Έκπληξη, απορίες και ερωτηματικά με ποικίλα δημοσιεύματα στο διαδίκτυο και όχι μόνον, από μεγάλη μερίδα του θεολογικού κόσμου και του πιστού λαού του Θεού, προκάλεσε η δημοσίευση μιάς πρόσφατης, (15.1.2015), Εγκυκλίου της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος με θέμα: «Λειτουργία ιστοσελίδων εκ μέρους εκκλησιαστικών φορέων και εκ μέρους κληρικών και μοναχών».
Στη παρούσα σύντομη ανακοίνωσή μας δεν θα προσπαθήσουμε, να σχολιάσουμε λεπτομερώς το περιεχόμενο της επίμαχης αυτής εγκυκλίου.
Έχει ήδη δημοσιευθεί στο διαδίκτυο ένα ρωμαλέο, με άριστη θεολογική και πατερική τεκμηρίωση κείμενο της Συνάξεως Κληρικών και Μοναχών με τίτλο: ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ της Συνάξεως Ορθοδόξων Κληρικών και Μοναχών στο υπ’ αριθ. πρωτ. 187/Διεκπ.79/15-1-2015 Εγκύκλιο Σημείωμα της Ιεράς Συνόδου με θέμα «Λειτουργία ιστοσελίδων εκ μέρους εκκλησιαστικών φορέων και εκ μέρους κληρικών και μοναχών», στο οποίο παραπέμπουμε τον αναγνώστη.
Θα περιοριστούμε στο σχολιασμό ορισμένων μόνο σημείων της Εγκυκλίου.
Κατ’ αρχήν στην Εγκύκλιο απουσιάζει ο θεολογικός λόγος. Απουσιάζει η προσπάθεια θεμελιώσεως των αποφάσεών της στους Ιερούς Κανόνες και την Αγία Γραφή. Εντεύθεν το κείμενο της Εγκυκλίου μοιάζει περισσότερο με νομικό διάταγμα, παρά με ένα θεοφώτιστο εκκλησιαστικό κείμενο, που αποπνέει το άρωμα του ευαγγελικού και πατερικού λόγου.
Γι αυτό και καταντά τελικά ένα κείμενο θεολογικά μετέωρο.
Επίσης η Εγκύκλιος κάνει λόγο για «ειδική κυριαρχική σχέση» όσων προσέρχονται «στόν Ιερό Κλήρο καί τόν Μοναχισμό». Λησμονούνται ωστόσο κάποιες βασικές αλήθειες:
Ότι η οφειλόμενη υπακοή στον επίσκοπο δεν μπορεί να έχει κοσμικό και άρα «κυριαρχικό» χαρακτήρα. Δεν μπορεί δηλαδή να είναι σε καμιά περίπτωση απομίμιση του τρόπου, με τον οποίο κυβερνούν οι κοσμικοί άρχοντες τους λαούς, διότι τότε έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τον λόγο του Κυρίου: «οίδατε ότι οι άρχοντες των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αυτών.
Ουχ ούτως έσται εν υμίν, αλλ’ ός εάν θέλη εν υμίν μέγας γενέσθαι, έσται υμών διάκονος, και ός εάν θέλη εν υμίν είναι πρώτος, έσται υμών δούλος» (Ματθ. 20,25-27).
Ο απόστολος Παύλος σε πλήρη συμφωνία με τον ανωτέρω λόγο του Κυρίου λέγει στην Β΄ προς Κορινθίους επιστολή του: «Ουχ ότι κυριεύομεν υμών της πίστεως, αλλά συνεργοί εσμέν της χαράς υμών» (1,24). Και στην Α΄ προς Κορινθίους: «Ούτως ημάς λογιζέσθω άνθρωπος, ως υπηρέτας Χριστού και οικονόμους μυστηρίων Θεού» (1,4) και άρα όχι ως κοσμικούς εξουσιαστές.
Η υπακοή προς τον επίσκοπο οφείλει να έχει καθαρά πνευματικό χαρακτήρα. Ο κατώτερος κλήρος υποτάσσεται στον οικείο επίσκοπο, διότι και αυτός με την σειρά του υποτάσσεται στον Χριστό, τηρεί τις εντολές του Χριστού, τηρεί τους Ιερούς Κανόνες, τηρεί τις φρικτές υποσχέσεις, που έδωσε κατά την ώρα της χειροτονίας του, ότι θα φυλάσσει τα δόγματα της Ορθοδόξου πίστεως και δεν θα παρεκκλίνει από αυτά ούτε στο ελάχιστο.
Πράγμα που σημαίνει κατ’ επέκτασιν, ότι θα καταπολεμεί κάθε αίρεση και πλάνη, που οδηγεί το ποίμνιό του στη απώλεια.
Όταν όμως ο οικείος επίσκοπος δεν τηρεί τους Ιερούς Κανόνες, όταν για παράδειγμα τους καταπατεί, συμπροσευχόμενος με αιρετικούς, ή επιτρέπει σε αιρετικούς να εισέρχονται και να ασπάζονται την αγία Τράπεζα, ή όταν αντί να καταπολεμήσει την αίρεση σιωπά ενόχως, ή, (το χειρότερο), προωθεί την αίρεση εκφράζοντας αιρετικές και κακόδοξες θέσεις, τότε πώς μπορεί να έχει την απαίτηση της υπακοής από τον κατώτερο κλήρο και τον μοναχισμό;
Στην προκειμένη περίπτωση ισχύει ο λόγος του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου: «Πως ουν ο Παύλος φησι “πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε”; Ανωτέρω ειπών, “ων αναθεωρούντες την έκβασιν της αναστροφής μιμείσθε την πίστιν”, τότε είπε, “πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε”.
Τι ουν, φησίν, όταν πονηρός η, και μη πειθώμεθα; Πονηρός, πως λέγεις; ει μεν πίστεως ένεκεν, φεύγε αυτόν και παραίτησαι, μη μόνον αν άνθρωπος η, αλλά καν άγγελος εξ ουρανού κατιών• ει δε βίου ένεκεν, μη περιεργάζου» (Υπόμνημα εις την προς Εβραίους Επιστολήν, Ομιλία ΙΔ΄, 1, ΕΠΕ 25, σ. 372).
Άρα λοιπόν ο επίσκοπος δεν είναι, δεν μπορεί να είναι, ένα δικτάτορας, που απαιτεί στανικώ τω τρόπω, να επιβάλλει αυθαίρετα τις αποφάσεις του μόνο και μόνο επειδή βρίσκεται σε θέση εκκλησιαστικής ισχύος και υπεροχής. Οι σχέσεις που τον συνδέουν με τον κατώτερο κλήρο και τον μοναχισμό δεν μπορεί είναι διοικητικές- υπαλληλικές, αλλά πρωτίστως πατρικές και πνευματικές.
Οι σχέσεις υπακοής των κατωτέρων κληρικών και μοναχών προς τον οικείο επίσκοπο, όπως επίσης και οι σχέσεις υπακοής των επισκόπων στις συνοδικές αποφάσεις της ιεραρχίας σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αίρει το αναφαίρετο και συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου, (βλέπε άρθρα του Συντάγματος 5 παρ. 1, 5Α, 14 παρ. 1 καί 2), σε μια ελεύθερη δημοκρατική κοινωνία, απλούστατα διότι έχουν και αυτοί τα ίδια πολιτικά δικαιώματα με το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο.
Η κληρική, ή η μοναστική τους ιδιότητα δεν τους καθιστά πολίτες δευτέρας κατηγορίας έναντι της πολιτείας με μειωμένα πολιτικά δικαιώματα. Κάθε απόπειρα καταργήσεως, ή περιορισμού των είναι παράνομη, όχι μόνο έναντι της πολιτείας, αλλά και έναντι του Θεού, διότι στραγγαλίζει την ελευθερία του ανθρωπίνου προσώπου, η οποία συνιστά βασικό και θεμελιώδες γνώρισμα του κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού δημιουργηθέντος ανθρώπου.
Η Εγκύκλιος μεταξύ των άλλων καθορίζει και το περιεχόμενο των κειμένων, που επιτρέπει να δημοσιεύονται στις ιστοσελίδες των Ενοριών, ιερών Μονών κ.λ.π. Έκπληξη προκαλεί το γεγονός, ότι ουδείς λόγος γίνεται για κείμενα αντιαιρετικού περιεχομένου, ωσάν οι ποικίλες αιρέσεις και μάλιστα η παναίρεση του Οικουμενισμού, να έχουν αντιμετωπιστεί επιτυχώς από την ιεραρχία με κατάλληλα ποιμαντικά μέτρα και συνοδικές αποφάσεις και δεν αποτελούν πλέον κίνδυνο για τον πιστό λαό του Θεού. Αντίθετα ως «αίρεση» χαρακτηρίζεται κάθε «λόγος παραταξιακός, προπαγανδιστικός καί σχισματικός πρός τόν επιχώριο επίσκοπο ή τούς άλλους εκκλησιαστικούς ηγέτες».
Μ’ άλλα λόγια η Εγκύκλιος δεν «βλέπει» πουθενά αλλού την αίρεση, παρά μόνον στον «παραταξιακό, προπαγανδιστικό κ.λ.π.» λόγο.
Κατ’ αρχήν κανένας δεν διαφωνεί, ότι κάθε «παραταξιακός κ.λ.π» λόγος θα πρέπει να πατάσσεται και οι κληρικοί, ή μοναχοί, που ευθύνονται για παρόμοια παραπτώματα, να παραπέμπονται στα αρμόδια εκκλησιαστικά δικαστήρια.
Ωστόσο ο εντοπισμός της αιρέσεως μόνο στον παρά πάνω λόγο σε συνδυασμό με την ασάφεια και την αοριστία, με την οποία, διατυπώνεται ο λόγος αυτός, εγείρει εύλογα πολλά ερωτήματα: Είναι «παραταξιακός κ.λ.π» ο λόγος, που ελέγχει την αίρεση του Οικουμενισμού;
Ο λόγος που ελέγχει κακόδοξες οικουμενιστικές θεωρίες, που διατυπώνονται από αρχιερείς και πατριάρχες;
Ο λόγος που ελέγχει τις συμπροσευχές και άλλες παραβάσεις των Ιερών Κανόνων; Ο λόγος που ελέγχει την σιωπή πολλών ιεραρχών απέναντι στην αίρεση του Οικουμενισμού;
Ο λόγος που εκφράζει την αγωνία για την αδράνεια να καταπιαστούμε και να αντιμετωπίσουμε φλέγοντα και καυτά θέματα, όπως το θέμα του μαθήματος των θρησκευτικών, ο αντιρατσιστικός νόμος, η ανέγερση μουσουλμανικού τεμένους στο Βοτανικό, η κατάργηση της αργίας της Κυριακής, η παρουσίαση βλασφήμων θεατρικών έργων τύπου Korpus Christi, οι παρελάσεις ομοφυλοφίλων κάθε χρόνο σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, η ίδρυση κατευθύνσεως ισλαμικών σπουδών στην Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ, κακόδοξες θέσεις ιεραρχών, που παρουσιάζουν τον Παπισμό ως Εκκλησία σε παπικές εκδηλώσεις και ημερίδες και πολλά άλλα;
Όπως δε πολύ εύστοχα σημειώνει το κείμενο της Συνάξεως Κληρικών και Μοναχών, που μνημονεύσαμε παρά πάνω: «ο ελεγκτικός των κακώς εχόντων και κακώς πραττομένων λόγος αποτελεί αξιόποινη «αίρεση», ενώ η ίδια η (ελεγχόμενη) αίρεση αποκλείεται του ελέγχου»;
Ας μας εξηγήσει η ιεραρχία εάν όλες τις παρά πάνω περιπτώσεις, που αναφέραμε τις θεωρεί λόγο «παραταξιακό κ.λ.π».
Φοβούμεθα, ότι επιχειρείται φίμωση του αντιαιρετικού λόγου και ότι η φίμωση αυτή στοχεύει σε συγκεκριμένους αποδέκτες.
Στοχεύει σε κάποια συγκεκριμένα ιστολόγια, τα οποία με παρρησία και θάρρος ορθώνουν Ορθόδοξο ομολογιακό λόγο και ασκούν ενοχλητική κριτική σε λόγους και πράξεις εκκλησιαστικών προσώπων, που σκανδαλίζουν και εξοργίζουν τον κλήρο και τον πιστό λαό του Θεού.
Είναι φανερό, ότι η Εγκύκλιος «φωτογραφίζει» συγκεκριμένα ιστολόγια, που ελέγχουν επισκοπικά ολισθήματα, ιδιαιτέρως επί θεμάτων Οικουμενισμού και εκκοσμικεύσεως, προκαλώντας, κατ αυτόν τον τρόπο την αντίδραση των θιγομένων προσώπων.
Δεν αρνούμεθα, ότι και από την πλευρά των ιστολογίων γίνονται λάθη και υπερβολές. Ουδείς αλάθητος και ουδείς αναμάρτητος.
Για παράδειγμα παρατηρήθηκαν άκρως μεμονωμένα φαινόμενα ιστολογίων, τα οποία φιλοδοξούσαν να υποκαταστήσουν την ζώσα ποιμαντική διακονία δια της εικονικής πραγματικότητας του διαδικτύου.
Έχουν παρατηρηθεί περιπτώσεις αναφοράς πολλών πιστών σε κληρικούς ιερών προσκυνημάτων με e-mail, εξομολογήσεις μέσω Skype, ή περιπτώσεις, όπου μέσω του διαδικτύου και ιδιαίτερα μέσω της κοινωνικής δικτύωσης, (facebook), εκδηλώνονται φαινόμενα ανηθικότητας και βαρυτάτου σκανδαλισμού των πιστών. Αυτά είναι ατοπήματα, που κανένας δεν μπορεί να αρνηθεί.
Άλλο όμως αυτό και άλλο, να καταργείται με Συνοδική Εγκύκλιο συνολικά ο υπό των ιστολογίων εκπεμπόμενος αντιαιρετικός και ομολογιακός λόγος!
Τα όποια λάθη, μπορούν να αντιμετωπίζονται και να διορθώνονται κατά περίπτωσιν με κατάλληλες ενέργειες από την πλευρά της ιεραρχίας και αφού δοθούν οι αναγκαίες εξηγήσεις εκατέρωθεν προς άρσιν τυχόν παρεξηγήσεων.
Ασφαλώς δεν είναι παράξενο να γίνονται λάθη όχι μόνον σε προσωπικό, αλλά και σε συνοδικό επίπεδο. Έχουμε πολλά παραδείγματα αποτυχημένων, ή ακόμη και κακοδόξων αποφάσεων στην εκκλησιαστική μας ιστορία.
Πιστεύουμε ακράδαντα, ότι η απόσυρση της Εγκυκλίου με την παρούσα της μορφή θα αναβαθμίσει το κύρος της ιεραρχίας απέναντι στον ελληνικό λαό, ενώ αντίθετα τυχόν προσπάθεια εφαρμογής της, θα πυροδοτήσει αναπόφευκτα ακόμη μεγαλύτερες αντιδράσεις και θα προκαλέσει νέες δημοσιεύσεις.
Πιστεύουμε, ότι η απόσυρσή της αποτελεί μια πράξη ενδεδειγμένης και συνετούς εκκλησιαστικής πολιτικής.