δεν φαίνεται να προτείνεται στις δυσχερείς και ύποπτες εθνοφυλετικώς μέρες μας με τη δέουσα και την πλέον καλοπροαίρετη πειστικότητα. Πέρα όμως από αυτό, στην ίδια την πράξη αυτοανηρέθη η θέση τούτη με την ήδη λήψη των όποιων πρόσφατων αποφάσεων απόντος του πρεσβυγενούς Πατριαρχείου της Αντιοχείας!
Μένοντας στη στάση τής εν λόγω δοκιμαζόμενης Εκκλησίας της Μ. Ανατολής, διαπιστώνουμε για μια ακόμη φορά πως το βασικό θέμα – πέρα από το ζήτημα των διαθρησκειακών διαλόγων (Οικουμενισμού στη συνείδηση των πολλών) και των προβλημάτων της βιοηθικής – με το οποίο θα πρέπει να ασχοληθεί η Πανορθόδοξη είναι ο εθνοφυλετισμός και η εκκλησιαστική Διασπορά. Όταν βλέπουμε ένα τόσο μεγάλου ιστορικού και εκκλησιαστικού ειδικού βάρους πρεσβυγενές Πατριαρχείο να απέχει της συμβολικής ενωτικής συμπαράστασης των απανταχού Ορθοδόξων Προκαθημένων στο Φανάρι την περασμένη Κυριακή της Ορθοδοξίας λόγω ενός θέματος στενότατης τοπικής διένεξης με άλλη Τοπική Εκκλησία (των Ιεροσολύμων), κατανοούμε απλούστατα τη μέγιστη σπουδαιότητα και προτεραιότητα του ζητήματος του εθνοφυλετισμού και συνάμα την αφερεγγυότητα μιας παγκόσμιας ορθόδοξης μαρτυρίας, εφόσον η εσωτερική της ενότητα – στοιχείο της ταυτότητος και της δυναμικής της εξάπαντος – έχει ουσιαστικά προβλήματα.
Οι Ρώσοι προτείνουν ομοφωνία και επιθυμούν οπωσδήποτε εναργέστερη παρουσία σε όλες τις διορθόδοξες διασκέψεις, σύμφωνα και με τις δηλώσεις τους μάλιστα, αλλά δεν πείθουν με μια σειρά ενεργειών τους, όπως π.χ. με το νωπό παράδειγμα της απροκάλυπτης παρέμβασής τους στα εκκλησιαστικά εσωτερικά της Τσεχίας. Δεν ακούγεται, επομένως, πειστική η φραστική εκ μέρους τους αναγνώριση του πρωτείου του Οικουμενικού, αλλά ούτε και μέσα από άλλες σχετικές δηλώσεις τους πιστοποιούν τον από την πλευρά τους ενστερνισμό τής «μη αριθμητικής εκκλησιολογίας», την οποία πρεσβεύουν λόγοις μάλλον παρά έργοις. Εμείς, βέβαια, μέσα από όλα τούτα συνειδητοποιούμε για μια ακόμη φορά ότι ο εθνοφυλετισμός (πρέπει να) είναι το νούμερο ένα στην ατζέντα της Πανορθόδοξης.
Δυστυχώς, η ισχύς της ιουδαϊκόσχημης αυτής εκκλησιολογικής νόσου ήδη προκαλεί αντιαισθητικές τουλάχιστον παρενέργειες στην προγενετική ακόμη φάση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Για παράδειγμα, η συμφωνία του τρόπου σύστασης και διάταξης του προεδρείου με τέτοιες περιττές (;) λεπτομέρειες, όπως αυτές περί της εκ δεξιών και εξ ευωνύμων του Πατριάρχη παραστάσεως των λοιπών Προκαθημένων – λες και αυτό ήταν το μείζον ζήτημα που καίει το ορθόδοξο και μη πλήρωμα της οικουμένης! – και αρκετά άλλα ακόμη εντός και εκτός παρασκηνίων δεν μπορεί παρά να υποσκάπτουν εν τη γενέσει της το κύρος της μελλούσης Συνόδου και να προβληματίζουν έντονα προς πάσα κατεύθυνση.
Η εκκοσμίκευση χτυπάει πάντοτε την πόρτα της Εκκλησίας και με την υλι(στι)κή πρόοδο της ανθρωπότητας ολοένα και περισσότερο και εντονότερα. Φυσικά και η Εκκλησία δεν πρέπει να ενδίδει στις μετανεωτερικές τούτες Σειρήνες. Καλό και επιβεβλημένο είναι να μη συσχηματίζεται με εγκόσμια μορφώματα και πρακτικές ούτε να επιτρέπει δι’ εαυτήν τέτοιες υποψίες και μομφές, έστω και αμυδρώς. Δυστυχώς δεν μπόρεσε εν προκειμένω να μην αφήσει σχετικές γεύσεις σε μερικά σημεία, όπως ας πούμε στον αριθμό των συμμετεχόντων Επισκόπων από κάθε Εκκλησία. Ο αποκλεισμός της φωνής έστω και του ελαχίστου Επισκόπου – αν και καταχρηστικώς εκφραζόμαστε με τέτοιον τρόπο, εφόσον δεν υφίσταται εκκλησιολογικώς παρά μόνον ισότητα στους φορείς του χαρίσματος τούτου – δεν συνάδει προς την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και σίγουρα δεν είναι θεμιτό και όμορφο από πολλές απόψεις. Τονίσαμε, βέβαια, από την αρχή ότι οι εξωτερικές συνθήκες επιβάλλουν πολλές φορές για λόγους ευταξίας κάποιες πρακτικές και αναγκαίες προσαρμογές, ωστόσο δεν φαίνεται στην περίπτωση της επικείμενης Πανορθοδόξου να έχει γίνει προσπάθεια να υπάρξει πληρότητα των επισκοπικών φωνών, πολλώ δε μάλλον των υπολοίπων εκκλησιαστικών χαρισμάτων κατά την καίρια, λίαν σημαντική και εύστοχη παρατήρηση του καθηγητή Π. Βασιλειάδη[3]. Αντιθέτως, η αίσθηση που μας μένει είναι αυτή μιας προσπάθειας ρύθμισης των αριθμητικών συσχετισμών ανάμεσα στις Τοπικές Εκκλησίες, σύμφωνα με τους θεμιτούς ή αθέμιτους ανταγωνισμούς και τις προθέσεις αλλήλων, γεγονός εξάπαντος απαράδεκτο από εκκλησιολογικής επόψεως, όπως ήδη σημειώθηκε.
Το κοινό ανακοινωθέν των Ορθοδόξων Προκαθημένων αποτελεί, ως φαίνεται, μια ακόμη επανάληψη των εν είδει ευχολογίων παλαιότερων σχετικών κειμένων τους. Είναι, ωστόσο, ικανοποιητικές αυτές οι παρεμβάσεις για τον σύγχρονο πάντη συγχυσμένο, απορφανισμένο και ανέστιο, αλλά και λίαν απαιτητικό άνθρωπο; Έως πότε, επίσης, θα απέχει η Εκκλησία και θα κωφεύει στα επιτακτικής ανάγκης εξεύρεσης λύσης και διεξόδων χρήζοντα μετανεωτερικά ερωτήματα και απορήματα; Μέχρι πότε ακόμη θα πείθει για την αλήθειά της μια Εκκλησία, όταν έχει αιώνες μετά την τελευταία Οικουμενική να συνέλθει συνοδικώς για φλέγοντα ζητήματα; Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει την αναπόδραστη αναγκαιότητα σύγκλησης μιας νέας Οικουμενικής, αλλά μιας συναφούς πανορθόδοξης συνάξεως με ισχυρή ποιμαντική και δογματική ατζέντα. Σε κάθε περίπτωση, οι εκθέσεις ιδεών – δυστυχώς δεν μπορούμε να μην καταγράψουμε αυτήν την αίσθηση που μας προκαλούν οι σχετικές πανορθόδοξες ανακοινώσεις στη διάρκεια του τελευταίου αιώνα – πρέπει να παραχωρήσουν τη θέση τους σε ουσιαστικές παρεμβάσεις και τοποθετήσεις πάνω στα καίρια επικαιρικά ζητήματα. Οι φωνές της μετανεωτερικότητας δεν μπορούν πια να καλυφθούν κάτω από άλλες αναβολές και επαναλήψεις σαθρών προσχηματικών αιτιολογήσεων, πολύ όμως περισσότερο δεν πρέπει να αφήνουν οι κραυγές της πείνας και της δίψας του σημερινού ανθρώπου ασυγκίνητη τη μοναδική οντολογική τροφό του κόσμου: την Εκκλησία.
Μετά από τα παραπάνω, λίγη έως μηδαμινή σημασία φαίνεται να αποκτά κάθε βαρύγδουπος τίτλος περί Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και κάθε σημειολογικό σχεδίασμα για σύγκλησή της στον τόπο της Β’ Οικουμενικής. Το πρώτιστο και ουσιαστικό είναι ακριβώς μια προσυνοδική διάσκεψη για τον καθορισμό της φύσης, του αυτοπροσδιορισμού και της αυτοσυνειδησίας της. Με λίγα λόγια, υπάρχει σοβαρός λόγος να πραγματοποιηθεί εν τέλει και αν ναι, ποιος είναι αυτός και τι καινούργιο θα κομίσει στην ανθρωπότητα; Η μακροχρόνια εξάπαντος προετοιμασία της δεν αφήνει περιθώρια για μια ανούσια συνάντηση προς ανταλλαγή και δημόσια διατύπωση των αυτονόητων ή των συνηθισμένων αοριστολογικών και τετριμμένων ανώδυνων θέσεων.
ΠΗΓΗ: www.amen.gr/