Ο Αλέξης Τσίπρας αποτελεί την υπερήφανη ενσάρκωση των πιο παθογενών χαρακτηριστικών του νεοέλληνα. Είναι ένα ημιμαθές άτομο που ανδρώθηκε στον κομματικό σωλήνα, δεν χρειάστηκε να δουλέψει ποτέ στη ζωή του, δεν κουράστηκε για τίποτα, δεν πάλεψε για τίποτα, δεν κατέκτησε τίποτα· απλώς θήτευσε στο κατηχητικό της παράταξης, γαλουχήθηκε με τα δόγματα και τον φανατισμό της κλίκας του, και όταν έφτασε η ώρα του, αναδείχθηκε ως αρχηγός της. Την ώρα που άλλοι σπούδαζαν, ξανασπούδαζαν, ταξίδευαν, δούλευαν, έστηναν δουλειές, αποτύγχαναν, ξαναπροσπαθούσαν, πετύχαιναν, μοχθούσαν, αμφισβητούσαν, εξελίσσονταν, και προσέθεταν με χίλια ζόρια και βιώματα ο καθένας το δικό του λιθαράκι στην πραγματική ζωή, ο Αλέξης Τσίπρας μεγάλωνε εκπροσωπώντας την πιο κλισέ εκδοχή του αδρανούς παρασίτου: Ήταν ο παρατεταμένα έφηβος ιδεαλιστής που, να μωρέ, θα έκανε πολλά πράγματα αν ο κόσμος ήταν ιδανικός, αλλά δυστυχώς, επειδή δεν είναι και μέχρι να γίνει τέτοιος, θα πορεύεται με τον μόνο τρόπο που θεωρεί αποδεκτό η κουλτούρα της παράταξης. Συγκεντρώσεις, συλλαλητήρια, αφισοκολλήσεις, καταληψούλες, κηρύγματα. Μέχρι που του έλαχε να μας κυβερνήσει. Οπότε και αποφάσισε να μας δείξει πώς γίνονται όλα εκείνα για τα οποία ο ίδιος δεν έχει ιδέα, και για τα οποία άλλοι έχουν φτύσει αίμα όσο εκείνος κοιμόταν.
Από μόνη της η ιδέα του να κυβερνηθεί ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος από έναν αριστερό κρατιστή που εχθρεύεται τον καπιταλισμό και διακατέχεται από ιδεολογικά ταμπού προηγούμενων αιώνων, είναι αστεία, αντιφατική και προβληματική. Η επίδοση του Αλέξη Τσίπρα ως πρωθυπουργού ήταν προδιαγεγραμμένη, λοιπόν, και κάθε νοήμων άνθρωπος μπορούσε εύκολα να προβλέψει πόσο καταστροφική θα ήταν, όποια στρατηγική κι αν ακολουθούσε ο πρώτος. Είτε, δηλαδή, παρέμενε πιστός στα βλακώδη ακροαριστερά του φρονήματα είτε πραγματοποιούσε την αναμενόμενη κωλοτούμπα ενώπιον της αμείλικτης πραγματικότητας είτε έκανε και τα δύο (όπως και συνέβη), ήταν προφανές εξαρχής ότι θα αποτύγχανε. Γιατί, αφενός, ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός μιας μοσχαναθρεμμένης καπιταλιστικής κοινωνίας είναι αδύνατος (ούτε ο λαός τον θέλει ούτε ο Τσίπρας ήταν σε θέση να τον πετύχει) και, αφετέρου, η επίτευξη της οικονομικής ευημερίας ενός οποιουδήποτε καπιταλιστικού κράτους δεν γίνεται να περατωθεί με επικεφαλής ένα πρόσωπο με το έλλειμμα γνώσης, ικανότητας, εμπειρίας και πρόθεσης του Τσίπρα.
Με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, η χώρα χαράμισε εφτά μήνες για να αποδειχθεί το αυταπόδεικτο, για να εμπεδωθεί το προφανές, για να επαληθευτεί ένα μαθηματικό σχήμα – δεδομένο εξαρχής: Η πρόσθεση μηδενικών θα κάνει πάντοτε μηδέν, όσα κι αν είναι τα μηδενικά. Τα μήλα δεν κάνουν πορτοκαλάδες, τα πορτοκάλια δεν κάνουν μηλόπιτες, η αρρώστια δεν θεραπεύεται από τον γιατρό που αρνείται την ύπαρξή της.
Ουσιαστικά, τους τελευταίους μήνες παρακολουθήσαμε το ντροπιαστικό θέαμα μιας σουρεαλιστικής μεταμόρφωσης, την πρόσκρουση ενός μπανάλ κομματικού παράγοντα στην άβολη πραγματικότητα, με την οποία ο κόσμος κανονικά εξοικειώνεται γύρω στα 16. Γίναμε όλοι μάρτυρες της όψιμης ενηλικίωσης του Αλέξη Τσίπρα, πληρώσαμε για να πειστεί με βιωματικό τρόπο ένας σαραντάχρονος άντρας ότι ο καπιταλισμός δεν ανατρέπεται, ότι τα χρέη απαιτούνται ακόμα κι απ’ τους ευγενικότερους δανειστές κι ότι ο κόσμος δεν είναι αγγελικά πλασμένος. Στοιχειώδη πράγματα, αστείες καταστάσεις, το θέατρο του παραλόγου. Ένα παιδάκι του ανέξοδου φοιτητικού συνδικαλισμού μετέβη από το πεδίο των φαντασιώσεων στην απτή πολιτική μάχη, εκεί όπου οι εκ του ασφαλούς φιλοσοφικές ενατενίσεις είναι απλές ονειρώξεις, και τα ’χασε. Κατατρόμαξε. Αντίκρισε για πρώτη φορά την αλήθεια χωρίς τα βολικά θεωρητικά φτιασιδώματα με τα οποία συνήθιζε να την περιβάλλει ως τζάμπα μάγκας σε όλη του τη ζωή, και έπαθε αμόκ. Ο πρωθυπουργός της χώρας ως ανίδεος intern που μαθαίνει σιγά σιγά τη ζωή.
Αυτό, όμως, που ζήσαμε όλοι με προσωπικό κόστος, ο καταποντισμός, δηλαδή, της αγοράς και της οικονομίας, και η βύθιση της χώρας σε απύθμενα βάθη παρακμής, δεν ήταν απλώς “το ξεβράκωμα” του Τσίπρα, όπως λένε πολλοί. Ο Τσίπρας απέτυχε παταγωδώς, αλλά αυτό που άφησε πίσω του είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο από προσωπική του αποτυχία, κάτι πολύ σημαντικότερο από τον ίδιο. Ο βόρβορος του Τσίπρα είναι ένα πανίσχυρο και ειρωνικό κοινωνικό σύμβολο, απεικονίζει ρεαλιστικότατα τη ματαίωση της νοοτροπίας που αυτός πρεσβεύει και επιχειρεί να διαιωνίσει, με την οποία όμως έμαθαν να ζουν, να μεγαλώνουν, να αναπαράγονται και να πεθαίνουν εκατομμύρια Έλληνες. Το φιάσκο της πρωθυπουργίας του είναι η επιβεβαίωση της ακυρότητας του νεοελληνικού ονείρου, του οποίου γνήσιο τέκνο ήταν και ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας: Ενός ονείρου που θέλει τον λαό υποταγμένο σε ένα τεράστιο και δυσκίνητο κράτος που τρώει τις σάρκες του, και παράλληλα απομυζά όσους παράγουν πλούτο έξω από αυτό. Ένα ολόκληρο κοινωνικοοικονομικό μοντέλο, η κρατούσα φιλοσοφία ζωής στην Ελλάδα καίγεται αυτή τη στιγμή μαζί με την πολιτική οντότητα του Τσίπρα, ανεξάρτητα απ’ το πώς πουλάει ο ίδιος τον εαυτό του ή πώς τον βλέπει ο καθένας μας: ως προσάναμμα ή αποκαΐδι. Στο τέλος η φωτιά θα κάψει τα πάντα και τους πάντες, αν η κατάσταση δεν ανατραπεί εγκαίρως.
Η φρίκη της ερασιτεχνικής πολιτικής Τσίπρα δεν έχει αποκαλυφθεί ακόμα σε όλο της το μεγαλείο, πρώτον επειδή ενέσκηψε σε νεκρή περίοδο και άρα παραμένει σε μεγάλο βαθμό λανθάνουσα, δεύτερον επειδή εξακολουθεί να αντισταθμίζεται από την απέχθεια του κόσμου για τους προκατόχους του πρωθυπουργού. Παράλληλα, η διάσπαση του κόμματός του διασκεδάζει τις εντυπώσεις (ήρωας ή προδότης; – το σήριαλ μαγνητίζει την προσοχή των εκλογέων για να αποτρέψει τη στροφή της προς την οικονομία), κι έτσι ελάχιστοι έχουν, μέχρι στιγμής, καταλάβει ότι έρχεται η ώρα που θα πληρώσουμε αδρά την τοποθέτηση ενός παιδιού στο τιμόνι.
Η παρακαταθήκη και το όραμα του Τσίπρα, ωστόσο, θα μείνουν ανέπαφα. Το γιγαντιαίο πελατειακό κράτος, η διαφθορά, οι συντεχνίες, τα βολέματα, η τεμπελιά και κάθε άλλο γνώρισμα που συναποτελεί το πασοκικό κοινωνικοπολιτικό corpus της μεταπολίτευσης θα εξακολουθήσουν να συνιστούν το (κεκαλυμμένο πάντα) ζητούμενο του λαού (όπως συνέβαινε και πριν τον Τσίπρα), γιατί κανείς μέχρι σήμερα δεν βρέθηκε να εκπαιδεύσει το εκλογικό σώμα διαφορετικά. Κανείς δεν βρέθηκε να κηρύξει το αντίθετο, να επιφέρει μεταρρυθμίσεις και να θυσιαστεί στη μάχη, στην προσπάθεια να απαλλάξει τον λαό απ’ τις κακές του ροπές. Γιατί, ας μην κοροϊδευόμαστε, ο άνθρωπος που θα βγάλει την Ελλάδα από αυτό το τραγικό τέλμα θα μισηθεί όσο κανείς άλλος από τη γενιά που θα τον εκλέξει. Μόνο έτσι, όμως, θα καταφέρει να σώσει τις επόμενες.
Δεν αρκεί η ηλικιακή νεότητα για να πλησιάσεις την πρόοδο. Ο συντηρητισμός είναι θέμα ανατροφής και πνεύματος, δεν κατοικεί σε ληξιαρχικές πράξεις γέννησης.
Άρης Αλεξανδρής