Αλέξανδρος Μόρντουντακ
Για τις τράπεζες, λέει η Πρώτη Φορά Αριστερά, φταίνε οιΕυρωπαίοι που δεν δίνουν χρήματα στη χώρα για να αποδείξει ότι δεν τους έχει ανάγκη (!), αλλά και όσοι Έλληνες πήγαν να σηκώσουν τα χρήματά τους, επειδή φοβήθηκαν ότι θα κλείσουν οι τράπεζες και θα επιβληθούν capital controls – όπως και έγινε. Το πρόβλημα δεν είναι ότι η κυβέρνηση απέδειξε τον πολιτικό της νανισμό και την ουσιαστική της αδυναμία να ηγηθεί και να προστατεύσει τους πολίτες ακόμα και από μία αυτοεκπληρούμενη προφητεία, αν κάποιοι επιμένουν να χαρακτηρίζουν με αυτόν τον τρόπο τα σύγχρονα δεδομένα. Το πρόβλημα είναι πως, προσπαθώντας να ενοχοποιήσει και να γελοιοποιήσει τους φοβισμένους (συντηρητικούς και μη) πολίτες, τους «βολεμένους», τους «νοικοκυραίους», τους όπως-θέλει-να-χαρακτηρίζει-κάθε-φορά-όσους-δεν-είναι-πρόθυμοι-να-καταστραφούν, η αριστερά, όχι μόνο η πρώτη φορά, αλλά η κάθε φορά, αποδεικνύει με μια ακόμη αφορμή πως είναι πρόθυμη να κατασπαράξει τον άνθρωπο για να αναζητήσει τον «ήρωα», όχι μόνο αδιαφορώντας για τις τραγικές καταστάσεις που θα τον αναδείξουν, όχι μόνο απαξιώνοντας τις εγγενείς προκλήσεις της απλής καθημερινότητας και τις προσπάθειες όσων την παραδέχονται ως βάση των προσωπικών τους εκστρατειών, αλλά προσκαλώντας και γιορτάζοντας την περιττή κάθε φορά τραγωδία με χαμόγελα, όπως εκείνα που με τόσο χυδαίο τρόπο επιδείκνυαν στελέχη της κυβέρνησης, όταν ανακοινώθηκε το δημοψήφισμα και όταν έκλεισαν οι τράπεζες.
Τα έθνη αξίζουν την προοπτική των μεγάλων ωκεανών. Και η Ελλάδα δικαιούται καπετάνιους για φουρτούνες, που λένε «ΝΑΙ» στους μεγάλους πλόες και δεν κάνουν τη χώρα τους θυσία για να πέσουν οι άνεμοι που απειλούν τα μικρά, θλιβερά και χάρτινα καραβάκια τους.
Αυτό, όμως, είναι το γνώρισμα των ανθρώπων που είναι πεπεισμένοι πως σε όλη την Ιστορία αρμένιζαν σε στραβούς γιαλούς: Αυτή η υπεροψία, με την οποία ευτελίζουν τις αγωνίες που δεν συμμερίζονται και τις διαψεύσεις που δεν παραδέχονται, υποστηρίζοντας πως το σύμπαν δεν είναι άξιο να τους κρίνει, επειδή δεν έχει φτάσει στο απαραίτητο επίπεδο. Για αυτούς τους ανθρώπους, το πολιτικό, κοινωνικό και ιδεολογικό υστέρημα του κόσμου είναι πως διάλεξε άλλους συντάκτες για την Ιστορία του.Αυτό είναι και το αίτημά τους: Να ξαναγράψουν την Ιστορία, μέχρι οι γενιές που τους καταδίκασαν στη δεύτερη θέση ή στις επόμενες να παραδώσουν δηλώσεις μετανοίας για τις προτιμήσεις τους. Και αν κάποιος αμφιβάλλει για τις προθέσεις τους, ας σκεφτεί τις διαλέξεις των Ελλήνων υπουργών στους ομολόγους τους, τον απαράδεκτο θρίαμβο του θυμικού έναντι της λογικής στον πολιτικό διάλογο και αυτή την ίδια την διαπραγμάτευση των όρων των αθλίων μνημονίων, τα οποία προσκάλεσαν οι κυβερνήσεις από το 2009 και έπειτα, και τα οποία ουσιαστικώς αποτελούν όχι οικονομικές συμφωνίες, αλλά ηττοπαθείς, ντροπιασμένες διαπραγματεύσεις εκ νέου ένταξης της Ελλάδας στη σύγχρονη Ευρωπαϊκή Ένωση. Για τους σύγχρονους κυβερνήτες της χώρας, η Ιστορία της δεν έχει νόημα, αν δεν την ξαναπεράσουν με το δικό τους μελάνι.
Ποιο ιστορικό σημείο θα ήθελε να κάνει αφετηρία για τη χώρα η κυβέρνηση για να είναι ικανοποιημένη; Τις εκλογές του 2012; Μήπως του 2009; Πιο πριν; Αν γυρίσει στο φθινόπωρο του 1989 θα μπορέσει να σώσει το Τείχος; Ή, μήπως, προτιμά να γυρίσει στο 1980 για να μας… σώσει ολοκληρωτικά από την ενωμένη Ευρώπη; Για αρχή, προτιμά να γυρίσει στον Γενάρη του 2015. Να ξαναστήσει κάλπες. Λίγο πιο έντιμες από αυτές που την ανέδειξαν, λίγο πιο άτιμες από αυτές που οφείλει να οργανώσει. Πιο έντιμες, επειδή τώρα δεν πουλάει Θεσσαλονίκες, προσλήψεις και συναυλίες συμπαράστασης. Τώρα πουλάει κλειστές τράπεζες, ανέχεια και συναυλίες συμπαράστασης. Πιο άτιμες, επειδή δεν τις λέει εκλογές, επειδή τρέμει να πει τι είναι, ποια είναι η αφορμή και ποιο το διακύβευμά τους. Και ποιο είναι το διακύβευμα; Η επιλογή ανάμεσα στο μέλλον και την αυταπάτη. Ανάμεσα στην υπερηφάνεια και τον εγωισμό.
Και το γαμώ το είναι πως ο συναισθηματισμός δεν ξεκινάει ως κουτόχορτο, ούτε αξίζει να καταλήγει ως τέτοιο. Αλλά αυτό μας φέρνει στο διακύβευμα της επιλογής ανάμεσα στην υπερηφάνεια και τον εγωισμό.
Ανάμεσα στο μέλλον και την αυταπάτη, επειδή η μια επιλογή στο δημοψήφισμα βασίζεται στην πραγματικότητα και η άλλη στην προσωπικότητα. Το μέλλον, όμως, ξεκινάει από την πραγματικότητα. Οτιδήποτε άλλο αναπαράγει την αυταπάτη, μια αυταπάτη που την προστατεύει ο ίδιος της ο ολοκληρωτισμός, κάθε φορά που – μόνο και μόνο επειδή δεν κατέστρεψε τα πάντα – επιχειρηματολογεί πως σε ελάχιστο ιστορικό χρόνο θα τα είχε κατορθώσει όλα. «Μα», θα πουν κάποιοι ρομαντικοί λογοκλόποι και ιδεαλιστές κατά συνήθεια, «η πραγματικότητα δεν μας νοιάζεται -και άρα δεν μας νοιάζει. Τώρα ακριβώς είναι που πρέπει να μιλήσουμε για προσωπικότητα. Να δείξουμε στους Ευρωπαίους γιατί έχουμε στο λεξιλόγιό μας το ώπα, στις βιβλιοθήκες μας τον Καζαντζάκη και στην ψυχή το φιλότιμο. Να γεμίσουμε την Ευρώπη Ελλάδα για να ζήσει κάθε είδους μεγαλείο. Κι αν αυτό δεν είναι αλήθεια, δεν πειράζει. Ας είμαστε ρεαλιστές, ας απαιτήσουμε το όνειρο». Χωρίς ειρωνεία, πρόκειται για σπουδαίες προθέσεις. Αλλά το μέλλον ξεκινάει από την πραγματικότητα, όχι από τις προθέσεις. Σε πονάει η σκωληκοειδίτιδά σου, ρε αδελφέ, κάνει φλεγμονή. Έχω ένα καλό κουζινομάχαιρο και την καλή πρόθεση να σε σώσω. Το μέλλον σου, όμως, χρειάζεται κάποιον που είναι πράγματι γιατρός. Το πρόβλημα με το «ΟΧΙ» της κυβέρνησης είναι πως εκμεταλλεύεται τον ρομαντισμό κάποιων προθέσεων, χωρίς ποτέ να σκοπεύει να τις ταιριάξει με την πραγματικότητα και να τις δικαιώσει. Τις χρησιμοποιεί για να δικαιολογήσει απλώς την απομόνωσή της, την συνειδητή της επιλογή να «αδικείται» και να διαψεύδεται, μόνο και μόνο επειδή κάποιοι έχουν καταλάβει πως είναι καλύτερο να διαχειρίζονται την διαρκή οργή που υποκριτικά καλωσορίζει όποιος δεν αναλαμβάνει την βαριά ευθύνη να κυβερνά. Πρακτική που είναι μόνον ψυχοπονιάρικα δυσάρεστη όσο κάποια κόμματα ζουν στην αντιπολίτευση, αλλά γίνεται πραγματικά εφιαλτική όποτε μετακομίζουν στην άμεση εξουσία και, εκτός από τους υποστηρικτές τους (τους οποίους έτσι κι αλλιώς ευνουχίζουν και περιορίζουν ευτυχείς στη σωτηρία της ψυχής, όσο τα ίδια διαχειρίζονται με τις πλέον κυνικές πρακτικές τη σωτηρία της εικόνας τους), καταδικάζουν και τους υπόλοιπους στο συναισθηματικό κουτόχορτο. Και το γαμώ το είναι πως ο συναισθηματισμός δεν ξεκινάει ως κουτόχορτο, ούτε αξίζει να καταλήγει ως τέτοιο. Αλλά αυτό μας φέρνει στο διακύβευμα της επιλογής ανάμεσα στην υπερηφάνεια και τον εγωισμό.
Υπερηφάνεια δεν είναι να υιοθετείς τα άκρα ως τακτική και να αφήνεις τον χρόνο να περνάει, βέβαιος ότι οι απέναντι θα υποκλιθούν στο ανώτερο πνεύμα και την πολιτική σου, όταν απειλήσεις να βάλεις φωτιά στα τόπια. Αυτό είναι εγωισμός
Το δημοψήφισμα είναι πράγματι κορυφαίος θεσμός και απόδειξη δημοκρατίας. Και οι Ευρωπαίοι εταίροι μας πράγματι εκμεταλλεύτηκαν κάθε ευκαιρία για να ταπεινώσουν τη χώρα μας για χαρακτηριστικά που σε μεγάλο βαθμό οι ίδιοι της προσέδωσαν, αλλά και για συστημικές αδυναμίες της Ένωσης, τις οποίες κινδύνευαν να αποκαλύψουν, όπως και έκαναν, οι προκλήσεις που η χώρα μας αντιμετωπίζει. Η εθνική υπερηφάνεια, λοιπόν, το ιστορικό και κοινωνικό ένστικτο της αυτοσυντήρησής μας, επέβαλλε μια απάντηση στο ίδιο ύφος και την ίδια ένταση. Με τη σειρά τους, όμως, το ίδιο ύφος και η ίδια ένταση απαιτούν το ίδιο επίπεδο προετοιμασίας και προγραμματισμού. Όχι μόνο έναντι των αναγκών της κυβέρνησης όσον αφορά στους ξένους, αλλά και έναντι των υποχρεώσεών της, όσον αφορά στους Έλληνες. Διότι υπερηφάνεια δεν είναι να υιοθετείς τα άκρα ως τακτική και να αφήνεις τον χρόνο να περνάει, βέβαιος ότι οι απέναντι θα υποκλιθούν στο ανώτερο πνεύμα και την πολιτική σου, όταν απειλήσεις να βάλεις φωτιά στα τόπια. Αυτό είναι εγωισμός. Υπερηφάνεια δεν είναι να προσφέρεις στον λαό σου την επιλογή ανάμεσα στο δύσκολο και το ανεπανόρθωτο, επειδή δεν μπόρεσες να διασφαλίσεις κάτι καλύτερο. Αυτό είναι εγωισμός. Υπερηφάνεια δεν είναι να υποτιμάς τις ελπίδες ενός λαού (είτε ψηφίζει ναι, είτε όχι) στο επίπεδο ενός ενδιάμεσου επιχειρήματος, σε μια διαπραγμάτευση, την οποία έχεις εκ των προτέρων ακυρώσει. Αυτό είναι εγωισμός. Και το σίγουρο είναι πως οι μάχες που υποκρίνεται πως δίνει η κυβέρνηση χρειάζονται υπερηφάνεια και όχι εγωισμό. H διαφορά είναι πως η υπερηφάνεια αναπτύσσει τα ευγενέστερα κίνητρα των μαχητών, όταν ο εγωισμός αναπτύσσει μόνο την απομόνωσή τους. Κι ο εγωισμός της κυβέρνησης δεν προσφέρει κανέναν τρόπο για να δικαιωθεί ο συναισθηματισμός της αντίδρασης, ούτε ο ρεαλισμός της συμμόρφωσης. Το μόνο του κέρδος μπορεί να είναι η ίδια η στείρα ρητορική της υπερηφάνειας, η οποία διακτινίζεται ανικανοποίητη στην αιωνιότητα, όπου αναζητά σωτήρες και παράγει ήρωες, θύματα ενός διχασμού τεχνητού και έντεχνου.
Ας είναι. Πράγματι, οι ήρωες προχωρούν την Ιστορία. Και ο καθένας τούς αναζητά όπου νομίζει πως βγαίνουν οι καλύτεροι. Αν, όμως, η κυβέρνηση της Πρώτης Φοράς Αριστερά πίστευε πράγματι στους ήρωες, οι οποίοι, αντί να αντιλαμβάνονται τον κόσμο και να συμμαχούν μαζί του, στέκονται πάνω από την εποχή τους και την κοινή γνώμη, και προχωρούν τον κόσμο δεμένοι στα κατάρτια της ιδεολογίας τους και ωθούμενοι από τους ανέμους τις ιστορικής ευκαιρίας, θα έπρεπε να έχει αναλάβει την ευθύνη να γίνει ένας τέτοιος ήρωας: Να συμπεριφερθεί ως εκλεγμένη ηγεσία μόλις 5 μηνών, η οποία επαίρεται -και μάλλον δικαίως- για την ξεκάθαρη και νωπή λαϊκή εντολή της, και να πάρει μια απόφαση. Διότι οι ηγέτες αυτό κάνουν. Προβλέπουν. Υπολογίζουν. Και αποφασίζουν. Χωρίς να περιμένουν την τελευταία στιγμή, επειδή δεν ξέρουν να διαβάζουν την ώρα. Χωρίς να κατηγορούν τους πάντες, επειδή δεν ξέρουν να φτιάχνουν συμμαχίες. Χωρίς να προτείνουν μία επιλογή, όταν αποφεύγουν να παρουσιάσουν τα ρεαλιστικά σχέδιά τους για αυτήν. Πάνω από όλα, χωρίς να κρύβονται σε στραμπουληγμένες ερμηνείες της δημοκρατίας και των θεσμών της, επειδή οι συνθήκες ξεπέρασαν τις ικανότητές τους, την αυτοπεποίθησή τους, και τα όνειρά τους πως θα ήταν καπετάνιοι του γλυκού νερού. Αλλιώς, ας μείνουν στις λίμνες, στα έλη, στους βάλτους. Τα έθνη αξίζουν την προοπτική των μεγάλων ωκεανών. Και η Ελλάδα δικαιούται καπετάνιους για φουρτούνες, που λένε «ΝΑΙ» στους μεγάλους πλόες και δεν κάνουν τη χώρα τους θυσία για να πέσουν οι άνεμοι που απειλούν τα μικρά, θλιβερά και χάρτινα καραβάκια τους.