You are currently viewing Γιορτάζαμε μαζί σου

Γιορτάζαμε μαζί σου

  • Reading time:1 mins read

ΑΠΟ       

 

Θυμάμαι την μέρα της γιορτής σου νάναι παρόμοια με τις γιορτές του πατρικού μου σπιτιού.

Να έχει την ίδια γλύκα, το ίδιο χαρούμενο ανακάτωμα, να στρώνονται τα καλά χαλιά, τα επίσημα κεντήματα, να γυαλίζονται τα πόμολα, να βγαίνουν οι καλοί δίσκοι, να μυρίζει ο τόπος ευωχία μαγειρεμένου φαγητού, να γεμίζουν οι κρυστάλλινες πιατέλες γλυκά, να χαμογελούν οι άγιοι στις κορνίζες τους και ο Χριστός -νομίζω- να αγάλλεται με την χαρά των παιδιών Του.
Άνθρωποι να ανεβοκατεβαίνουν τις σκάλες, άλλοι απλά για να συμμετέχουν στην κίνηση και άλλοι για να ετοιμάσουν την γιορτή του Δεσπότη.
Εσύ ήσουν πάντα ο ίδιος, με μόνη εξαίρεση το που γινόταν πιο πλατύ και πιο παιδικό το χαμόγελό σου.
Στην μεγάλη, επίσημη αίθουσα, μέσα στα φώτα, δεχόσουν τους ανθρώπους και γνώριζες τους περισσότερους με τα μικρά τους ονόματα, ακριβώς όπως ο πατέρας τα παιδιά του. Κι” εμείς έτσι ερχόμασταν. Σαν τα παιδιά στην καλή μέρα του πατέρα.
Αυτό το πανηγύρι απλωνόταν σε όλο το μητροπολιτικό μέγαρο. Έφτανε μέχρι το ημιυπόγειο που ήταν ο ραδιοφωνικός μας σταθμός, όπου ανακατεύονταν χαρτάκια από φοντάν με χαμόγελα, τραγούδια στα FM με ευχές ακροατών και βυζαντινές μουσικές με τρεχαλητά της κυρα Μαρίας (της νεωκόρου του μητροπολιτικού παρεκκλησίου) με τα εγκόλπια των επισκεπτών δεσποτάδων και την αγωνία των αρχιμανδριτών – διακονητών να πάνε όλα καλά και να μην μείνει κάποιος παραπονεμένος.
Ανεμίζοντα ράσα, πορφυρά στρωσίδια, ζάχαρη, μικρό δοξαστικό…..
Μετά έφυγες για την Αθήνα. Γιόρταζες με άλλους.
Το μητροπολιτικό μέγαρο έκλεισε.
Η δόξα του Θεού -την φερώνυμο ημέρα- αφορούσε αποκλειστικά τον Όσιο Χριστόδουλο της Πάτμου και όσα εμείς βλέπαμε στην τηλεόραση για σένα….
Πιο ύστερα έφυγες και από τούτον τον κόσμο……..
Στον ουρανό, πατέρα, την μέρα του ονόματός σου βλέπεις άραγε τον Όσιο της Πάτμου; “Η μήπως επειδή όλα εκεί είναι γιορτή από το Φως του προσώπου Του, δεν υπάρχουν ξεχωριστές μέρες αλλά όλες είναι πασπαλισμένες ζάχαρη, στο άχρονο της θείας ηδύτητος;
Αντιλαμβάνεσαι -πιστεύω- ότι δεν σε ξεχάσαμε, πατέρα.
Ίσως και να σου φέρνει ο άγγελος την φλόγα των κεριών που ανάβουμε για σένα, μπορεί και κανένα κουπάκι από τα κόλλυβά σου (για να δεις πως στην άχνη τα ασημοκουφέτα γράφουν τ” όνομά σου). Σίγουρα όμως φτάνει εκεί ψηλά ,το λιβάνι που θυμιάζει την μνήμη σου και πιθανόν και το αλμύρισμα των κρυφών μας δακρύων.
Τώρα πια μαζεύτηκαν τα πορφυρά χαλιά, τα ράσα φοβούνται να ανεμίσουν στην ασέβεια της πατρίδας, τα χαμόγελα έσβησαν, τα φώτα σβήνουν, παίρνουμε τον λίγο Χριστό που έχουμε μέσα μας και κρυβόμαστε σε Αιγύπτους (καθώς ο πολυπρόσωπος Ηρώδης -επιτακτικά- ζητά την ψυχήν του Παιδίου και των παιδιών Του), οι φωνές των πιστών γίνονται πνιχτοί λυγμοί που παρηγορούνται σε μικρά «Κύριε ελέησον» και οι πόρτες κλείνουν νωρίς τα βράδια.
Οι γιορτές έχουν τελειώσει πατέρα.
Μας έχει μείνει μόνο ένα τσαλακωμένο χρυσόχαρτο -που το είχαμε ξεχασμένο στην τσέπη μιας ζακέτας- αλλά δεν μυρίζει πια σοκολατάκι.
Τί να σου κάνει κι” αυτό, τόσα χρόνια στην αποπνικτική μοναξιά ενός ρούχου που έπαψε να είναι εόρτιο;
Κάποια φορά σκέφτηκα να το ισιάξω και να γράψω πάνω του -με αφορμή εσένα- όσα χωρέσουν ονόματα «υπέρ αναπαύσεως», για να τα μνημονεύω στις προσευχές μου αλλά δεν το έκανα.
Μπορεί -τελικά- να γράψω τ” όνομά σου για να θυμάμαι πως αγαπούσες τα γλυκά, πως ζήσαμε γλυκά μαζί σου και για να ελπίσω πως το χαμόγελο σου θα το στείλει ο καλός Θεός κάποια νύχτα στα ενύπνια όσων σε αγαπήσαμε, για να αρχίσουν -επιτέλους- να ξημερώνουν οι μέρες που μαζί ονειρευτήκαμε.
Μπορεί όμως και να το πετάξω.
Δεν υπόσχομαι τίποτε.
Μόνο ότι θα σε θυμάμαι!